Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ




ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

       Ο Θάνος Ανεστόπουλος (1967 – 3 Σεπτεμβρίου 2016) ήταν Έλληνας τραγουδιστής, συνθέτης και στιχουργός, ο οποίος έγινε ιδιαίτερα γνωστός από την συμμετοχή του στο ροκ συγκρότημα Διάφανα Κρίνα, του οποίου υπήρξε και ιδρυτής.
Γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη τον Φεβρουάριο του 1967 και απεβίωσε στις 3 Σεπτεμβρίου 2016 από καρκίνο. Ο ίδιος είχε ανακοινώσει την ασθένειά του μέσω της ιστοσελίδας κοινωνικής δικτύωσης Facebook το 2015.



H διάρκεια είναι που κάνει την παύση σιωπή 



Ας θυμηθούμε τις μοναχικές βόλτες των λέξεων ενός ανθρώπου μόνου στην ζωή σ ένα δωμάτιο γεμάτο με ίσκιους απ τις μορφές του παρελθόντος του.
Ας σκύψουμε συμπονετικά μπροστά στην αδυναμία του να αποφασίσει τώρα που θέλει να πάει. Στον φόβο του να πλησιάσει την πόρτα εξόδου.
Του υποσχέθηκε ο κόσμος μια ζωή χωρίς αναστεναγμούς, χωρίς τυραννία.
Κι αυτός τον πίστεψε.
Τα πουλιά μήνες τώρα του χτυπούν με τα ράμφη τα τζάμια στα παράθυρα.
Αυτός νομίζει πως κάθε μέρα πέφτει χαλάζι.
Ο κόσμος τρέχει πέφτει και ξανασηκώνεται και τρέχει πάλι.
Αυτός τα αγνοεί όλα αυτά.
Αφήνει άγραφες σελίδες παντού μεσ στο δώμα. Στα πατώματα , κάτω απ το κρεβάτι, στο τραπέζι , μέσα στα συρτάρια , στα πιάτα , στο ποτήρι , στα τασάκια, στα παπούτσια…
Έτσι έχασε και την ηλικία του, και τα νοήματα και σφιχταγκάλιασε την αβεβαιότητα της μιας μονότονης μέρας μετά την άλλην.
Και πιο νεκρός απ τους νεκρούς πια είναι.
Μες στην σιωπή του. Που μήτε πρόλογο είχε και μήτε επίλογος θα υπάρξει όσο υφαίνει μια σιωπή τρωτή.
Και που δεν έχει για συγκομιδή ούτε μιας τόσο δα μικρής κραυγής στην άκρη της σιωπής του.
Ένα δειλό έστω σινιάλο ζωής.
Και έτσι όλα τα κάμει να φαντάζουν προορισμένα και θνητά, αδύναμα και μάταια.
Να φθείρεται ακίνδυνα ζωγραφίζοντας πόρτες στους τοίχους και πουλιά που πετούν μακριά ελεύθερα στο ταβάνι…χωρίς ποτέ ο ίδιος να υπήρξε.
Πεθαίνοντας χωρίς να έχει γεννηθεί. 

Παράθυρα 

Ανοίξτε τα κορμιά με τα νύχια
ανοίξτε το φλασκί με το γλυκό κρασί
ανοίξτε τα βλέφαρα πόρτες
ανοίξτε τ’ ανοιχτά παράθυρα
ανοίξτε τα λειψά και μισοφώτιστα δωμάτια
ανοίξτε τις σιωπές
 
ανοίξτε τα ουράνια τοπία
ανοίξτε τις υπέροχες μήτρες
ανοίξτε τα καλαίσθητα λευκώματα
ανοίξτε τις κάμαρες των αναμνήσεων
ανοίξτε τα πρόσχαρα κελάρια
ανοίξτε τις παράφωνες νότες
τα τριαντάφυλλα των γιορτινών αποφοιτήσεων
τις πέτρινες μοναξιές
το λιβάνι και την σμύρνα
τις μορφές του φθινοπωρινού ύπνου
τα τσακισμένα μυστικά
τις ψευδείς ευδιακρισίες
 
ανοίξτε τις απαγορευμένες πλατείες
ανοίξτε τους πόνους της ίασης
ανοίξτε τους πύρινους χορούς
ανοίξτε τα παιδικά μας πρωτολόγια
τις αγκαλιές που δεν ήταν αγκαλιές
τα ρεφρέν από τα παλιά τραγούδια
το χρώμα και το αλάτι της σκουριάς
 
