Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΤΡΟΥΠΗ

       Ο Θόδωρος Τρουπής γεννήθηκε στα 1934 στο χωριό Σέρβου Αρκαδίας. Πρόκειται για έναν σπουδαίο λογοτέχνη των τελευταίων δεκαετιών, που το εκδοτικο-μιντιακό κατεστημένο αγνόησε. Δεξιοτέχνης διηγηματογράφος, έδωσε έντονες ρεαλιστικές περιγραφές και συνθέσεις των συνθηκών της ζωής στην αγροτική περιφέρεια, αφιέρωσε ενδιαφέρουσες σελίδες με πολύτιμες πληροφορίες για τους σπουδαίους λαγκαδιανούς μαστόρους και άφησε ένα σημαντικό σε αξία ποιητικο έργο, που εκτεταμένο τμήμα του αποτελείται από χάϊ - κου. Εκτός από το καθαρά λογοτεχνικό έργο του ο Θόδωρος Τρουπής ήταν έκδότης και διευθυντής του αξιόλογου περιοδικού "Μοριάς". ΄Ηταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών. Πέθανε το 2008. 
 
ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ 
      Τον άντρα της τον πέτυχε το βόλι και τον ξάπλωσε στο Γράμμο. Χήρεψε. Για δεύτερη παντριά ούτε ν' ακούσει ήθελε μήτε να κουβεντιάσει δέχονταν. Έμεινε με τη νάκα γιομάτη. Τι σερνικό, τι θηλυκό. Άνθρωπος από τον άνθρωπό της ήτανε. Μέρα με την μέρα άξαινε, σα να το τράβαγες από το τσουλούφι, τούτο το θηλυκό. 
       Πότε κιόλας γίνηκε για γαμπρό; 
      Χτες, που της έριξε νερό και μπανιαρίστηκε, γιόμισε το μάτι της γυναίκεια δροσιά. Σα να της άγγιξε τα σωθικά μια αγκούσα ζήλιας. Κάτι είδε τάχατες στο ριζάφτι της κοπελιάς κι έκανε πως κακόβαλε η μάνα! 
       -Τι είναι εδώ, κόρη;! 
       -Ποιό;  
       -Κάνεις πως δεν ξέρεις; 
       -Τι να ξέρω; Τι βλέπεις εσύ και δεν το βλέπω εγώ; 
       -Για πάρε τον καθρέφτη και τηράξου στο φως!... 
       Η κόρη, η άπλερη, σαστισμένη γύρισε κατά το φως με το καθρεφτάκι στο χέρι. Έψαχνε στο λαιμό της, να βρει το κάτι ντις, που είδε η μάνα της και δεν τό 'βλεπε κείνη. Κάπου ξεδιάκρινε κάποια μικρή λερωματιά. Κάτι σαν παλιά ξεθωριασμένη μουτζούρα, κάτι σαν μαύρη μπογιά από βερνίκι. Πήγε κοντά στη μάνα και δείχνοντας το σημάδι ρώτησε: 
       -Αυτό δω λες; 
       -Και φτούνο και τ' άλλα... απόκοντα. 
       -Μουτζουρίτσα από το φούρνισμα θά 'ναι. Είπε αδιάφορα η κοπελιά κι έκανε να ρίξει νερό στα μυριστικά της. 
       -Δεν ξέρω... Έβαλα άλλα στο νου μου... Μουρμούρισε η μάνα και βγήκε στην αυλή, να φροντίσει, τάχα μου, τα κοτερικά. 
       Αποβραδιού χάλασε ο κόσμος από τα τραγούδια και τα χάχανα στη γειτονιά. 
       Μια συντροφιά από παιδαρέλια τα κουτσόπιναν, απ' ανώρας, στην ταβέρνα του Παναγή. Ποτήρι το ποτήρι ήρθανε στα κέφια. Βγήκανε στο τρίστρατο και το γυρίσανε στις μπαντινάδες με φεγγαράδα και δροσιό. 
       -Τι τραγούδια ακώ, κόρη; Ρώτησε, τάχα απονήρευτα, η μάνα. 
      -Τα γειτονόπουλα είναι στα κέφια. Δεν τ' ακούς; 
       -Τ' ακώ και για κείνο ρωτάω... Και ποιός είναι; 
       -Όλα τα παιδιά της γειτονιάς. 
      -Δεν γνωρίζεις κανένα; 
       -Όλα τα γνωρίζω. 
      -Ποιό και ποιό είναι; 
       -Ο Μανολιός της Ανθής... 
       -Χαρά στο βερέμη!... 
        -Ο Νικόλας του Πλατή. 
       -Α... και η Σπανομαρία... στο γλέντι;! 
       -Ο Δήμος του Χριστόγιαννη... 
       -Κι ούλα τα φλέσουρα της ρούγας μερακλωθήκανε, ήρθανε στ' αυτί μας και νιαουρίζουνε και δε θα μας αφήκουνε να κοιμηθούμε... Λες κι είναι και κάνα νοικοκυρόπουλο με δαύτα; Τα νοικοκυρόπουλα έχουνε μυαλό και δεν κοπροσκυλιάζουν στα κρασοπουλειά και στις στράτες. Άλλοι βάλθηκαν να ξεμυαλίσουν καμιά προικούσα... Να βρουν έτοιμο βιός. να το θειαφίσουν σε ρεφενέδες στα κρασοπουλειά... Δε μ' ακούς; Κοιμήθηκες; 
       Η κοπελειά έκανε την κοιμισμένη. 
       -Καληνύχτα. Είπε η μάνα και γύρισε στο πλευρό της να κοιμηθεί. Κοιμήθηκαν; 
       Στις παραμονές του τρύγου ήρθαν και ζήτησαν την παρατήρα και την κάδη ο Μανολιός κι ο Νικόλας. Στάθηκαν στην οξώπορτα. Η άπλερη τους είπε να μπουν κι έτρεξε να το ειπεί στη μάνα. Και η μάνα δε θέλησε να βγει και να μιλήσει στα παλικάρια. Από μέσα φώναξε πως θα τα χρειαστεί η ιδιανή και τα παιδιά φύγαν γι' άλλη πόρτα σφυρίζοντας. 
       Δεν είχε η μάνα πως να πιάσει την κουβέντα της τη σοβαρή και η επίσκεψη των παιδιών της έλυσε για καλά τη γλώσσα: 
       -Προχτές τραγούδια... Την άλλη συχνοπεράσματα πάνω-κάτω, πέρα-δώθε... Φρουστ! Φρουστ! Σήμερα την πατητήρα και την κάδη... Εμένα τούτα δε μ' αρέσουν, θυγατέρα. Καλό είναι να τα κόψουμε. Και για να τα κόψουμε πρέπει ν' αποφασίσεις. Ο Αγγελής σε θέλει! Έστειλε και σε γύρεψε... 
       -Τον πατέρα μου θα πάρω; 
       Εσένα σου χρειάζεται άντρας μυαλωμένος· ν' ανοίξεις σπίτι! Κάνα μαμούρι, κάνα σούρδελο θα πάρεις, να μην πιάσει το τζάκι σας στάχτη; 
       -Είναι σαράντα χρονώ κι είμαι δεκαοχτώ!... 
       -Μακάρι από γεράματα να πάει. 
       -Για να χορτάσω γεροκόμια; Για να ιδούμε τι γνώμη έχουν και τ' αδέρφια σου· οι θείοι μου. Να ιδούμε τι θα ειπούν και κείνοι. 
       -Εκείνοι να κάνουν κουμάντο στα σπίτια τους κι εγώ στο δικό μου. 
       Η κοπελιά πήγε στη βρύση για νερό και η μάνα έλεγε κι άκουγε μονάχη στο κελλάρι. 
       Πέρασαν δυο-τρία χρόνια. Ο Αγγελής, ο μοναχογιός κι ορφανός με τα πολλά έχοντα, μπαινόβγαινε και λημερνοξενύχταγε κρυφά κι απόκρυφα στης άπλερης. Και κείνο το προφαντό λουλούδι μαράζωνε. Και ρήμαξαν οι γειτονιές στην κάτω ρούγα και πάψανε τα νυχτοπεράσματα των παλικαριών... Κι ο Αγγελής στα μέσα και στα έξω... Κι ο κόσμος το ΄χε τούμπανο. 
       Και κει π' ακούστηκε πως διάηκε ο Αγγελής παρακαλώντας... το γυρίσανε από την ανάποδη. Είπανε πως έπεσε η τσιούπα τάχα του θανατά από σεβντά για δαύτονε και η μάνα της, για να μη χάσει τη μοναχοθυγατέρα της, από μαράζι, πρόσπεσε με προξενητάδες του Αγγελή. Κείνος το καλοσκέφτηκε και είπε το ναι. Και μιάν αυγή κίνησαν τα λογοδοσμένα νιάτα, να πάνε στη χώρα, να κόψουνε τις βέρες. 
       Πήγανε και γυρίσανε και η άπλερη ξεθάρρεψε σ' αντρίκειο μπράτσο κρατημένη και βρήκε κι ατή της καλόνε τον Αγγελή για ταίρι στη ζωή της. 
       Περνώντας τ' Αη-Δημητριού αλλάξανε στεφάνια και μπήκε ο Αγγελής γαμπρός κι αφέντης στο σπίτι της χήρας και σίγασε για λίγο το χωριό. 
       Ήτανε ο καιρός του κλάδου. Αυγή κίνησε ο Αγγελής για τ' αμπέλι. Απόκοντα διάηκε και η πεθερά με τους αυγοκαγενάδες για κολατσιό και για να μαζέψει τις κληματόβεργες. Κι είδε στην εμπατή του καλυβιού η άπλερη το κλαδευτήρι. Το πήρε να το πάει, να μη γυρίσουν πίσω μάνα ή Αγγελής. Κι έτρεχε στο δρόμο τ' αμπελιού η νιόνυφη κι έφτασε στο ληνό και μάνα κι άντρας δε φαίνονταν πουθενά. Είπε ν' αλλάξει δρόμο και να πάει στ' αμπέλι τ' Αγγελή. Άλλαξε γνώμη. 
       -Ας μπω στο ληνό. Είπε. Έχω δυο χρόνια να ρθώ. Και κίνησε κατά την εμπατή. Σίμωσε και άκουσε τρυφερά βογγητά. Και κρυφοκοίταξε και είδε τη μάνα της να παραδέρνει θεληματικά στην αγκαλιά τ' αντρός της! 
       Και τότε κατάλαβε γιατί ξεροβήχανε οι φιλενάδες της... Γιατί ο Αγγελής ήτανε ώρες-ώρες σκεφτικός και πάντα αποσταμένος. Γιατί η μάνα έψαχνε να βρει σημάδια στο λαιμό της!... 
       Εκείνοι δεν την είδαν. 
       Πισωπάτησε η νιόνυφη και μύρια τζιτζίκια άρχισαν να φουρφουλάνε στο καύκαλό της. Πήρε το δρόμο του γυρισμού. Μπήκε στο σπίτι κι έπεσε στο κρεβάτι του θανατά. 
       Γύρισε κι ο Αγγελής με τη μάνα το βράδυ. Παραξενεύτηκαν με την ξαφνική αρρώστια της νιόνυφης. Φέρανε γιατρό. Δεν της βρήκε τίποτα. Φέρανε και τον παπά και τη διάβασε, μην ήταν απ' αερικό. Γιατριά η κόρη δεν έβλεπε. Και που δεν την πήγανε; Αθήνες κι Αμερικές και Παρίσια και Λονδίνα... Κι η νιόνυφη απολειφάδιαζε σα μοσκοσάπουνο. 
       Ωστόσο η μάνα κι ο Αγγελής φρόντιζαν τις δουλιές της ξωμαχιάς και πιο πολύ τ' αμπέλια και τα περβόλια. Στ' αμπέλια είχαν τους ληνούς και στα περβόλια τα καλύβια στ' αρτεσιανά. 
       Λουζότανε και στολιζότανε η πεθερά καλύτερα από τη νιόνυφη. 
       Μια ημέρα μπήκε η κόρη στην κάμαρη της μάνας, την ώρα που ξάλλαζε κείνη να πάει στην εκκλησιά. 
       -Μάνα, της είπε τρέμοντας, τι σημάδια είναι τούτα; και της έδειξε δυο δαγκωματιές μελανιές στη ρίζα του λαιμού και στο ζερβί της μαστάρι. 
       -Έτσι μελανιάζω, παιδάκι μου. Ξέρω κι εγώ; 
       -Για να μη βλέπω, μανούλα, κάτι τέτοια μελανιάσματα την ώρα που σου τα φτιάνει ο άντρας μου στο ληνό... καλό είναι να φύγω εγώ από τούτο το σπίτι, αφού με καταδίκασες... Γιατί δεν τον έπαιρνες εσύ;... Να ζήσουμε και οι δύο;! 
       -Είσαι με τα καλά σου, κόρη μου; Τι είναι φτούνα που λες; Θα ξαναγκάσεις τον άντρα σου να σε ξαναπάει στο τρελάδικο; 
       -Έτσι αστεία στο λέω, μανούλα, τράβα εσύ στην εκκλησία. Πως να μαγερέψω το κουνέλι; 
       -Όπως αρέσει τ' αντρός σου. 
      -Κείνος έφυγε και δεν είπε τίποτα. 
       -Κάμε το στιφάδο. 
       -Καλά. 
       Βγήκε η μάνα για την εκκλησιά. 
       Η νιόνυφη ξάλλαξε, φόρεσε τα καλά της και κατηφόρισε κατά τον κάμπο. Μπήκε στα καλάμια πλάι στις γραμμές του τρένου. 
       Κατά τις έντεκα σταμάτησε το τρένο λίγο μπροστά από το γιοφύρι. Είχε άνθρωπο σκοτωμένον. 
       -Γυναίκα. Είπαν οι αστυνομικοί, που η βέρα της γράφει: "Αγγελής". 
       Έτρεξαν μάνα κι Αγγελής στο σταθμό του τρένου. Η μοσχοθυγατέρα ήτανε στο καλάθι σάψαλα. Υπογράψανε. Τη θάψανε. Τα αίτια δεν εξακριβώθηκαν ποτές. Οι εφημερίδες γράψανε πως έπασχε από μελαγχολία. 
       Ο Αγγελής, πιστός στη μνήμη της μακαρίτισσας, έζησε όλη την αποδέλοιπη ζωή του με τη συνομήλικη πεθερά του. 
       Και τα σημάδια πάνω στα στήθια και στην τραχηλιά της πεθεράς όσο περνούσε ο καιρός και τόσο ξεθώριαζαν. Όπως ξεθώριαζε με τον καιρό το αιμάτινο σημάδι πάνω στις γραμμές του τρένου πίσω από τα καλάμια. 
ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΡΟΥΠΗΣ 
 
 
       
         

ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΤΡΟΥΠΗ

       Ο Θόδωρος Τρουπής γεννήθηκε στα 1934 στο χωριό Σέρβου Αρκαδίας. Πρόκειται για έναν σπουδαίο λογοτέχνη των τελευταίων δεκαετιών, που το εκδοτικο-μιντιακό κατεστημένο αγνόησε. Δεξιοτέχνης διηγηματογράφος, έδωσε έντονες ρεαλιστικές περιγραφές και συνθέσεις των συνθηκών της ζωής στην αγροτική περιφέρεια, αφιέρωσε ενδιαφέρουσες σελίδες με πολύτιμες πληροφορίες για τους σπουδαίους λαγκαδιανούς μαστόρους και άφησε ένα σημαντικό σε αξία ποιητικο έργο, που εκτεταμένο τμήμα του αποτελείται από χάϊ - κου. Εκτός από το καθαρά λογοτεχνικό έργο του ο Θόδωρος Τρουπής ήταν έκδότης και διευθυντής του αξιόλογου περιοδικού "Μοριάς". ΄Ηταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών. Πέθανε το 2008. 
 
ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ 
      Τον άντρα της τον πέτυχε το βόλι και τον ξάπλωσε στο Γράμμο. Χήρεψε. Για δεύτερη παντριά ούτε ν' ακούσει ήθελε μήτε να κουβεντιάσει δέχονταν. Έμεινε με τη νάκα γιομάτη. Τι σερνικό, τι θηλυκό. Άνθρωπος από τον άνθρωπό της ήτανε. Μέρα με την μέρα άξαινε, σα να το τράβαγες από το τσουλούφι, τούτο το θηλυκό. 
       Πότε κιόλας γίνηκε για γαμπρό; 
      Χτες, που της έριξε νερό και μπανιαρίστηκε, γιόμισε το μάτι της γυναίκεια δροσιά. Σα να της άγγιξε τα σωθικά μια αγκούσα ζήλιας. Κάτι είδε τάχατες στο ριζάφτι της κοπελιάς κι έκανε πως κακόβαλε η μάνα! 
       -Τι είναι εδώ, κόρη;! 
       -Ποιό;  
       -Κάνεις πως δεν ξέρεις; 
       -Τι να ξέρω; Τι βλέπεις εσύ και δεν το βλέπω εγώ; 
       -Για πάρε τον καθρέφτη και τηράξου στο φως!... 
       Η κόρη, η άπλερη, σαστισμένη γύρισε κατά το φως με το καθρεφτάκι στο χέρι. Έψαχνε στο λαιμό της, να βρει το κάτι ντις, που είδε η μάνα της και δεν τό 'βλεπε κείνη. Κάπου ξεδιάκρινε κάποια μικρή λερωματιά. Κάτι σαν παλιά ξεθωριασμένη μουτζούρα, κάτι σαν μαύρη μπογιά από βερνίκι. Πήγε κοντά στη μάνα και δείχνοντας το σημάδι ρώτησε: 
       -Αυτό δω λες; 
       -Και φτούνο και τ' άλλα... απόκοντα. 
       -Μουτζουρίτσα από το φούρνισμα θά 'ναι. Είπε αδιάφορα η κοπελιά κι έκανε να ρίξει νερό στα μυριστικά της. 
       -Δεν ξέρω... Έβαλα άλλα στο νου μου... Μουρμούρισε η μάνα και βγήκε στην αυλή, να φροντίσει, τάχα μου, τα κοτερικά. 
       Αποβραδιού χάλασε ο κόσμος από τα τραγούδια και τα χάχανα στη γειτονιά. 
       Μια συντροφιά από παιδαρέλια τα κουτσόπιναν, απ' ανώρας, στην ταβέρνα του Παναγή. Ποτήρι το ποτήρι ήρθανε στα κέφια. Βγήκανε στο τρίστρατο και το γυρίσανε στις μπαντινάδες με φεγγαράδα και δροσιό. 
       -Τι τραγούδια ακώ, κόρη; Ρώτησε, τάχα απονήρευτα, η μάνα. 
      -Τα γειτονόπουλα είναι στα κέφια. Δεν τ' ακούς; 
       -Τ' ακώ και για κείνο ρωτάω... Και ποιός είναι; 
       -Όλα τα παιδιά της γειτονιάς. 
      -Δεν γνωρίζεις κανένα; 
       -Όλα τα γνωρίζω. 
      -Ποιό και ποιό είναι; 
       -Ο Μανολιός της Ανθής... 
       -Χαρά στο βερέμη!... 
        -Ο Νικόλας του Πλατή. 
       -Α... και η Σπανομαρία... στο γλέντι;! 
       -Ο Δήμος του Χριστόγιαννη... 
       -Κι ούλα τα φλέσουρα της ρούγας μερακλωθήκανε, ήρθανε στ' αυτί μας και νιαουρίζουνε και δε θα μας αφήκουνε να κοιμηθούμε... Λες κι είναι και κάνα νοικοκυρόπουλο με δαύτα; Τα νοικοκυρόπουλα έχουνε μυαλό και δεν κοπροσκυλιάζουν στα κρασοπουλειά και στις στράτες. Άλλοι βάλθηκαν να ξεμυαλίσουν καμιά προικούσα... Να βρουν έτοιμο βιός. να το θειαφίσουν σε ρεφενέδες στα κρασοπουλειά... Δε μ' ακούς; Κοιμήθηκες; 
       Η κοπελειά έκανε την κοιμισμένη. 
       -Καληνύχτα. Είπε η μάνα και γύρισε στο πλευρό της να κοιμηθεί. Κοιμήθηκαν; 
       Στις παραμονές του τρύγου ήρθαν και ζήτησαν την παρατήρα και την κάδη ο Μανολιός κι ο Νικόλας. Στάθηκαν στην οξώπορτα. Η άπλερη τους είπε να μπουν κι έτρεξε να το ειπεί στη μάνα. Και η μάνα δε θέλησε να βγει και να μιλήσει στα παλικάρια. Από μέσα φώναξε πως θα τα χρειαστεί η ιδιανή και τα παιδιά φύγαν γι' άλλη πόρτα σφυρίζοντας. 
       Δεν είχε η μάνα πως να πιάσει την κουβέντα της τη σοβαρή και η επίσκεψη των παιδιών της έλυσε για καλά τη γλώσσα: 
       -Προχτές τραγούδια... Την άλλη συχνοπεράσματα πάνω-κάτω, πέρα-δώθε... Φρουστ! Φρουστ! Σήμερα την πατητήρα και την κάδη... Εμένα τούτα δε μ' αρέσουν, θυγατέρα. Καλό είναι να τα κόψουμε. Και για να τα κόψουμε πρέπει ν' αποφασίσεις. Ο Αγγελής σε θέλει! Έστειλε και σε γύρεψε... 
       -Τον πατέρα μου θα πάρω; 
       Εσένα σου χρειάζεται άντρας μυαλωμένος· ν' ανοίξεις σπίτι! Κάνα μαμούρι, κάνα σούρδελο θα πάρεις, να μην πιάσει το τζάκι σας στάχτη; 
       -Είναι σαράντα χρονώ κι είμαι δεκαοχτώ!... 
       -Μακάρι από γεράματα να πάει. 
       -Για να χορτάσω γεροκόμια; Για να ιδούμε τι γνώμη έχουν και τ' αδέρφια σου· οι θείοι μου. Να ιδούμε τι θα ειπούν και κείνοι. 
       -Εκείνοι να κάνουν κουμάντο στα σπίτια τους κι εγώ στο δικό μου. 
       Η κοπελιά πήγε στη βρύση για νερό και η μάνα έλεγε κι άκουγε μονάχη στο κελλάρι. 
       Πέρασαν δυο-τρία χρόνια. Ο Αγγελής, ο μοναχογιός κι ορφανός με τα πολλά έχοντα, μπαινόβγαινε και λημερνοξενύχταγε κρυφά κι απόκρυφα στης άπλερης. Και κείνο το προφαντό λουλούδι μαράζωνε. Και ρήμαξαν οι γειτονιές στην κάτω ρούγα και πάψανε τα νυχτοπεράσματα των παλικαριών... Κι ο Αγγελής στα μέσα και στα έξω... Κι ο κόσμος το ΄χε τούμπανο. 
       Και κει π' ακούστηκε πως διάηκε ο Αγγελής παρακαλώντας... το γυρίσανε από την ανάποδη. Είπανε πως έπεσε η τσιούπα τάχα του θανατά από σεβντά για δαύτονε και η μάνα της, για να μη χάσει τη μοναχοθυγατέρα της, από μαράζι, πρόσπεσε με προξενητάδες του Αγγελή. Κείνος το καλοσκέφτηκε και είπε το ναι. Και μιάν αυγή κίνησαν τα λογοδοσμένα νιάτα, να πάνε στη χώρα, να κόψουνε τις βέρες. 
       Πήγανε και γυρίσανε και η άπλερη ξεθάρρεψε σ' αντρίκειο μπράτσο κρατημένη και βρήκε κι ατή της καλόνε τον Αγγελή για ταίρι στη ζωή της. 
       Περνώντας τ' Αη-Δημητριού αλλάξανε στεφάνια και μπήκε ο Αγγελής γαμπρός κι αφέντης στο σπίτι της χήρας και σίγασε για λίγο το χωριό. 
       Ήτανε ο καιρός του κλάδου. Αυγή κίνησε ο Αγγελής για τ' αμπέλι. Απόκοντα διάηκε και η πεθερά με τους αυγοκαγενάδες για κολατσιό και για να μαζέψει τις κληματόβεργες. Κι είδε στην εμπατή του καλυβιού η άπλερη το κλαδευτήρι. Το πήρε να το πάει, να μη γυρίσουν πίσω μάνα ή Αγγελής. Κι έτρεχε στο δρόμο τ' αμπελιού η νιόνυφη κι έφτασε στο ληνό και μάνα κι άντρας δε φαίνονταν πουθενά. Είπε ν' αλλάξει δρόμο και να πάει στ' αμπέλι τ' Αγγελή. Άλλαξε γνώμη. 
       -Ας μπω στο ληνό. Είπε. Έχω δυο χρόνια να ρθώ. Και κίνησε κατά την εμπατή. Σίμωσε και άκουσε τρυφερά βογγητά. Και κρυφοκοίταξε και είδε τη μάνα της να παραδέρνει θεληματικά στην αγκαλιά τ' αντρός της! 
       Και τότε κατάλαβε γιατί ξεροβήχανε οι φιλενάδες της... Γιατί ο Αγγελής ήτανε ώρες-ώρες σκεφτικός και πάντα αποσταμένος. Γιατί η μάνα έψαχνε να βρει σημάδια στο λαιμό της!... 
       Εκείνοι δεν την είδαν. 
       Πισωπάτησε η νιόνυφη και μύρια τζιτζίκια άρχισαν να φουρφουλάνε στο καύκαλό της. Πήρε το δρόμο του γυρισμού. Μπήκε στο σπίτι κι έπεσε στο κρεβάτι του θανατά. 
       Γύρισε κι ο Αγγελής με τη μάνα το βράδυ. Παραξενεύτηκαν με την ξαφνική αρρώστια της νιόνυφης. Φέρανε γιατρό. Δεν της βρήκε τίποτα. Φέρανε και τον παπά και τη διάβασε, μην ήταν απ' αερικό. Γιατριά η κόρη δεν έβλεπε. Και που δεν την πήγανε; Αθήνες κι Αμερικές και Παρίσια και Λονδίνα... Κι η νιόνυφη απολειφάδιαζε σα μοσκοσάπουνο. 
       Ωστόσο η μάνα κι ο Αγγελής φρόντιζαν τις δουλιές της ξωμαχιάς και πιο πολύ τ' αμπέλια και τα περβόλια. Στ' αμπέλια είχαν τους ληνούς και στα περβόλια τα καλύβια στ' αρτεσιανά. 
       Λουζότανε και στολιζότανε η πεθερά καλύτερα από τη νιόνυφη. 
       Μια ημέρα μπήκε η κόρη στην κάμαρη της μάνας, την ώρα που ξάλλαζε κείνη να πάει στην εκκλησιά. 
       -Μάνα, της είπε τρέμοντας, τι σημάδια είναι τούτα; και της έδειξε δυο δαγκωματιές μελανιές στη ρίζα του λαιμού και στο ζερβί της μαστάρι. 
       -Έτσι μελανιάζω, παιδάκι μου. Ξέρω κι εγώ; 
       -Για να μη βλέπω, μανούλα, κάτι τέτοια μελανιάσματα την ώρα που σου τα φτιάνει ο άντρας μου στο ληνό... καλό είναι να φύγω εγώ από τούτο το σπίτι, αφού με καταδίκασες... Γιατί δεν τον έπαιρνες εσύ;... Να ζήσουμε και οι δύο;! 
       -Είσαι με τα καλά σου, κόρη μου; Τι είναι φτούνα που λες; Θα ξαναγκάσεις τον άντρα σου να σε ξαναπάει στο τρελάδικο; 
       -Έτσι αστεία στο λέω, μανούλα, τράβα εσύ στην εκκλησία. Πως να μαγερέψω το κουνέλι; 
       -Όπως αρέσει τ' αντρός σου. 
      -Κείνος έφυγε και δεν είπε τίποτα. 
       -Κάμε το στιφάδο. 
       -Καλά. 
       Βγήκε η μάνα για την εκκλησιά. 
       Η νιόνυφη ξάλλαξε, φόρεσε τα καλά της και κατηφόρισε κατά τον κάμπο. Μπήκε στα καλάμια πλάι στις γραμμές του τρένου. 
       Κατά τις έντεκα σταμάτησε το τρένο λίγο μπροστά από το γιοφύρι. Είχε άνθρωπο σκοτωμένον. 
       -Γυναίκα. Είπαν οι αστυνομικοί, που η βέρα της γράφει: "Αγγελής". 
       Έτρεξαν μάνα κι Αγγελής στο σταθμό του τρένου. Η μοσχοθυγατέρα ήτανε στο καλάθι σάψαλα. Υπογράψανε. Τη θάψανε. Τα αίτια δεν εξακριβώθηκαν ποτές. Οι εφημερίδες γράψανε πως έπασχε από μελαγχολία. 
       Ο Αγγελής, πιστός στη μνήμη της μακαρίτισσας, έζησε όλη την αποδέλοιπη ζωή του με τη συνομήλικη πεθερά του. 
       Και τα σημάδια πάνω στα στήθια και στην τραχηλιά της πεθεράς όσο περνούσε ο καιρός και τόσο ξεθώριαζαν. Όπως ξεθώριαζε με τον καιρό το αιμάτινο σημάδι πάνω στις γραμμές του τρένου πίσω από τα καλάμια. 
ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΡΟΥΠΗΣ