Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΛΟΥΦΑΚΟΣ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ




      Κώστας Κουλουφάκος (1924-1994). Ο Κώστας Κουλουφάκος του Πέτρου και της Αγγελικής γεννήθηκε στην Αθήνα και καταγόταν από το χωριό Κουτήφαρι της μεσσηνιακής Μάνης. Είχε δύο μικρότερα αδέρφια, τον Τάσο και τον Νίκο. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, μαθητής ακόμη, οργάνωσε την ανεξάρτητη αντιστασιακή ομάδα Ελεύθεροι Έλληνες με συνέπεια τη σύλληψή του από τους Ιταλούς και τη φυλάκισή του στο Spoleto της Ιταλίας το 1941. Απέδρασε δύο χρόνια αργότερα και κατέφυγε στην Αίγυπτο, όπου κατατάχτηκε στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Πήρε μέρος στο κίνημα της Μέσης Ανατολής και επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. Το 1945 γράφτηκε στο Χημικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του λίγο πριν το πτυχίο (1953) καθώς αποφάσισε να ασχοληθεί συστηματικά με την τέχνη του λόγου. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εντάχθηκε στην Ε.Π.Ο.Ν., πέρασε στην παρανομία και εξορίστηκε στον Άη – Στράτη και τη Μακρόνησο. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1953, όπου έζησε ως αδειούχος εξόριστος για λόγους υγείας ως το 1962, οπότε καταργήθηκαν τα στρατόπεδα. Ως μέλος του Κ.Κ.Ε. υπέστη νέες ταλαιπωρίες και εξορίες με την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας. Με την μεταπολίτευση συνέχισε την ενεργό πολιτική δράση του στο χώρο της Αριστεράς. Παντρεύτηκε την Σοφία Νέτουρα, με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Πέτρο και σε δεύτερο γάμο την Μαρία Κωστάκου, με την οποία απέκτησε μια κόρη, τη Γεωργία. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1950 με τη δημοσίευση αποσπάσματος από την ποιητική συλλογή Στις έξη του Μάη στις σελίδες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα. Η δημοσίευση έγινε με πρωτοβουλία του Γιάννη Ρίτσου, φίλου και συναγωνιστή του. Ιδρυτικό μέλος και μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης, όπου διετέλεσε υπεύθυνος ύλης (1955-1962) και αρχισυντάκτης (1965-1967), ιδρυτής και διευθυντής του εκδοτικού οίκου Διογένης (1971), ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων και συνεργάτης του περιοδικού Ηριδανός ο Κουλουφάκος δημοσίευσε ποιήματα, βιβλιοκρισίες, μελέτες και μεταφράσεις. Ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο, ως ιδρυτικό μέλος του θεατρικού οργανισμού Δεσμοί (1975 από κοινού με τη Βάσω Κατράκη την Ασπασία Παπαθανασίου και τον Αλέξανδρο Αργυρίου), ενώ εργάστηκε ως καθηγητής λογοτεχνίας στη δραματική σχολή του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου του Λεωνίδα Τριβιζά και στην ιδιωτική εκπαίδευση. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Κουλουφάκου βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Κουλουφάκος Κώστας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986, Συνοδινός Ζήσιμος Χ., «Χρονολόγιο Κώστα Κουλουφάκου (1924-1994)», Μανδραγόρας 3, 4-6/1994, σ.8-10 και χ.σ., «Κουλουφάκος Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).



 ΑΠΕΡΓΙΑ

Στους οικοδόμους της Αθήνας

Έρημες σκαλωσιές. Παράλληλοι
σπινθήρες απ’ τις ατσαλόβεργες εσκίσαν τον αγέρα.
Όρθια τα φτυάρια τρέμουνε. Σωροί σωροί
σκληραίνει το χαρμάνι. Οι μπετονιέρες
ασάλευτες με στόματα
στον ουρανόν ορθάνοιχτα.
Γιόμισ’ η ατμόσφαιρα κυμάνσεις υπερήχων.

Βαριά τα βήματα των απεργών στους δρόμους.
Τ’ ακούει η πόλη και τους χαιρετάει
μ’ όλα της τα παράθυρα.

Κορμιά πελεκημένα στο μπετόν
απ’ το λιοπύρι και τον άνεμο
πορεύονται σ’ εν’ αυριανό πλανήτη δικαιοσύνης.

Σκιαγμένα χρηματοκιβώτια
ταμπουρωθήκαν πίσω απ’ τους φρουρούς της τάξης.
Ανίσχυρα τα κλομπς, τα δακρυγόνα αέρια,
οι δίκες και τα πληρωμένα σχόλια στις εφημερίδες.

Των οικοδόμων μόνη αρματωσιά
δίκαιοι κόμποι από τσιμέντο κι ασβεστόχρισμα
στις ρίζες των νυχιών και των μαλλιών τους.
Το μπόι τους ψηλότερο απ’ τα μέγαρα
κι από τις φλέβες τους τινάζεται ψηλά της εργατιάς
ο θρίαμβος αναβρυτός μαρμαίροντας στον ήλιο μύρια χρώματα
σαν το νερό απ’ τ’ αρτεσιανό πηγάδι.
 
 
 
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ

Πιάσαν τα χέρια μας σκουριά
Οι μέρες θρίβονται κομμάτια
Χάνονται αργά σφυρίζοντας
Οι ελπίδες μας σβηστά κεριά
Στης πολιτείας τα σκαλοπάτια
Γέρνει ο άψυχος ο ορίζοντας.

Μόνο το ντέρτι ακάματο.

Λοξό το φως στις γειτονιές
Σκοντάφτει απάνω στους φεγγίτες
Και στα όνειρα τ’ αδιέξοδα
Ίσκιοι χυμούν απ’ τις γωνιές
Μ’ εφιαλτικούς ημεροδείχτες
Έξοδα, έξοδα, έξοδα…

Να ’χα ένα μεροκάματο!

Πόλη μητριά, σ’ εφτά τροχούς
Μ’ εφτά κλειδιά και κατσαβίδια
Μας έλυσες τις κλείδωσες
Ξόρισες χρώματα κι αχούς
―Πρωινά και βράδια πάντοτε ίδια―
Κι όλες τις πόρτες κλείδωσες. 



ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΓΗΡΑΤΕΙΩΝ

Από μέρα σε μέρα
βλέπω τους νέους πιο νέους.
Ανακαλύπτω πως δε μ’ ενοχλεί
να μου δίνουν στο ασανσέρ προτεραιότητα
Κοιτάω μην έχει στο λεωφορείο θέση ελεύθερη
Καμιά φορά σχεδιάζω ένα ποδόλουτρο για το βράδυ…
Τα χρόνια με πολιόρκησαν.
Λες, αύριο να κάνω κι όνειρα για σύνταξη;

Ανήσυχος κοιτάζω στον καθρέφτη μου:
Βέβαια!... Το βρίσκω δύσκολο
να κάθομαι ν’ ακούω τι λεν οι άλλοι.
Ακόμα δυσκολότερο
να παραδέχομαι αυτά που λένε οι άλλοι.
Όλο και πιο πολύ βολεύομαι
μέσα στα ρήγματα που μ’ άνοιξε η πολιορκία.
Άρχισα κιόλας να μην πολυανησυχώ
που δεν είμαι σε θέση πια
να κάνω μια επανάσταση κάθε βδομάδα.





 ΠΡΕΠΕΙ

Πρέπει να διαλέγουμε τις λέξεις
όπως ο καλός μάστορας τις πέτρες.
Κάθε μιά
για τη θέση που της ταιριάζει.
Κι ο κάθε λόγος να πέφτει σαν πέτρα
και σαν πέτρα να χτίζει.































 

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΛΟΥΦΑΚΟΣ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ




      Κώστας Κουλουφάκος (1924-1994). Ο Κώστας Κουλουφάκος του Πέτρου και της Αγγελικής γεννήθηκε στην Αθήνα και καταγόταν από το χωριό Κουτήφαρι της μεσσηνιακής Μάνης. Είχε δύο μικρότερα αδέρφια, τον Τάσο και τον Νίκο. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, μαθητής ακόμη, οργάνωσε την ανεξάρτητη αντιστασιακή ομάδα Ελεύθεροι Έλληνες με συνέπεια τη σύλληψή του από τους Ιταλούς και τη φυλάκισή του στο Spoleto της Ιταλίας το 1941. Απέδρασε δύο χρόνια αργότερα και κατέφυγε στην Αίγυπτο, όπου κατατάχτηκε στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Πήρε μέρος στο κίνημα της Μέσης Ανατολής και επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. Το 1945 γράφτηκε στο Χημικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του λίγο πριν το πτυχίο (1953) καθώς αποφάσισε να ασχοληθεί συστηματικά με την τέχνη του λόγου. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εντάχθηκε στην Ε.Π.Ο.Ν., πέρασε στην παρανομία και εξορίστηκε στον Άη – Στράτη και τη Μακρόνησο. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1953, όπου έζησε ως αδειούχος εξόριστος για λόγους υγείας ως το 1962, οπότε καταργήθηκαν τα στρατόπεδα. Ως μέλος του Κ.Κ.Ε. υπέστη νέες ταλαιπωρίες και εξορίες με την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας. Με την μεταπολίτευση συνέχισε την ενεργό πολιτική δράση του στο χώρο της Αριστεράς. Παντρεύτηκε την Σοφία Νέτουρα, με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Πέτρο και σε δεύτερο γάμο την Μαρία Κωστάκου, με την οποία απέκτησε μια κόρη, τη Γεωργία. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1950 με τη δημοσίευση αποσπάσματος από την ποιητική συλλογή Στις έξη του Μάη στις σελίδες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα. Η δημοσίευση έγινε με πρωτοβουλία του Γιάννη Ρίτσου, φίλου και συναγωνιστή του. Ιδρυτικό μέλος και μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης, όπου διετέλεσε υπεύθυνος ύλης (1955-1962) και αρχισυντάκτης (1965-1967), ιδρυτής και διευθυντής του εκδοτικού οίκου Διογένης (1971), ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων και συνεργάτης του περιοδικού Ηριδανός ο Κουλουφάκος δημοσίευσε ποιήματα, βιβλιοκρισίες, μελέτες και μεταφράσεις. Ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο, ως ιδρυτικό μέλος του θεατρικού οργανισμού Δεσμοί (1975 από κοινού με τη Βάσω Κατράκη την Ασπασία Παπαθανασίου και τον Αλέξανδρο Αργυρίου), ενώ εργάστηκε ως καθηγητής λογοτεχνίας στη δραματική σχολή του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου του Λεωνίδα Τριβιζά και στην ιδιωτική εκπαίδευση. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Κουλουφάκου βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Κουλουφάκος Κώστας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986, Συνοδινός Ζήσιμος Χ., «Χρονολόγιο Κώστα Κουλουφάκου (1924-1994)», Μανδραγόρας 3, 4-6/1994, σ.8-10 και χ.σ., «Κουλουφάκος Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).



 ΑΠΕΡΓΙΑ

Στους οικοδόμους της Αθήνας

Έρημες σκαλωσιές. Παράλληλοι
σπινθήρες απ’ τις ατσαλόβεργες εσκίσαν τον αγέρα.
Όρθια τα φτυάρια τρέμουνε. Σωροί σωροί
σκληραίνει το χαρμάνι. Οι μπετονιέρες
ασάλευτες με στόματα
στον ουρανόν ορθάνοιχτα.
Γιόμισ’ η ατμόσφαιρα κυμάνσεις υπερήχων.

Βαριά τα βήματα των απεργών στους δρόμους.
Τ’ ακούει η πόλη και τους χαιρετάει
μ’ όλα της τα παράθυρα.

Κορμιά πελεκημένα στο μπετόν
απ’ το λιοπύρι και τον άνεμο
πορεύονται σ’ εν’ αυριανό πλανήτη δικαιοσύνης.

Σκιαγμένα χρηματοκιβώτια
ταμπουρωθήκαν πίσω απ’ τους φρουρούς της τάξης.
Ανίσχυρα τα κλομπς, τα δακρυγόνα αέρια,
οι δίκες και τα πληρωμένα σχόλια στις εφημερίδες.

Των οικοδόμων μόνη αρματωσιά
δίκαιοι κόμποι από τσιμέντο κι ασβεστόχρισμα
στις ρίζες των νυχιών και των μαλλιών τους.
Το μπόι τους ψηλότερο απ’ τα μέγαρα
κι από τις φλέβες τους τινάζεται ψηλά της εργατιάς
ο θρίαμβος αναβρυτός μαρμαίροντας στον ήλιο μύρια χρώματα
σαν το νερό απ’ τ’ αρτεσιανό πηγάδι.
 
 
 
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ

Πιάσαν τα χέρια μας σκουριά
Οι μέρες θρίβονται κομμάτια
Χάνονται αργά σφυρίζοντας
Οι ελπίδες μας σβηστά κεριά
Στης πολιτείας τα σκαλοπάτια
Γέρνει ο άψυχος ο ορίζοντας.

Μόνο το ντέρτι ακάματο.

Λοξό το φως στις γειτονιές
Σκοντάφτει απάνω στους φεγγίτες
Και στα όνειρα τ’ αδιέξοδα
Ίσκιοι χυμούν απ’ τις γωνιές
Μ’ εφιαλτικούς ημεροδείχτες
Έξοδα, έξοδα, έξοδα…

Να ’χα ένα μεροκάματο!

Πόλη μητριά, σ’ εφτά τροχούς
Μ’ εφτά κλειδιά και κατσαβίδια
Μας έλυσες τις κλείδωσες
Ξόρισες χρώματα κι αχούς
―Πρωινά και βράδια πάντοτε ίδια―
Κι όλες τις πόρτες κλείδωσες. 



ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΓΗΡΑΤΕΙΩΝ

Από μέρα σε μέρα
βλέπω τους νέους πιο νέους.
Ανακαλύπτω πως δε μ’ ενοχλεί
να μου δίνουν στο ασανσέρ προτεραιότητα
Κοιτάω μην έχει στο λεωφορείο θέση ελεύθερη
Καμιά φορά σχεδιάζω ένα ποδόλουτρο για το βράδυ…
Τα χρόνια με πολιόρκησαν.
Λες, αύριο να κάνω κι όνειρα για σύνταξη;

Ανήσυχος κοιτάζω στον καθρέφτη μου:
Βέβαια!... Το βρίσκω δύσκολο
να κάθομαι ν’ ακούω τι λεν οι άλλοι.
Ακόμα δυσκολότερο
να παραδέχομαι αυτά που λένε οι άλλοι.
Όλο και πιο πολύ βολεύομαι
μέσα στα ρήγματα που μ’ άνοιξε η πολιορκία.
Άρχισα κιόλας να μην πολυανησυχώ
που δεν είμαι σε θέση πια
να κάνω μια επανάσταση κάθε βδομάδα.





 ΠΡΕΠΕΙ

Πρέπει να διαλέγουμε τις λέξεις
όπως ο καλός μάστορας τις πέτρες.
Κάθε μιά
για τη θέση που της ταιριάζει.
Κι ο κάθε λόγος να πέφτει σαν πέτρα
και σαν πέτρα να χτίζει.