ανοίξτε τα γλυκοθώρητα αγόρια
ανοίξτε τα γλυκοθώρητα κορίτσια
ανοίξτε τους αξεδιάλυτους πόθους
ανοίξτε την κραυγή σας στην άκρη της σιωπής σας
ανοίξτε τα ματωμένα όνειρα
ανοίξτε τα εργαλεία της δουλειάς
ανοίξτε τα ουράνια τόξα
ανοίξτε τα χαιδεμένα δρεπάνια
ανοίξτε τα χαριτωμένα κορίτσια
 
ανοίξτε τα σκουριασμένα σφυροδρέπανα
ανοίξτε τις κάσες των άδικων νεκρών
ανοίξτε την χωματένια απληστία
ανοίξτε τις διασκεδάσεις των αχρείων
ανοίξτε τα χασμουρητά των αθλίων
ανοίξτε τα χοιροστάσια των πλουσίων


ανοίξτε τα πλεχτά καλάθια με το τυρί
ανοίξτε τις στεγνές στημένες βρύσες
ανοίξτε το ράμφος της ηδονής
ανοίξτε τα ποιήματα που γράφτηκαν Φλεβάρη
ανοίξτε τα ποιήματα που γράφτηκαν για να την θυμίζουν
ανοίξτε τα ποιήματα που γράφτηκαν για να λησμονηθούν
ανοίξτε τα σφαλισμένα χείλη
τις αποθήκες με τις κραυγές
τις αποθήκες με τα ποιήματα
το εύμορφο στόμα
το αμαρτωλό νερό
το ανευχάριστο όνειρο
την στενάχωρη θάλασσα
 
ανοίξτε τις ευδαιμονικές μουσικές
ανοίξτε το παραμύθι με τους νεκρούς μας φίλους
ανοίξτε τα μαξιλάρια με τα πούπουλα
ανοίξτε τους ανασασμούς των κρίνων
ανοίξτε τα γράμματα της φυλακής
ανοίξτε όλες τις φυλακές
 
 
ανοίξτε τα πορτοφόλια των διαβόλων
 
ανοίξτε τις ζωές των νοικοκυραιών
ανοίξτε τα παντελόνια των τραπεζικών
 
ανοίξτε τις βαριές ψυχές της Κυριακής
ανοίξτε τα λαμπερά μάτια των παιδιών
ανοίξτε τα λαμπερά μάτια των παιδιών
ανοίξτε τα λαμπερά μάτια των παιδιών
και κλείστε την τηλεόραση 

Οι κρεμάστρες

       Όσο άδειαζε τον Αυγουστο αυτή η πόλη τόσο ξεχώριζαν άλλες εικόνες της που χάνονταν πιο πριν στην ένταση και στο φορτίο του απρόσωπου πλήθους . Τώρα έγιναν πιο συγκεκριμένες αυτές οι ψηφίδες απ την συνολική φωτογραφία. Και τις πολύ πρωινές ώρες μπορεί κάποιος να διακρίνει τις λεπτομέρειες και να κοιτάξει καλύτερα τα πλάσματα και τις κινήσεις τους , να τα αισθανθεί πιο καλά. Να κατανοήσει , να λυπηθεί , να φοβηθεί , να θυμώσει , να νιώσει …
 
       Στην άδεια πρωινή λεωφόρο ο πρόσφυγας έχει παρκάρει το καροτσάκι του δίπλα στον μεγάλο κάδο των σκουπιδιών. Έχει βουτήξει στην κυριολεξία μέσα του για να ψαρέψει με το αυτοσχέδιο του συρμάτινο άγκιστρο τις όποιες σακούλες σκουπιδιων υπάρχουν. Παρατηρώ απ το μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου. Σκίζει μια μια τις σακούλες . Στην αρχή μεσα απ τα σκουπίδια ξεπετάγεται σαν έμβρυο απ την κοιλιά της μάνας του ενα γυαλινο μπουκαλι μπυρας. Το πρόσωπο του λάμπει. Έπειτα να και ένα δεύτερο και ενα τρίτο. Τα καρβουνιασμένα χέρια του που έχουν σκληρύνει απο τότε που αγκάλιαζαν τον ήλιο της μακρινής πατρίδας του δουλεύουν τώρα με πιο γρήγορους ρυθμούς.  Να και άλλο ένα μπουκάλι ,κι άλλο ένα. Διέκρινα μια προσπάθεια να χαμογελάσει το σκοτεινό του πρόσωπο που μέρα δεν νιώθει , ούτε και νύχτα.
       Βρίσκει ένα αλουμινένιο κουτι κονσέρβας. Με άψογη τέχνη και επαγγελματισμό το πατάει με το σανδάλι του το ισιώνει και το ρίχνει στο καροτσάκι. Το ίδιο κάνει και για άλλα δύο.. Βρίσκει κάποιες λίγες μεταλικές κρεμάστες μπλεγμένες αναμεταξύ τους . Τις ζυγιάζει με το βλέμμα τις πιάνει στα χέρια του μα το μετανιώνει – ποιος ξέρει με ποιό είδος εκτίμησης και αξιολογησης – και τις ξαναριχνει πισω στον κάδο. Πιάνει το καρότσι του και φεύγει αντίθετα στην άδεια λεωφόρο ανηφορίζοντάς την. Στον αέρα μέχρι το μπαλκόνι του δεύτερου ήταν ορατή η σκέψη του. Θυμήθηκε το πρώτο του πουκάμισο , ενα κατάλευκο πουκάμισο καλοσιδερωμένο έτοιμο στην κρεμάστρα του στην ηλικία των 9 ετών όταν ο πατέρας του του το έκανε δώρο για να πάνε μαζί για πρώτη φορά στο καφενείο του Χασαν να τον γνωρίσουν οι πρεσβύτεροι άντρες της οικογενείας του. Θυμήθηκε το πρώτο του κουστούμι και το μοναδικό του έκτοτε σε μια κρεμάστρα γατζωμένο απο το μεγάλο παράθυρο του πατρικού του για να το λιάσει ο ήλιος και να φύγει η ναφθαλίνη που έβαζε στα κουστούμια ο Εμίρ ο γερο-ράφτης τους. Θα το φόραγε στους αραββώνες του 14 χρόνων με το ”λουλούδι του απομεσήμερου ” όπως την φώναζε την Γιουσεφίνα. Δεν ήταν συνοικέσιο. Είχαν αγαπηθεί από τα πρώτα χρόνια του σχολείου… Με την άκρη του ματιού μου τον έβλεπα να χει φτάσει στον επόμενο κάδο σκουπιδιών. Εκεί δίπλα σε μια στάση λεωφορείου ένας μεσήλικας Ελληνάρας κοντοστάθηκε μπροστά του με ύφος 100 Γκέμπελς και 1000 Μεγάλων Αλεξάνδρων και του φώναξε σχεδόν ουρλιάζοντας μέσα απ τα κίτρινα δόντια του
 
 
-”Άστα τα σκουπίδια μου ρε Παπάρα . Βγαλτα όλα απ το καροτσάκι. Να πας στην Χωρα σου να μαζέψεις τα δικά σου σκουπίδια….”
 
-”Έγώ πεινάω κύριε, εγώ θέλει δουλέψει κύριε … δεν ενοχλώ…” προλάβε να του πει.
 
       Ο μεσήλικας κλανιάρης φασιστοκολοκωτροναιακος του έπιασε το καρότσι  και το άδειασε στα πόδια του . Το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά του και επιβιβάστηκε σε αυτό με το ύφος ενός Παπα-Καψάλη που είχε μόλις ανατινάξει το Σουλι, λαβαίνοντας τα μπράβο απ τον οδηγό του λεωφορείου του Μπότσαρη δηλαδη.
 
       Ο μικρός μετανάστης με τα χέρια σαν κατράμι, κάθισε στην άκρη του πεζοδρομίου έβαλε τους αγκώνες στα γόνατα και άφησε άλλη μια θύμηση να ξεφύγει στον αέρα-θυμήθηκε την ρόγα απ το κόκκινο σταφύλι που τοποθέτησε στον γάμο του ο Ιμάμης ανάμεσα στα χείλη τα δικά του και της Γιουσεφίνας του. Ήταν η πρώτη φορά που τα άγγιξε. Το πρώτο τους φιλί…..
 
 

Αυτό το ποιήμα είναι για σένα 

Αυτό το ποίημα είναι για σένα
που τρελαίνεσαι πριν πέσεις στο κρεβάτι
και μουρμουράει η γυναίκα σου για τους απλήρωτους λογαριασμούς
και τρελαίνεται η μάνα σου για τις αδιόρθωτες συμπεριφορές σου
και σου μιλάνε οι φίλοι σου για τις ακάθαρτες σιωπές.
Αυτό το ποίημα είναι για ʽκείνους που μαύρισαν τα χέρια τους
και πίνουν ούζα στου καφενείου την πληρωμή,
που σταυρώνονται στους πάγκους για τρεις κι εξήντα
και τους γαμούν οι τράγοι της πολιτικής,
τα κωλόπαιδα με τις σιδερωμένες γραβάτες.
Αυτό το ποίημα είναι γιʼ αυτούς που δεν καταλαβαίνουν
τους γραφιάδες των free press
ʽκείνους που λένʼ τι όμορφα είναι τα βράδια της πόλης
γιατί ποτέ δεν άνοιξαν φάκελο με λογαριασμό
γιατί η μάνα ξεσκάτιζε τα βρακιά τους απʼ τα ερασιτεχνικά μεθύσια
και ο πατέρας φρόντιζε τα πλυμένα τους αρχίδια.
Αυτό το ποίημα είναι για τους μαλάκες ποιητές
που νόμιζαν πως τα λόγια είναι δυο ποτάμια.

Που δεν ρόζιασαν ποτέ τους τις παλάμες 

και γίνανε το λουρί ενός ατάλαντου. 

Για τα Παρίσια τους

και τις αγύμναστες κωλοτρυπίδες τους
για τους μπαμπάδες στρατηγούς τους
και τις γιαγιάδες νταβατζήδες τους
για τα ποτά των 10 ευρώ τους στα μπαρ της γελοιότητας
για το βυζί της μάνας τους που έγινε εικονοστάσι
και τα ημερωμένα μεσημεριάτικα πρωινά τους
που δεν υπήρχε ποτέ το ξυπνητήρι.
Αυτό το ποίημα είναι για
τους πενηντάρηδες οικοδόμους
που πίνουν ότι βρουν μπροστά τους
μονάχα για να σταματήσουν τα χρόνια
και τις γυναίκες τους που μετράν τις δεκάρες
στα μπακάλικα της γειτονιάς
μην τυχόν και φάνε ξύλο το βράδυ.
 Αυτό το ποίημα είναι για τους χαρτογιακάδες
που έπιασαν τον παπά απʼ τα αρχίδια
και τους παπάδες που έγιναν αρχίδια.
Αυτό το ποίημα είναι για τούτη την πόλη
που δεν κατάλαβε ποτέ από που της ήρθε
και βολεύεται με τα ίδια σκατά
εδώ και κάποιες δεκαετίες
και θα βολεύεται για χρόνια ακόμη.
Καθώς οι σκύλες θα γαβγίζουν τα βράδια
οι μπεκρήδες θα μετράνε ατυχία
και τʼ αποτσίγαρα θα χορεύουν κλακέτες
πάνω στον ίδιο ρυθμό του θανάτου.
 

Κάποτε τα δεσμά θα σπάσουνε 

 
Κάποτε τα δεσμά που μας κρατούνε θα σπάσουνε από την εκκωφαντική λέξη της αλήθειας.
Κάποτε οι ρομαντικοί θα είναι περισσότεροι απ τις νιφάδες της μεγαλύτερης χιονόπτωσης του αιώνα
Κάποτε θα μάθει να απαντάει η ψυχή όταν την ψάχνεις ουρλιάζοντας να την έβρεις στο σκοτάδι
Κάποτε θα αποκρυσταλλωθούν τα δάκρυά μας
και οι κοιμισμένες μας φωνές θα ξεπαγώσουν
Κάποτε τα σύννεφα θα χρησιμεύουν μόνο σα βαμβάκι στα μαξιλάρια μας
κι όχι σαν σκηνικό της ήττας του φωτός
 
 
Κάποτε απ το ατσάλι δεν θα φτιάχνουν μόνο σπαθιά αλλά και καρδιές που θα αντέχουν στα τέλη
Κάποτε θα μου πεις πως μ’ αγάπησες…αληθινά
…και οι σιωπές θα γίνουνε κλειδιά
να ανοίξουνε τις φυλακές
που κρατάνε μέσα τους
την ματαιότητες των πράξεων και τον λόγων
που δεν μπορέσαμε να μην είχαμε κάνει
που δεν μπορέσαμε να μην είχαμε πει…κάποτε 

Το αναντικατάστατο οστεοφυλάκειο

Είναι όλα έτοιμα
Έτοιμα να ακουμπήσουμε τα πόδια σε στεριά
Να αφεθούμε στην καυτή αγκάλη της άμμου
Να λούσουμε την κεφαλή κάτω απ τον εμπύρετο ήλιο
Να ξεσφίξουμε τους κόμπους ανάμεσα στις λέξεις
Να ξαναβρούμε τα μονοπάτια της επιστροφής
την ρώγα που δαγκώναμε με απληστία
και το σεντούκι με τα ανικανοποίητα όνειρα.
 

Είναι όλα έτοιμα
Από καιρό ήταν..!
Εμείς δεν μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε
την απαράλαχτη ακινησία των ημερών.
 
 
Και ζήσαμε με την ψευδαίσθηση
οτι θα πυρπολήσουμε τον κόσμο
θα ανατινάξουμε τις μουσικές
και θα ξεθάψουμε τον έρωτα
που είχε βάψει κόκκινα τα οστά μας.
 
Είμαστε οι σάλπιγγες που θα προυπαντήσουν
το φως στον κόσμο
την καθαριότητα στα οστά μας
και την έξοδο απ τον πόνο
 
Είναι όλα έτοιμα. Οι καιροί αλλάζουν!
 
 Ένα τελευταίο 

Είμαι κατά των βραβείων Όσκαρ
Είμαι κατά των βραβείων Νόμπελ
Είμαι κατά των βραβείων Πούλιτζερ
Είμαι κατά των βραβείων Λένιν
Είμαι κατά των βραβείων ΜTV
Είμαι κατά των βραβείων Aυτοθυσίας
Είμαι κατά των βραβείων Αιματοχυσίας
Είμαι κατά των βραβείων Κρεατοφαγίας
Είμαι κατά των βραβείων των Καλών Μαθητών
Είμαι κατά των βραβείων των Εσταυρωμένων

Είμαι υπέρ αυτών των λίγων, των υπέροχων τρελών μικροδιαβόλων
Του τελευταίου θρανίου
Που πάντα αυτοί με θράσος άλλαζαν-τον κόσμο
Χωρίς βραβείο

 

Σκάψιμο

Ανταλλαγμένες οι βρισιές το σύρσιμο των φωνών μέσα μου
σαν φίδι που τυλίγεται στον λαιμό μου
κι αργώ να θυμηθώ
πως τον λαιμό της σφίγγει …
βραχνές οι αντιδράσεις μου…
Σκάβω λάκκους κάτω από τα πόδια μου
πατάω σε τσιμέντο
μα σκόνη το αισθάνομαι
Και τα χείλη μας τα απομακρύνει η ατολμία μου
Πόσο σεβαστική θα ‘θελα να ‘ναι η σιωπή μου
Το άδειο μαξιλάρι είναι γεμάτο απ’ το άρωμά της
Τα μικρά χεράκια της απόντα δεν είναι
Σφίγγουν στη φαντασία μου
στις δυό γροθιές τους τα μαλλιά μου
Λείπει,
μα είναι εδώ
Ας ασχοληθώ τώρα
με τους όμορφους κήπους μου
μέσα μου
για να της προσφέρω
τους ζωντανούς καρπούς τους 


Σαν σκυλι…
Σαν παιδί.
Πάω χωρίς όνομα τώρα
Υπήρξα μοναχός…πολύ.
Χιονίζει τώρα, το βλέπεις;
Φιλώ το χώμα σου…τα χέρια σου τα ΄χασα.
Τίποτε δεν μοιάζει πραγματικό
Μόνο η μνήμη σου…
Καληνύχτα αγάπη μου
Έχε την πικρή θέληση να αγαπήσεις …ξανά.
Ζήσε.
Τις μεγάλες πράξεις .
Που δεν μπόρεσα να σου δώσω.
Ζήσε.
Ότι μπορεί να ξαναγίνει μέσα σου.
Εγώ ο άγνωστος που υπήρξα
δεν είμαι πια εδώ.
Το ανάχωμα ενός τάφου είμαι
με τα νέα μου θλιβερά τραγούδια
να μην μπορούν να διαρκέσουν
κάτω απ το βάρος αυτού του τέλους.
Τέλος Πάντων Κοιμάσαι;
Κοιμήσου Ήρεμα Γαλήνια Σοφά …
ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΚΙ ΕΓΩ ΘΑ ΚΟΙΜΗΘΩ. ..

όταν πεθάνω 

 


 
 
 
 




 
 
 

 
 
 
 
 
 
 


 
 
 
 
 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου