Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

ΕΝΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ Ν. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ

      Αυτές τις μέρες, που γίνεται πολύς λόγος για το σύμφωνο συμβίωσης διάλεξα για να παραθέσω ένα συγκλονιστικό ερωτικό ποίημα του Ν. Λαπαθιώτη. Το συγκεκριμένο ποίημα θα μπορούσε να απευθύνεται είτε σε άντρα, είτε σε γυναίκα και αν δεν ξέραμε τον Λαπαθιώτη θα λέγαμε ότι είναι ένα ερωτικό ποίημα, που γράφει ο ποιητής στην αγαπημένη του. Όμως, γνωρίζουμε ότι ο Λαπαθιώτης έγραψε ένα υπέροχο ποίημα, γιατί ο έρωτας δεν κάνει διακρίσεις. 

Κι έπινα μέσ' απ' τα χείλια σου
Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι,
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι,
κι όλο θόλωνε, όλο μέλωνε
το γλυκό γλυκό Σου μάτι·
Και τα χέρια σου πλεκόντουσαν
στο κορμί μου γύρω γύρω,
κι έπινα μέσ' απ' τα χείλια Σου,
γλυκιάν άχνα σαν το μύρο·
Και σταλάζανε απ' τα χείλια σου
γλυκά λόγια, σαν τα μύρα
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι μας
κι οι μπερντέδες σαν πορφύρα…
Έτσι Αγάπη μου, Σε χόρτασα
κι έτσι τη γλυκάδα Σου ήπια
μέσα στ' άνομα αγκαλιάσματα,
στ' άνομα τα καρδιοχτύπια,
Κι απ' το μέλι ποθοπλάνταζε
το κορμί σου και το μάτι
κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι…
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

ΕΝΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ Ν. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ

      Αυτές τις μέρες, που γίνεται πολύς λόγος για το σύμφωνο συμβίωσης διάλεξα για να παραθέσω ένα συγκλονιστικό ερωτικό ποίημα του Ν. Λαπαθιώτη. Το συγκεκριμένο ποίημα θα μπορούσε να απευθύνεται είτε σε άντρα, είτε σε γυναίκα και αν δεν ξέραμε τον Λαπαθιώτη θα λέγαμε ότι είναι ένα ερωτικό ποίημα, που γράφει ο ποιητής στην αγαπημένη του. Όμως, γνωρίζουμε ότι ο Λαπαθιώτης έγραψε ένα υπέροχο ποίημα, γιατί ο έρωτας δεν κάνει διακρίσεις. 

Κι έπινα μέσ' απ' τα χείλια σου
Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι,
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι,
κι όλο θόλωνε, όλο μέλωνε
το γλυκό γλυκό Σου μάτι·
Και τα χέρια σου πλεκόντουσαν
στο κορμί μου γύρω γύρω,
κι έπινα μέσ' απ' τα χείλια Σου,
γλυκιάν άχνα σαν το μύρο·
Και σταλάζανε απ' τα χείλια σου
γλυκά λόγια, σαν τα μύρα
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι μας
κι οι μπερντέδες σαν πορφύρα…
Έτσι Αγάπη μου, Σε χόρτασα
κι έτσι τη γλυκάδα Σου ήπια
μέσα στ' άνομα αγκαλιάσματα,
στ' άνομα τα καρδιοχτύπια,
Κι απ' το μέλι ποθοπλάνταζε
το κορμί σου και το μάτι
κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι…
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ

Αν σκύψεις... 

Αν σκύψεις λίγο μια φορά, ακολουθεί μια δεύτερη 
ύστερα κι άλλη, κι άλλη... 

Αν βυθισθείς στις ρίζες σου 
θα σε σπαράξει η ερημιά 
κι αν κρατηθείς αλύγιστος 
σε ξεχωρίζει ο χάρος. 

Διάλεξε φίλε μόνος σου τον τρόπο 
εμείς, δεν ξέρουμε άλλον 
να πεθαίνουμε... 

Η σταγόνα 

Ένιωθα πάντα μιαν ευρυχωρία μέσα μου 
μιαν άπλα σα θάλασσα. 
Έλεγα πάντα "κι αυτό θα περάσει". 
Έτσι εξηγώ πως μπόρεσα να καταπιώ 
τόσα καράβια πίκρες 
τόσα καράβια δυστυχίες... 

Να όμως που σιγά-σιγά στενεύουν τα όρια. 
Η θάλασσα γίνηκε λίμνη. 
Η λίμνη ποτήρι. 
Μη... 
Μη ρίχνεις εσύ μέσα αυτή τη σταγόνα 

Μαρία 
αγάπη μου. 
Θα ξεχειλίσει. 

Άτιτλο 

Δος μου το χέρι 
να δρασκελίσω το βουνό 
της σκέψης σου. 


ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ

Αν σκύψεις... 

Αν σκύψεις λίγο μια φορά, ακολουθεί μια δεύτερη 
ύστερα κι άλλη, κι άλλη... 

Αν βυθισθείς στις ρίζες σου 
θα σε σπαράξει η ερημιά 
κι αν κρατηθείς αλύγιστος 
σε ξεχωρίζει ο χάρος. 

Διάλεξε φίλε μόνος σου τον τρόπο 
εμείς, δεν ξέρουμε άλλον 
να πεθαίνουμε... 

Η σταγόνα 

Ένιωθα πάντα μιαν ευρυχωρία μέσα μου 
μιαν άπλα σα θάλασσα. 
Έλεγα πάντα "κι αυτό θα περάσει". 
Έτσι εξηγώ πως μπόρεσα να καταπιώ 
τόσα καράβια πίκρες 
τόσα καράβια δυστυχίες... 

Να όμως που σιγά-σιγά στενεύουν τα όρια. 
Η θάλασσα γίνηκε λίμνη. 
Η λίμνη ποτήρι. 
Μη... 
Μη ρίχνεις εσύ μέσα αυτή τη σταγόνα 

Μαρία 
αγάπη μου. 
Θα ξεχειλίσει. 

Άτιτλο 

Δος μου το χέρι 
να δρασκελίσω το βουνό 
της σκέψης σου. 


Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

3 ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ

       Το "ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ" έκλεισε τρία χρόνια ζωής. Στην τρίτη χρονιά αναρτήθηκαν: 
       Α: Ένα ποίημα του Γιώργου Σεφέρη ενάντια στη Χούντα. 
       Β: 20 Χάι-κου της Νίκης Πολίτου. 
       Γ: Ένα άρθρο μου για τα Σαββατοκύριακα και τις Δευτέρες στη νεοελληνική ποίηση 
       Δ: 5 παλιές ιστορίες της Μήλου σωσμένες από τη μητέρα μου Μαρία Κυρίτση-Παπαδοπούλου. 
       Ε: Ένα τολμηρό ποίημα του ΙΗ' αιώνα. 
       ΣΤ: Ένα ποίημα της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη για τα βάσανα των εκπαιδευτικών. 
       Ζ: Ένα κείμενο του Νίκολας Κάλας σε μετάφραση Μαρίας Κυρίτση-Παπαδοπούλου. 
       Η: Μια παραλλαγή δημοτικού τραγουδιού που δεν κυκλοφορεί στο διαδίκτυο. 
       Θ: Ένα διήγημα του Θόδωρου Τρουπή 
       Οι αναρτήσεις αυτή τη χρονιά ήταν λιγότερες, αλλά πιο ποιοτικές με αποτέλεσμα οι προβολές της σελίδας να αυξηθούν και να ξεπεράσουν τις 17.000. Το "ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ" συνεχίζει ανανεωμένο με καινούργιες αναρτήσεις. Σας ευχόμαστε καλή ανάγνωση.  

 

3 ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ

       Το "ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ" έκλεισε τρία χρόνια ζωής. Στην τρίτη χρονιά αναρτήθηκαν: 
       Α: Ένα ποίημα του Γιώργου Σεφέρη ενάντια στη Χούντα. 
       Β: 20 Χάι-κου της Νίκης Πολίτου. 
       Γ: Ένα άρθρο μου για τα Σαββατοκύριακα και τις Δευτέρες στη νεοελληνική ποίηση 
       Δ: 5 παλιές ιστορίες της Μήλου σωσμένες από τη μητέρα μου Μαρία Κυρίτση-Παπαδοπούλου. 
       Ε: Ένα τολμηρό ποίημα του ΙΗ' αιώνα. 
       ΣΤ: Ένα ποίημα της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη για τα βάσανα των εκπαιδευτικών. 
       Ζ: Ένα κείμενο του Νίκολας Κάλας σε μετάφραση Μαρίας Κυρίτση-Παπαδοπούλου. 
       Η: Μια παραλλαγή δημοτικού τραγουδιού που δεν κυκλοφορεί στο διαδίκτυο. 
       Θ: Ένα διήγημα του Θόδωρου Τρουπή 
       Οι αναρτήσεις αυτή τη χρονιά ήταν λιγότερες, αλλά πιο ποιοτικές με αποτέλεσμα οι προβολές της σελίδας να αυξηθούν και να ξεπεράσουν τις 17.000. Το "ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ" συνεχίζει ανανεωμένο με καινούργιες αναρτήσεις. Σας ευχόμαστε καλή ανάγνωση.  

 

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΤΡΟΥΠΗ

       Ο Θόδωρος Τρουπής γεννήθηκε στα 1934 στο χωριό Σέρβου Αρκαδίας. Πρόκειται για έναν σπουδαίο λογοτέχνη των τελευταίων δεκαετιών, που το εκδοτικο-μιντιακό κατεστημένο αγνόησε. Δεξιοτέχνης διηγηματογράφος, έδωσε έντονες ρεαλιστικές περιγραφές και συνθέσεις των συνθηκών της ζωής στην αγροτική περιφέρεια, αφιέρωσε ενδιαφέρουσες σελίδες με πολύτιμες πληροφορίες για τους σπουδαίους λαγκαδιανούς μαστόρους και άφησε ένα σημαντικό σε αξία ποιητικο έργο, που εκτεταμένο τμήμα του αποτελείται από χάϊ - κου. Εκτός από το καθαρά λογοτεχνικό έργο του ο Θόδωρος Τρουπής ήταν έκδότης και διευθυντής του αξιόλογου περιοδικού "Μοριάς". ΄Ηταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών. Πέθανε το 2008. 
 
ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ 
      Τον άντρα της τον πέτυχε το βόλι και τον ξάπλωσε στο Γράμμο. Χήρεψε. Για δεύτερη παντριά ούτε ν' ακούσει ήθελε μήτε να κουβεντιάσει δέχονταν. Έμεινε με τη νάκα γιομάτη. Τι σερνικό, τι θηλυκό. Άνθρωπος από τον άνθρωπό της ήτανε. Μέρα με την μέρα άξαινε, σα να το τράβαγες από το τσουλούφι, τούτο το θηλυκό. 
       Πότε κιόλας γίνηκε για γαμπρό; 
      Χτες, που της έριξε νερό και μπανιαρίστηκε, γιόμισε το μάτι της γυναίκεια δροσιά. Σα να της άγγιξε τα σωθικά μια αγκούσα ζήλιας. Κάτι είδε τάχατες στο ριζάφτι της κοπελιάς κι έκανε πως κακόβαλε η μάνα! 
       -Τι είναι εδώ, κόρη;! 
       -Ποιό;  
       -Κάνεις πως δεν ξέρεις; 
       -Τι να ξέρω; Τι βλέπεις εσύ και δεν το βλέπω εγώ; 
       -Για πάρε τον καθρέφτη και τηράξου στο φως!... 
       Η κόρη, η άπλερη, σαστισμένη γύρισε κατά το φως με το καθρεφτάκι στο χέρι. Έψαχνε στο λαιμό της, να βρει το κάτι ντις, που είδε η μάνα της και δεν τό 'βλεπε κείνη. Κάπου ξεδιάκρινε κάποια μικρή λερωματιά. Κάτι σαν παλιά ξεθωριασμένη μουτζούρα, κάτι σαν μαύρη μπογιά από βερνίκι. Πήγε κοντά στη μάνα και δείχνοντας το σημάδι ρώτησε: 
       -Αυτό δω λες; 
       -Και φτούνο και τ' άλλα... απόκοντα. 
       -Μουτζουρίτσα από το φούρνισμα θά 'ναι. Είπε αδιάφορα η κοπελιά κι έκανε να ρίξει νερό στα μυριστικά της. 
       -Δεν ξέρω... Έβαλα άλλα στο νου μου... Μουρμούρισε η μάνα και βγήκε στην αυλή, να φροντίσει, τάχα μου, τα κοτερικά. 
       Αποβραδιού χάλασε ο κόσμος από τα τραγούδια και τα χάχανα στη γειτονιά. 
       Μια συντροφιά από παιδαρέλια τα κουτσόπιναν, απ' ανώρας, στην ταβέρνα του Παναγή. Ποτήρι το ποτήρι ήρθανε στα κέφια. Βγήκανε στο τρίστρατο και το γυρίσανε στις μπαντινάδες με φεγγαράδα και δροσιό. 
       -Τι τραγούδια ακώ, κόρη; Ρώτησε, τάχα απονήρευτα, η μάνα. 
      -Τα γειτονόπουλα είναι στα κέφια. Δεν τ' ακούς; 
       -Τ' ακώ και για κείνο ρωτάω... Και ποιός είναι; 
       -Όλα τα παιδιά της γειτονιάς. 
      -Δεν γνωρίζεις κανένα; 
       -Όλα τα γνωρίζω. 
      -Ποιό και ποιό είναι; 
       -Ο Μανολιός της Ανθής... 
       -Χαρά στο βερέμη!... 
        -Ο Νικόλας του Πλατή. 
       -Α... και η Σπανομαρία... στο γλέντι;! 
       -Ο Δήμος του Χριστόγιαννη... 
       -Κι ούλα τα φλέσουρα της ρούγας μερακλωθήκανε, ήρθανε στ' αυτί μας και νιαουρίζουνε και δε θα μας αφήκουνε να κοιμηθούμε... Λες κι είναι και κάνα νοικοκυρόπουλο με δαύτα; Τα νοικοκυρόπουλα έχουνε μυαλό και δεν κοπροσκυλιάζουν στα κρασοπουλειά και στις στράτες. Άλλοι βάλθηκαν να ξεμυαλίσουν καμιά προικούσα... Να βρουν έτοιμο βιός. να το θειαφίσουν σε ρεφενέδες στα κρασοπουλειά... Δε μ' ακούς; Κοιμήθηκες; 
       Η κοπελειά έκανε την κοιμισμένη. 
       -Καληνύχτα. Είπε η μάνα και γύρισε στο πλευρό της να κοιμηθεί. Κοιμήθηκαν; 
       Στις παραμονές του τρύγου ήρθαν και ζήτησαν την παρατήρα και την κάδη ο Μανολιός κι ο Νικόλας. Στάθηκαν στην οξώπορτα. Η άπλερη τους είπε να μπουν κι έτρεξε να το ειπεί στη μάνα. Και η μάνα δε θέλησε να βγει και να μιλήσει στα παλικάρια. Από μέσα φώναξε πως θα τα χρειαστεί η ιδιανή και τα παιδιά φύγαν γι' άλλη πόρτα σφυρίζοντας. 
       Δεν είχε η μάνα πως να πιάσει την κουβέντα της τη σοβαρή και η επίσκεψη των παιδιών της έλυσε για καλά τη γλώσσα: 
       -Προχτές τραγούδια... Την άλλη συχνοπεράσματα πάνω-κάτω, πέρα-δώθε... Φρουστ! Φρουστ! Σήμερα την πατητήρα και την κάδη... Εμένα τούτα δε μ' αρέσουν, θυγατέρα. Καλό είναι να τα κόψουμε. Και για να τα κόψουμε πρέπει ν' αποφασίσεις. Ο Αγγελής σε θέλει! Έστειλε και σε γύρεψε... 
       -Τον πατέρα μου θα πάρω; 
       Εσένα σου χρειάζεται άντρας μυαλωμένος· ν' ανοίξεις σπίτι! Κάνα μαμούρι, κάνα σούρδελο θα πάρεις, να μην πιάσει το τζάκι σας στάχτη; 
       -Είναι σαράντα χρονώ κι είμαι δεκαοχτώ!... 
       -Μακάρι από γεράματα να πάει. 
       -Για να χορτάσω γεροκόμια; Για να ιδούμε τι γνώμη έχουν και τ' αδέρφια σου· οι θείοι μου. Να ιδούμε τι θα ειπούν και κείνοι. 
       -Εκείνοι να κάνουν κουμάντο στα σπίτια τους κι εγώ στο δικό μου. 
       Η κοπελιά πήγε στη βρύση για νερό και η μάνα έλεγε κι άκουγε μονάχη στο κελλάρι. 
       Πέρασαν δυο-τρία χρόνια. Ο Αγγελής, ο μοναχογιός κι ορφανός με τα πολλά έχοντα, μπαινόβγαινε και λημερνοξενύχταγε κρυφά κι απόκρυφα στης άπλερης. Και κείνο το προφαντό λουλούδι μαράζωνε. Και ρήμαξαν οι γειτονιές στην κάτω ρούγα και πάψανε τα νυχτοπεράσματα των παλικαριών... Κι ο Αγγελής στα μέσα και στα έξω... Κι ο κόσμος το ΄χε τούμπανο. 
       Και κει π' ακούστηκε πως διάηκε ο Αγγελής παρακαλώντας... το γυρίσανε από την ανάποδη. Είπανε πως έπεσε η τσιούπα τάχα του θανατά από σεβντά για δαύτονε και η μάνα της, για να μη χάσει τη μοναχοθυγατέρα της, από μαράζι, πρόσπεσε με προξενητάδες του Αγγελή. Κείνος το καλοσκέφτηκε και είπε το ναι. Και μιάν αυγή κίνησαν τα λογοδοσμένα νιάτα, να πάνε στη χώρα, να κόψουνε τις βέρες. 
       Πήγανε και γυρίσανε και η άπλερη ξεθάρρεψε σ' αντρίκειο μπράτσο κρατημένη και βρήκε κι ατή της καλόνε τον Αγγελή για ταίρι στη ζωή της. 
       Περνώντας τ' Αη-Δημητριού αλλάξανε στεφάνια και μπήκε ο Αγγελής γαμπρός κι αφέντης στο σπίτι της χήρας και σίγασε για λίγο το χωριό. 
       Ήτανε ο καιρός του κλάδου. Αυγή κίνησε ο Αγγελής για τ' αμπέλι. Απόκοντα διάηκε και η πεθερά με τους αυγοκαγενάδες για κολατσιό και για να μαζέψει τις κληματόβεργες. Κι είδε στην εμπατή του καλυβιού η άπλερη το κλαδευτήρι. Το πήρε να το πάει, να μη γυρίσουν πίσω μάνα ή Αγγελής. Κι έτρεχε στο δρόμο τ' αμπελιού η νιόνυφη κι έφτασε στο ληνό και μάνα κι άντρας δε φαίνονταν πουθενά. Είπε ν' αλλάξει δρόμο και να πάει στ' αμπέλι τ' Αγγελή. Άλλαξε γνώμη. 
       -Ας μπω στο ληνό. Είπε. Έχω δυο χρόνια να ρθώ. Και κίνησε κατά την εμπατή. Σίμωσε και άκουσε τρυφερά βογγητά. Και κρυφοκοίταξε και είδε τη μάνα της να παραδέρνει θεληματικά στην αγκαλιά τ' αντρός της! 
       Και τότε κατάλαβε γιατί ξεροβήχανε οι φιλενάδες της... Γιατί ο Αγγελής ήτανε ώρες-ώρες σκεφτικός και πάντα αποσταμένος. Γιατί η μάνα έψαχνε να βρει σημάδια στο λαιμό της!... 
       Εκείνοι δεν την είδαν. 
       Πισωπάτησε η νιόνυφη και μύρια τζιτζίκια άρχισαν να φουρφουλάνε στο καύκαλό της. Πήρε το δρόμο του γυρισμού. Μπήκε στο σπίτι κι έπεσε στο κρεβάτι του θανατά. 
       Γύρισε κι ο Αγγελής με τη μάνα το βράδυ. Παραξενεύτηκαν με την ξαφνική αρρώστια της νιόνυφης. Φέρανε γιατρό. Δεν της βρήκε τίποτα. Φέρανε και τον παπά και τη διάβασε, μην ήταν απ' αερικό. Γιατριά η κόρη δεν έβλεπε. Και που δεν την πήγανε; Αθήνες κι Αμερικές και Παρίσια και Λονδίνα... Κι η νιόνυφη απολειφάδιαζε σα μοσκοσάπουνο. 
       Ωστόσο η μάνα κι ο Αγγελής φρόντιζαν τις δουλιές της ξωμαχιάς και πιο πολύ τ' αμπέλια και τα περβόλια. Στ' αμπέλια είχαν τους ληνούς και στα περβόλια τα καλύβια στ' αρτεσιανά. 
       Λουζότανε και στολιζότανε η πεθερά καλύτερα από τη νιόνυφη. 
       Μια ημέρα μπήκε η κόρη στην κάμαρη της μάνας, την ώρα που ξάλλαζε κείνη να πάει στην εκκλησιά. 
       -Μάνα, της είπε τρέμοντας, τι σημάδια είναι τούτα; και της έδειξε δυο δαγκωματιές μελανιές στη ρίζα του λαιμού και στο ζερβί της μαστάρι. 
       -Έτσι μελανιάζω, παιδάκι μου. Ξέρω κι εγώ; 
       -Για να μη βλέπω, μανούλα, κάτι τέτοια μελανιάσματα την ώρα που σου τα φτιάνει ο άντρας μου στο ληνό... καλό είναι να φύγω εγώ από τούτο το σπίτι, αφού με καταδίκασες... Γιατί δεν τον έπαιρνες εσύ;... Να ζήσουμε και οι δύο;! 
       -Είσαι με τα καλά σου, κόρη μου; Τι είναι φτούνα που λες; Θα ξαναγκάσεις τον άντρα σου να σε ξαναπάει στο τρελάδικο; 
       -Έτσι αστεία στο λέω, μανούλα, τράβα εσύ στην εκκλησία. Πως να μαγερέψω το κουνέλι; 
       -Όπως αρέσει τ' αντρός σου. 
      -Κείνος έφυγε και δεν είπε τίποτα. 
       -Κάμε το στιφάδο. 
       -Καλά. 
       Βγήκε η μάνα για την εκκλησιά. 
       Η νιόνυφη ξάλλαξε, φόρεσε τα καλά της και κατηφόρισε κατά τον κάμπο. Μπήκε στα καλάμια πλάι στις γραμμές του τρένου. 
       Κατά τις έντεκα σταμάτησε το τρένο λίγο μπροστά από το γιοφύρι. Είχε άνθρωπο σκοτωμένον. 
       -Γυναίκα. Είπαν οι αστυνομικοί, που η βέρα της γράφει: "Αγγελής". 
       Έτρεξαν μάνα κι Αγγελής στο σταθμό του τρένου. Η μοσχοθυγατέρα ήτανε στο καλάθι σάψαλα. Υπογράψανε. Τη θάψανε. Τα αίτια δεν εξακριβώθηκαν ποτές. Οι εφημερίδες γράψανε πως έπασχε από μελαγχολία. 
       Ο Αγγελής, πιστός στη μνήμη της μακαρίτισσας, έζησε όλη την αποδέλοιπη ζωή του με τη συνομήλικη πεθερά του. 
       Και τα σημάδια πάνω στα στήθια και στην τραχηλιά της πεθεράς όσο περνούσε ο καιρός και τόσο ξεθώριαζαν. Όπως ξεθώριαζε με τον καιρό το αιμάτινο σημάδι πάνω στις γραμμές του τρένου πίσω από τα καλάμια. 
ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΡΟΥΠΗΣ 
 
 
       
         

ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΤΡΟΥΠΗ

       Ο Θόδωρος Τρουπής γεννήθηκε στα 1934 στο χωριό Σέρβου Αρκαδίας. Πρόκειται για έναν σπουδαίο λογοτέχνη των τελευταίων δεκαετιών, που το εκδοτικο-μιντιακό κατεστημένο αγνόησε. Δεξιοτέχνης διηγηματογράφος, έδωσε έντονες ρεαλιστικές περιγραφές και συνθέσεις των συνθηκών της ζωής στην αγροτική περιφέρεια, αφιέρωσε ενδιαφέρουσες σελίδες με πολύτιμες πληροφορίες για τους σπουδαίους λαγκαδιανούς μαστόρους και άφησε ένα σημαντικό σε αξία ποιητικο έργο, που εκτεταμένο τμήμα του αποτελείται από χάϊ - κου. Εκτός από το καθαρά λογοτεχνικό έργο του ο Θόδωρος Τρουπής ήταν έκδότης και διευθυντής του αξιόλογου περιοδικού "Μοριάς". ΄Ηταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών. Πέθανε το 2008. 
 
ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ 
      Τον άντρα της τον πέτυχε το βόλι και τον ξάπλωσε στο Γράμμο. Χήρεψε. Για δεύτερη παντριά ούτε ν' ακούσει ήθελε μήτε να κουβεντιάσει δέχονταν. Έμεινε με τη νάκα γιομάτη. Τι σερνικό, τι θηλυκό. Άνθρωπος από τον άνθρωπό της ήτανε. Μέρα με την μέρα άξαινε, σα να το τράβαγες από το τσουλούφι, τούτο το θηλυκό. 
       Πότε κιόλας γίνηκε για γαμπρό; 
      Χτες, που της έριξε νερό και μπανιαρίστηκε, γιόμισε το μάτι της γυναίκεια δροσιά. Σα να της άγγιξε τα σωθικά μια αγκούσα ζήλιας. Κάτι είδε τάχατες στο ριζάφτι της κοπελιάς κι έκανε πως κακόβαλε η μάνα! 
       -Τι είναι εδώ, κόρη;! 
       -Ποιό;  
       -Κάνεις πως δεν ξέρεις; 
       -Τι να ξέρω; Τι βλέπεις εσύ και δεν το βλέπω εγώ; 
       -Για πάρε τον καθρέφτη και τηράξου στο φως!... 
       Η κόρη, η άπλερη, σαστισμένη γύρισε κατά το φως με το καθρεφτάκι στο χέρι. Έψαχνε στο λαιμό της, να βρει το κάτι ντις, που είδε η μάνα της και δεν τό 'βλεπε κείνη. Κάπου ξεδιάκρινε κάποια μικρή λερωματιά. Κάτι σαν παλιά ξεθωριασμένη μουτζούρα, κάτι σαν μαύρη μπογιά από βερνίκι. Πήγε κοντά στη μάνα και δείχνοντας το σημάδι ρώτησε: 
       -Αυτό δω λες; 
       -Και φτούνο και τ' άλλα... απόκοντα. 
       -Μουτζουρίτσα από το φούρνισμα θά 'ναι. Είπε αδιάφορα η κοπελιά κι έκανε να ρίξει νερό στα μυριστικά της. 
       -Δεν ξέρω... Έβαλα άλλα στο νου μου... Μουρμούρισε η μάνα και βγήκε στην αυλή, να φροντίσει, τάχα μου, τα κοτερικά. 
       Αποβραδιού χάλασε ο κόσμος από τα τραγούδια και τα χάχανα στη γειτονιά. 
       Μια συντροφιά από παιδαρέλια τα κουτσόπιναν, απ' ανώρας, στην ταβέρνα του Παναγή. Ποτήρι το ποτήρι ήρθανε στα κέφια. Βγήκανε στο τρίστρατο και το γυρίσανε στις μπαντινάδες με φεγγαράδα και δροσιό. 
       -Τι τραγούδια ακώ, κόρη; Ρώτησε, τάχα απονήρευτα, η μάνα. 
      -Τα γειτονόπουλα είναι στα κέφια. Δεν τ' ακούς; 
       -Τ' ακώ και για κείνο ρωτάω... Και ποιός είναι; 
       -Όλα τα παιδιά της γειτονιάς. 
      -Δεν γνωρίζεις κανένα; 
       -Όλα τα γνωρίζω. 
      -Ποιό και ποιό είναι; 
       -Ο Μανολιός της Ανθής... 
       -Χαρά στο βερέμη!... 
        -Ο Νικόλας του Πλατή. 
       -Α... και η Σπανομαρία... στο γλέντι;! 
       -Ο Δήμος του Χριστόγιαννη... 
       -Κι ούλα τα φλέσουρα της ρούγας μερακλωθήκανε, ήρθανε στ' αυτί μας και νιαουρίζουνε και δε θα μας αφήκουνε να κοιμηθούμε... Λες κι είναι και κάνα νοικοκυρόπουλο με δαύτα; Τα νοικοκυρόπουλα έχουνε μυαλό και δεν κοπροσκυλιάζουν στα κρασοπουλειά και στις στράτες. Άλλοι βάλθηκαν να ξεμυαλίσουν καμιά προικούσα... Να βρουν έτοιμο βιός. να το θειαφίσουν σε ρεφενέδες στα κρασοπουλειά... Δε μ' ακούς; Κοιμήθηκες; 
       Η κοπελειά έκανε την κοιμισμένη. 
       -Καληνύχτα. Είπε η μάνα και γύρισε στο πλευρό της να κοιμηθεί. Κοιμήθηκαν; 
       Στις παραμονές του τρύγου ήρθαν και ζήτησαν την παρατήρα και την κάδη ο Μανολιός κι ο Νικόλας. Στάθηκαν στην οξώπορτα. Η άπλερη τους είπε να μπουν κι έτρεξε να το ειπεί στη μάνα. Και η μάνα δε θέλησε να βγει και να μιλήσει στα παλικάρια. Από μέσα φώναξε πως θα τα χρειαστεί η ιδιανή και τα παιδιά φύγαν γι' άλλη πόρτα σφυρίζοντας. 
       Δεν είχε η μάνα πως να πιάσει την κουβέντα της τη σοβαρή και η επίσκεψη των παιδιών της έλυσε για καλά τη γλώσσα: 
       -Προχτές τραγούδια... Την άλλη συχνοπεράσματα πάνω-κάτω, πέρα-δώθε... Φρουστ! Φρουστ! Σήμερα την πατητήρα και την κάδη... Εμένα τούτα δε μ' αρέσουν, θυγατέρα. Καλό είναι να τα κόψουμε. Και για να τα κόψουμε πρέπει ν' αποφασίσεις. Ο Αγγελής σε θέλει! Έστειλε και σε γύρεψε... 
       -Τον πατέρα μου θα πάρω; 
       Εσένα σου χρειάζεται άντρας μυαλωμένος· ν' ανοίξεις σπίτι! Κάνα μαμούρι, κάνα σούρδελο θα πάρεις, να μην πιάσει το τζάκι σας στάχτη; 
       -Είναι σαράντα χρονώ κι είμαι δεκαοχτώ!... 
       -Μακάρι από γεράματα να πάει. 
       -Για να χορτάσω γεροκόμια; Για να ιδούμε τι γνώμη έχουν και τ' αδέρφια σου· οι θείοι μου. Να ιδούμε τι θα ειπούν και κείνοι. 
       -Εκείνοι να κάνουν κουμάντο στα σπίτια τους κι εγώ στο δικό μου. 
       Η κοπελιά πήγε στη βρύση για νερό και η μάνα έλεγε κι άκουγε μονάχη στο κελλάρι. 
       Πέρασαν δυο-τρία χρόνια. Ο Αγγελής, ο μοναχογιός κι ορφανός με τα πολλά έχοντα, μπαινόβγαινε και λημερνοξενύχταγε κρυφά κι απόκρυφα στης άπλερης. Και κείνο το προφαντό λουλούδι μαράζωνε. Και ρήμαξαν οι γειτονιές στην κάτω ρούγα και πάψανε τα νυχτοπεράσματα των παλικαριών... Κι ο Αγγελής στα μέσα και στα έξω... Κι ο κόσμος το ΄χε τούμπανο. 
       Και κει π' ακούστηκε πως διάηκε ο Αγγελής παρακαλώντας... το γυρίσανε από την ανάποδη. Είπανε πως έπεσε η τσιούπα τάχα του θανατά από σεβντά για δαύτονε και η μάνα της, για να μη χάσει τη μοναχοθυγατέρα της, από μαράζι, πρόσπεσε με προξενητάδες του Αγγελή. Κείνος το καλοσκέφτηκε και είπε το ναι. Και μιάν αυγή κίνησαν τα λογοδοσμένα νιάτα, να πάνε στη χώρα, να κόψουνε τις βέρες. 
       Πήγανε και γυρίσανε και η άπλερη ξεθάρρεψε σ' αντρίκειο μπράτσο κρατημένη και βρήκε κι ατή της καλόνε τον Αγγελή για ταίρι στη ζωή της. 
       Περνώντας τ' Αη-Δημητριού αλλάξανε στεφάνια και μπήκε ο Αγγελής γαμπρός κι αφέντης στο σπίτι της χήρας και σίγασε για λίγο το χωριό. 
       Ήτανε ο καιρός του κλάδου. Αυγή κίνησε ο Αγγελής για τ' αμπέλι. Απόκοντα διάηκε και η πεθερά με τους αυγοκαγενάδες για κολατσιό και για να μαζέψει τις κληματόβεργες. Κι είδε στην εμπατή του καλυβιού η άπλερη το κλαδευτήρι. Το πήρε να το πάει, να μη γυρίσουν πίσω μάνα ή Αγγελής. Κι έτρεχε στο δρόμο τ' αμπελιού η νιόνυφη κι έφτασε στο ληνό και μάνα κι άντρας δε φαίνονταν πουθενά. Είπε ν' αλλάξει δρόμο και να πάει στ' αμπέλι τ' Αγγελή. Άλλαξε γνώμη. 
       -Ας μπω στο ληνό. Είπε. Έχω δυο χρόνια να ρθώ. Και κίνησε κατά την εμπατή. Σίμωσε και άκουσε τρυφερά βογγητά. Και κρυφοκοίταξε και είδε τη μάνα της να παραδέρνει θεληματικά στην αγκαλιά τ' αντρός της! 
       Και τότε κατάλαβε γιατί ξεροβήχανε οι φιλενάδες της... Γιατί ο Αγγελής ήτανε ώρες-ώρες σκεφτικός και πάντα αποσταμένος. Γιατί η μάνα έψαχνε να βρει σημάδια στο λαιμό της!... 
       Εκείνοι δεν την είδαν. 
       Πισωπάτησε η νιόνυφη και μύρια τζιτζίκια άρχισαν να φουρφουλάνε στο καύκαλό της. Πήρε το δρόμο του γυρισμού. Μπήκε στο σπίτι κι έπεσε στο κρεβάτι του θανατά. 
       Γύρισε κι ο Αγγελής με τη μάνα το βράδυ. Παραξενεύτηκαν με την ξαφνική αρρώστια της νιόνυφης. Φέρανε γιατρό. Δεν της βρήκε τίποτα. Φέρανε και τον παπά και τη διάβασε, μην ήταν απ' αερικό. Γιατριά η κόρη δεν έβλεπε. Και που δεν την πήγανε; Αθήνες κι Αμερικές και Παρίσια και Λονδίνα... Κι η νιόνυφη απολειφάδιαζε σα μοσκοσάπουνο. 
       Ωστόσο η μάνα κι ο Αγγελής φρόντιζαν τις δουλιές της ξωμαχιάς και πιο πολύ τ' αμπέλια και τα περβόλια. Στ' αμπέλια είχαν τους ληνούς και στα περβόλια τα καλύβια στ' αρτεσιανά. 
       Λουζότανε και στολιζότανε η πεθερά καλύτερα από τη νιόνυφη. 
       Μια ημέρα μπήκε η κόρη στην κάμαρη της μάνας, την ώρα που ξάλλαζε κείνη να πάει στην εκκλησιά. 
       -Μάνα, της είπε τρέμοντας, τι σημάδια είναι τούτα; και της έδειξε δυο δαγκωματιές μελανιές στη ρίζα του λαιμού και στο ζερβί της μαστάρι. 
       -Έτσι μελανιάζω, παιδάκι μου. Ξέρω κι εγώ; 
       -Για να μη βλέπω, μανούλα, κάτι τέτοια μελανιάσματα την ώρα που σου τα φτιάνει ο άντρας μου στο ληνό... καλό είναι να φύγω εγώ από τούτο το σπίτι, αφού με καταδίκασες... Γιατί δεν τον έπαιρνες εσύ;... Να ζήσουμε και οι δύο;! 
       -Είσαι με τα καλά σου, κόρη μου; Τι είναι φτούνα που λες; Θα ξαναγκάσεις τον άντρα σου να σε ξαναπάει στο τρελάδικο; 
       -Έτσι αστεία στο λέω, μανούλα, τράβα εσύ στην εκκλησία. Πως να μαγερέψω το κουνέλι; 
       -Όπως αρέσει τ' αντρός σου. 
      -Κείνος έφυγε και δεν είπε τίποτα. 
       -Κάμε το στιφάδο. 
       -Καλά. 
       Βγήκε η μάνα για την εκκλησιά. 
       Η νιόνυφη ξάλλαξε, φόρεσε τα καλά της και κατηφόρισε κατά τον κάμπο. Μπήκε στα καλάμια πλάι στις γραμμές του τρένου. 
       Κατά τις έντεκα σταμάτησε το τρένο λίγο μπροστά από το γιοφύρι. Είχε άνθρωπο σκοτωμένον. 
       -Γυναίκα. Είπαν οι αστυνομικοί, που η βέρα της γράφει: "Αγγελής". 
       Έτρεξαν μάνα κι Αγγελής στο σταθμό του τρένου. Η μοσχοθυγατέρα ήτανε στο καλάθι σάψαλα. Υπογράψανε. Τη θάψανε. Τα αίτια δεν εξακριβώθηκαν ποτές. Οι εφημερίδες γράψανε πως έπασχε από μελαγχολία. 
       Ο Αγγελής, πιστός στη μνήμη της μακαρίτισσας, έζησε όλη την αποδέλοιπη ζωή του με τη συνομήλικη πεθερά του. 
       Και τα σημάδια πάνω στα στήθια και στην τραχηλιά της πεθεράς όσο περνούσε ο καιρός και τόσο ξεθώριαζαν. Όπως ξεθώριαζε με τον καιρό το αιμάτινο σημάδι πάνω στις γραμμές του τρένου πίσω από τα καλάμια. 
ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΡΟΥΠΗΣ 
 
 
       
         

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Το γυάλινο πηγάδι (*) 

Εμάθατε τι έγινε στο γυάλινο πηγάδι; 
Θεριό εφανερώθηκε τον κόσμο για να φάει 
κι αφού τον κόσμο έφαγε, δεν είχε τι να φάει. 
Γυναίκας ρούχα φόρεσε, γυναίκας πασουμάκια, 
γυναίκα πάει στην εκκλησιά, γυναίκα προσκυνάει, 
γυναίκα παίρνει αντίδωρο απ' του παπά το χέρι, 
γυναίκα πάει και κάθεται στο γυάλινο πηγάδι. 
Πιάνει ξεπλέκει τα μαλλιά και μαγουλιοτραβιέται. 
Του ρήγα ο γιος επέρασε και την εχαιρετάει. 
-Τι έχεις Αρετούσα μου και μαγουλιοτραβιέσαι; 
-Η αρρεβώνα μούπεσε στο γυάλινο πηγάδι 
κι όποιος κατέβει και τη βρει, γυναίκα θα με πάρει. 
-Εγώ να μπω, εγώ να βγω, γυναίκα να σε πάρω. 
Με άλυσο τον έδεσε, κάτω τον κατεβάζει. 
Βλέπει δυο φίδια σταυρωτά, δυο φίδια σταυρωμένα. 
Βλέπει την αρρεβώνα της σε μιας οχιάς το στόμα. 
-Τράβα κόρη την άλυσο κι η αρρεβώνα ευρέθη.
-Ποιανού τα λες βρε μόρτικο, τα μόρτικά σου λόγια 
που να στα πει η μανούλα σου κλάματα, μοιρολόγια; 
-Δε με λυπάσαι λυγερή, τέτοιο παληκαράκι 
π' ανθίζει το μουστάκι μου σαν το γαρυφαλάκι; 


       (*) Το παραπάνω δημοτικό τραγούδι υπάρχει σε πολλές παραλλαγές σε έντυπες ανθολογίες και είναι δημοσιευμένο σε αρκετές ιστοσελίδες και blogs, όμως, η συγκεκριμένη παραλλαγή δεν κυκλοφορεί στο διαδίκτυο και έχει μεταφερθεί με τη στοματική παράδοση όπως ακριβώς μου το έλεγε η γιαγιά μου, που ενώ είχε τελειώσει μόνο την πέμπτη Δημοτικού, το θυμόταν απέξω και το διέσωσε. 
       Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η συγκεκριμένη παραλλαγή έχει ομοιοκαταληξία αρχικά κάπως άτεχνη (χρησιμοποιείται η ίδια λέξη) στον δεύτερο με τον τρίτο στίχο. Όμως, οι τέσσερις τελευταίοι στίχοι έχουν ομοιοκαταληξία πολύ προσεγμένη. Η παραπάνω παρατήρηση δείχνει πως "το γυάλινο πηγάδι" πρέπει να ήταν αρχικά εξ' ολοκλήρου χωρίς ομοιοκαταληξία και ίσως οι τελευταίοι τέσσερις στίχοι να είναι μεταγενέστερες προσμίξεις. 

                                                                                                              ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ 

   


ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Το γυάλινο πηγάδι (*) 

Εμάθατε τι έγινε στο γυάλινο πηγάδι; 
Θεριό εφανερώθηκε τον κόσμο για να φάει 
κι αφού τον κόσμο έφαγε, δεν είχε τι να φάει. 
Γυναίκας ρούχα φόρεσε, γυναίκας πασουμάκια, 
γυναίκα πάει στην εκκλησιά, γυναίκα προσκυνάει, 
γυναίκα παίρνει αντίδωρο απ' του παπά το χέρι, 
γυναίκα πάει και κάθεται στο γυάλινο πηγάδι. 
Πιάνει ξεπλέκει τα μαλλιά και μαγουλιοτραβιέται. 
Του ρήγα ο γιος επέρασε και την εχαιρετάει. 
-Τι έχεις Αρετούσα μου και μαγουλιοτραβιέσαι; 
-Η αρρεβώνα μούπεσε στο γυάλινο πηγάδι 
κι όποιος κατέβει και τη βρει, γυναίκα θα με πάρει. 
-Εγώ να μπω, εγώ να βγω, γυναίκα να σε πάρω. 
Με άλυσο τον έδεσε, κάτω τον κατεβάζει. 
Βλέπει δυο φίδια σταυρωτά, δυο φίδια σταυρωμένα. 
Βλέπει την αρρεβώνα της σε μιας οχιάς το στόμα. 
-Τράβα κόρη την άλυσο κι η αρρεβώνα ευρέθη.
-Ποιανού τα λες βρε μόρτικο, τα μόρτικά σου λόγια 
που να στα πει η μανούλα σου κλάματα, μοιρολόγια; 
-Δε με λυπάσαι λυγερή, τέτοιο παληκαράκι 
π' ανθίζει το μουστάκι μου σαν το γαρυφαλάκι; 


       (*) Το παραπάνω δημοτικό τραγούδι υπάρχει σε πολλές παραλλαγές σε έντυπες ανθολογίες και είναι δημοσιευμένο σε αρκετές ιστοσελίδες και blogs, όμως, η συγκεκριμένη παραλλαγή δεν κυκλοφορεί στο διαδίκτυο και έχει μεταφερθεί με τη στοματική παράδοση όπως ακριβώς μου το έλεγε η γιαγιά μου, που ενώ είχε τελειώσει μόνο την πέμπτη Δημοτικού, το θυμόταν απέξω και το διέσωσε. 
       Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η συγκεκριμένη παραλλαγή έχει ομοιοκαταληξία αρχικά κάπως άτεχνη (χρησιμοποιείται η ίδια λέξη) στον δεύτερο με τον τρίτο στίχο. Όμως, οι τέσσερις τελευταίοι στίχοι έχουν ομοιοκαταληξία πολύ προσεγμένη. Η παραπάνω παρατήρηση δείχνει πως "το γυάλινο πηγάδι" πρέπει να ήταν αρχικά εξ' ολοκλήρου χωρίς ομοιοκαταληξία και ίσως οι τελευταίοι τέσσερις στίχοι να είναι μεταγενέστερες προσμίξεις. 

                                                                                                              ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ 

   


Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΑΛΑΣ

Ο κόσμος σαν θεατρική παράσταση (*)

       Βλέποντας τον κόσμο σαν θεατρική παράσταση η Ιφιγένεια στην Αυλίδα είναι για την ανθρωπολογία ό,τι ο βασιλιάς Οιδίποδας για την ψυχολογία: δραματική παρουσίαση μιας βασικής διαμάχης. Ενώ, όμως, στον βασιλιά Οιδίποδα είμαστε αντιμέτωποι με μια συγκινησιακή κρίση που ο Freud ανακάλυψε ότι είναι τυπική γιατί στέκεται απογυμνωμένη από τους περίπλοκους μηχανισμούς των πιο κρυφών συναισθημάτων μας, στο Ιφιγένεια στην Αυλίδα είμαστε αντιμέτωποι με μια οριακή κατάσταση, όπως ήταν, μεταξύ του κόσμου της ιεροτελεστίας και του κόσμου της τραγωδίας.
       Από την άποψη των ωφελιμιστών οικονομολόγων ο Vilfredo Pareto είχε αναμφίβολα δίκιο να επιλέξει αυτό το επεισόδιο της θυσίας της Ιφιγένειας σαν ένα παράδειγμα τρελής συμπεριφοράς, αφού η αναχώρηση του ελληνικού στόλου για την Τροία ήταν εξαρτημένη από τις καιρικές συνθήκες και όχι από τη θυσία μιας αθώας παρθένου. Παρόμοια ο Δανός μυστικιστής Keirkegaard είχε δίκιο να καταδικάσει την θυσία της κόρης του Αγαμέμνονα από τον φόβο ότι δεν μπορούσε να υπερνικήσει τη σκέψη ότι συντελείται ένα ιερό μυστήριο, σε αντίθεση με τον Αβραάμ, ο Αγαμέμνονας στερείται πίστης στο θεό που του έδωσε το δυσάρεστο μήνυμα να θυσιάσει το παιδί του.
       Ευτυχώς που οι επικρίσεις των οικονομολόγων και των ηθικολόγων δεν έχουν εμποδίσει αυτούς που αγαπούν το θέατρο να θαυμάζουν την Ιφιγένεια στην Αυλίδα του Ευριπίδη. Παρόμοια ο τρόμος και η αποστροφή που οι ντόπιοι ενέπνεαν στους πρώιμους ιεραπόστολους και στους έμπορους δεν εμπόδισε τους ανθρωπολόγους να ανακαλύψουν ότι οι θυσιαστήριες τελετές και οι τελετές μύησης δεν ήταν απλά εκφράσεις σαδιστικής πίεσης ή εκδηλώσεις παράλογης νοοτροπίας.        Μόνο αν αποφύγουμε να κρίνουμε άγνωστους λαούς με τις δικές μας αξίες μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάποτε θα τους κατανοήσουμε. Ο Rousseau που στην περίφημη κατηγορία ενάντια στην πρόοδο (γραμμένη το 1749) θεωρεί την πρόοδο υπεύθυνη για όλα τα ελαττώματά μας, ψεύδεται γιατί καταφέρνει να παρουσιάσει αδύνατο για το καλό των ανθρώπων να απορρίψουν τη βαρβαρότητα μόνο και μόνο επειδή δεν είναι ικανοί να απολαύσουν τα πλεονεκτήματα της προόδου μας.
      Η ιστορία του Ηρόδοτου που δίδαξε τους Έλληνες πόσο ανθρώπινοι και ευγενείς μπορούν να γίνουν οι βάρβαροι σε μια δεδομένη στιγμή, μας δημιουργεί το συναίσθημα ότι η πρόοδός μας είναι ασταθής. Διαβάζουμε για την αβροφροσύνη με την οποία ο Καμβύσης, ο βασιλιάς της Περσίας, φέρθηκε στον ηττημένο αντίπαλό του Ψαμένητο, μια αβροφροσύνη, περισσότερο εκπληκτική όταν την συγκρίνουν με τον τρόπο που οι αυτοκράτορες των ημερών μας διαπραγματεύονται με τους εχθρούς.
       Ακόμα, διαβάζοντας το League of the Iroquais ένα αιώνα μετά την πρώτη έκδοση (1851) γελάμε με τις χαρακτηριστικές ικανότητες που αποδίνει ο Morgan στους Ινδιάνους. Πως αυτοί έγιναν τόσο καλοί όταν οι πρόγονοί τους είχαν γίνει γνωστοί για την ωριμότητά τους; Δεν έχουμε παρά να επικαλεστούμε για απόδειξη τους τόμους του Jesuit Father γραμμένους τον 17ο αιώνα. 
       Αργότερα, οι επιστήμονες κατανόησαν ότι τη διαφορά μεταξύ των πρωτόγονων λαών και των πολιτισμένων εθνών δεν μπορούν να την ερμηνεύσουν απλά στο όνομα της "προόδου" γι' αυτό εισήγαγαν την έννοια της εξέλιξης. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Δαρβίνου, ο νόμος της κοινωνικής εξέλιξης, ήταν διατυπωμένος έτσι που το επίπεδο της οικονομίας, η ηθική, ο νόμος και η θρησκευτική πρόοδος των πρωτόγονων λαών μπορούν να αξιολογηθούν ακριβώς. Ωστόσο, ένας μεγάλος αριθμός ανθρωπολόγων, όπως οι Boas, Malinowski, Lowie και Kroeber δεν είχαν δυσκολία στο να αποδείξουν μια σειρά από γεγονότα, στα οποία η θέση των ανθρωπολόγων δεν υπολογίστηκε και στα οποία προφανώς αντιφάσκουν οι θεωρίες του Engels, των Γάλλων κοινωνιολόγων, ή του Freud. Ο τομέας των ανθρωπολόγων απέτυχε να πείσει τους αντιπάλους του και οι μαρξιστές οικονομολόγοι, οι Γάλλοι κοινωνιολόγοι και οι Φροϋδικοί ψυχολόγοι απέδειξαν, προς ικανοποίησή τους, ότι ήταν δυνατόν να επανεξεταστούν τα νέα ανθρωπολογικά δεδομένα κάνοντάς τα να συμβαδίσουν με τις δικές τους θεωρίες. 
        Σαν αποτέλεσμα, αυτή η μάλλον εκτός χρόνου αμφισβήτηση παρέμεινε αβάσιμη αλλά είχε το πλεονέκτημα να αποδεχθεί ότι ο όρος εξέλιξη όταν χρησιμοποιείται στην ανθρωπολογία μπορεί να είναι τόσο παραπλανητικός όσο και ο όρος πρόοδος. Πρόοδος και εξέλιξη μπόρεσαν να συνυπάρξουν, αλλά ενώ η πρόοδος προϋποθέτει εξέλιξη προς μια τελική κατάληξη, η εξέλιξη, σ' αυτό το σημείο μοιάζει να έχει ξεφύγει αρκετά μακριά από εκεί που ξεκίνησε. Μπορούμε να δούμε ένα δρομέα είτε να τρέχει μακριά από το σημείο εκκίνησης ή καθώς τρέχει προς το τέρμα. Αυτό που δεν είναι συνηθισμένο να κάνουμε, είναι να παρατηρούμε τον δρομέα χωρίς να συσχετίζουμε τη δράση του με τη θέση που άφησε πίσω του, ή τη θέση προς την οποία κινείται. Ακόμα, το τρέξιμο των Λάμα του Θιβέτ, που περιγράφεται τόσο ζωηρά από τον David-Neel, που τρέχουν για μέρες και νύχτες με καταπληκτική ταχύτητα χωρίς φανερό σκοπό. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η δραστηριότητα αυτών των αγίων φαίνεται παράλογη, όταν την συγκρίνουμε με τους δικούς μας δρομείς, δεν ενδιαφέρονται να φτάσουν ή να φύγουν, αντιλαμβανόμαστε ότι μπορούμε να συγκρίνουμε την δραστηριότητά τους με τους δικούς μας μόνο αν εμείς δεν ενδιαφερθούμε για τον τερματισμό, όπως συμβαίνει, όταν παίζουμε και απογοητευόμαστε όταν το παιχνίδι μας τελειώσει γρήγορα. Αλλά μπορούμε να πάμε ένα βήμα πιο πέρα προς αυτή την κατεύθυνση και να παρατηρήσουμε καταστάσεις που οι άνθρωποι κάνουν ό,τι μπορούν για να καθυστερήσουν το αναπόφευκτο τέλος. Μια τέτοια περίπτωση πρέπει να είχε ο Ευριπίδης στο νου του όταν έγραψε την Ιφιγένεια στην Αυλίδα. Η απόπειρα του Αγαμέμνονα να σώσει την κόρη του, ανεξάρτητα του ότι αντιλαμβάνεται το μάταιο της προσπάθειάς του, αν αντιπαρατεθεί με τις προσπάθειες των Μαραθωνοδρόμων, πρέπει να θεωρηθεί σαν πράξη απελπισίας με αναπόφευκτο αποκορύφωμα τη θυσία. Καταλήγοντας, όλες οι θυσίες, είτε ανθρώπων είτε ζώων, μπορούν να ιδωθούν ότι απεικονίζουν θεατρικά την πιο φοβερή παράσταση που είναι ο θάνατος. 
       Κάποιοι συγγραφείς, που από τον Bachofen ως τον Freud, τυποποίησαν τους νόμους της εξέλιξης, έκαναν μια διάκριση μεταξύ της βαθμιαίας κορύφωσης και του τελικού σκοπού, θα πρέπει να είχαν καταλάβει ότι συχνά είναι λιγότερο σημαντικό να καταλάβουμε τι πρόοδος έχει γίνει σ' ένα συγκεκριμένο χώρο από το να κατανοήσουμε που έχει διαμορφωθεί η κατάσταση και σε ποιο στάδιο ανήκει. Έτσι, αντίθετα από τον Vilfredo Pareto, ευχόμαστε την αναχώρηση των Ελλήνων από την Αυλίδα καθώς φτάνουν στο αποκορύφωμα οι σχέσεις τους με τις οικογένειες που άφηναν πίσω τους, η στιγμή της αναχώρησης θεωρείται δεδομένο να συνδεθεί με ένα σπουδαίο γεγονός, μια ασυνήθιστη τελετή έτσι που να μείνει αξέχαστη σ' αυτούς που πήραν μέρος. Συμμετέχοντας στην τελετή είχαν κάνει την αναχώρησή τους αλησμόνητη. Με άλλα λόγια οι λαοί αυτοί, λιγότερο περίπλοκοι από τους δικούς μας, είτε ήταν οι Έλληνες της Ομηρικής εποχής, ή οι Trobianders της εποχής του Malinowski, ήταν τόσο ικανοί να φτάσουν στον σκοπό τους όσο είμαστε εμείς και ακόμη είχαν εξ' ολοκλήρου διαφορετική άποψη για τις αποχαιρετιστήριες τελετές. 
       Τα καλύτερα κεφάλαια της ανθρωπολογίας γράφτηκαν από ειδικούς, οι οποίοι είχαν το χάρισμα να δουν από καλλιτεχνική άποψη τις περιπετειώδεις καταστάσεις, έδειξαν τη συμπάθειά τους για τους λαούς που είχαν εμπλακεί σε γοητευτικά περίεργες καταστάσεις. Από την άλλη πλευρά, αν ο Ηρόδοτος και ο Melville, έγραψαν σελίδες που έπρεπε να περιλαμβάνονται σε μια ανθρωπολογική ανθολογία, είναι γιατί όταν ήρθαν αντιμέτωποι με την εξωτική πραγματικότητα την μεταχειρίστηκαν με την ίδια προσοχή και αφοσίωση που έδειξαν σε οικείες περιπτώσεις. 
       Το εξωτικό είναι στο να διαχωριστούν τα ταραχώδη γεγονότα που έγιναν στον χρόνο και, από ανθρωπολογική άποψη μιλώντας να εκτιμηθεί ποια αξία είχαν οι διάφοροι τρόποι, σε ποια βασικά θέματα έχουν εξυπηρετήσει σε χώρο ή σε χρόνο. Στις διάφορες μεταβολές, ένας συγγραφέας εισάγει για ανάπτυξη ενός βασικού σχεδίου την μοντέρνα ανθρωπολογία, ερευνά ίχνη διαφορετικών πολιτισμών. Έτσι, σε μια συγκριτική μελέτη του Coktail party του Eliot και του Συμποσίου του Πλάτωνα, είναι ικανός να επισημάνει επί μέρους περιπτώσεις που επιβάλλουν σε έναν αρχαίο Αθηναίο και ένα σύγχρονο Λονδρέζο ή Νεοϋορκέζο να απαρνηθούν τις χαρές της σάρκας. Ενώ οι συγγραφείς των τραγωδιών μας εντυπωσιάζουν με το αναπόφευκτο μιας επικείμενης κρίσης, είναι οι ανθρωπολόγοι που μπορούν να διακρίνουν τους παράγοντες που οδηγούν στην επίσπευση ή την καθυστέρηση της μοιραίας αποκορύφωσης. 
       Ένας μοντέρνος ανθρωπολόγος μπορεί να ρίξει φως στην τραγωδία του Finow, κάποιου βασιλιά σε ένα νησί του Ειρηνικού, ανακαλύπτοντας το πολιτιστικό επίπεδο του λαού του νησιού του. Όπως αναφέρεται από τον Mariner, ο Finow, που είχε την τόλμη να αλλάξει την τελετή της κηδείας της κόρης του, γιατί αισθάνθηκε, ότι οι θεοί δεν ήταν αρκετά φιλεύσπλαχνοι για να την σώσουν, έπεσε νεκρός κατά τη διάρκεια της ανόσιας τελετής. Συγκρίνοντάς τον με τον Αγαμέμνονα, του Finow η πρόκληση φαίνεται παράλογη γιατί, δεν κατανόησε όπως ο Έλληνας βασιλιάς, ότι ο φόβος της ιεροσυλίας είναι πιο ανυπόφορος από τον φόβο του θανάτου. 
       Εάν οι βασιλιάδες ενεργούσαν σαν ήρωες ή παλιάνθρωποι, οι τραγωδοί και οι ανθρωπολόγοι μπορούν να πουν ότι στέκονται μάρτυρες ανάμεσα σ' αυτούς που δρουν και σε μας που είμαστε θεατές. Δυστυχώς, αυτή η απλή και ικανοποιητική σχέση ανατρέπεται επειδή παρεισφρήουν φιλόδοξοι προφήτες, οι οποίοι μπερδεύουν την φαντασία με την πραγματικότητα υιοθετώντας λαθεμένες απόψεις για τα συμβάντα. Είναι αναπόφευκτο στην εποχή μας που εξελίσσεται η σκέψη οι προφήτες του σκοταδισμού να ξαναερμηνεύσουν το προπατορικό αμάρτημα με ανθρωπολογικούς όρους. Αυτή η σειρά προφητών άρχισε από τον Rousseau, ο οποίος ερεύνησε κάθε ίχνος βίας στο Κοινωνικό Συμβόλαιο που οι ελεύθεροι άνθρωποι είχαν συμφωνήσει κάποτε να τηρήσουν. Ο μύθος του Rousseau εξάπτει την φαντασία των μεταγενέστερων συγγραφέων, και ο Nietzsche δραματοποίησε το κοινωνικό συμβόλαιο αποδίδοντας βία στο νόμο για το φόνο, ο Engels αποδίδοντάς την στην ληστεία. 
       Αν, όπως απαιτούν αυτοί οι προφήτες, ο πολιτισμός είναι η διαπραγμάτευση κάποιου εγκλήματος, η μελέτη της βίας θα είχε το προβάδισμα από κάθε άλλη μελέτη, και οι πρωτόγονες κοινωνίες θα έπρεπε να αναλυθούν, όπως έγινε στις Γαλλικές Σχολές Κοινωνιολογίας, από την άποψη ότι το τυπικό συνοδεύεται από έναν καθαγιασμένο φόνο όπως είναι η θυσία. 
       Κατ' επέκταση το ότι η ιδιοφυής αναπαράσταση της καταγωγής του πολιτισμού παρουσιάστηκε από τους Νιτσεϊστές Φροϋδικούς, από τους Μαρξιστές οικονομολόγους και από τους νομιμόφρονες Γάλλους κοινωνιολόγους να συμπυκνώνεται δραματικά σε εξαιρετικές στιγμές της ζωής των πρωτόγονων λαών, καλύπτει την καθημερινή πραγματικότητα που ο ανθρωπολόγος επιβάλλεται να αντιμετωπίσει και όχι να αγνοήσει. Στα λάθη και την αδυναμία των ανθρώπων- που αποτελούν την πρώτη ύλη της πλοκής των τραγωδιών - αυτός αντιτίθεται στη μορφή που έρχεται στο φως και μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά από την άποψη των διαπροσωπικών σχέσεων. 
       Δεν είναι σύμπτωση ότι η θεωρία των πολιτισμικών μορφών θα μπορούσε να είναι τόσο ταιριαστή στον Edward Sapir, τον επιστήμονα που μελέτησε τους πρωτόγονους λαούς με βάση τη γλώσσα, γιατί η γλώσσα είναι ο βασικός τύπος με τη βοήθεια του οποίου οι άνθρωποι κατάφεραν να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον. Με την προφορική επικοινωνία μπορούμε να αντιληφθούμε ότι πρέπει να έχουμε κάτι κοινό με τους γείτονές μας, το οποίο κοινό ο Πλάτωνας ονομάζει ιδέα και το φαντάζεται σαν τύπο κτήσης. Από την στιγμή που οι τύποι του λόγου και της συμπεριφοράς μιας ομάδας ανθρώπων είναι κοινά και δεν χρησιμοποιούνται αυθαίρετα, μπορούμε να τους μελετήσουμε σε σχέση με τη μορφή τους. 
        Σαν κατακλείδα μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η κριτική αξιολόγηση των διαλόγων του Πλάτωνα δεν αποτελεί εμπόδιο στην εκτίμηση των τραγωδιών του Αισχύλου ή του Ευριπίδη, έτσι η γοητεία της εμπειρίας μας όταν διαβάζουμε μια ωραία περιγραφή ενός ασυνήθιστου γεγονότος, όπως του Goffrey Gorere το Dahomeyan bullfight, ή του Dorr το ride with Apaches, δεν αποτελεί εμπόδιο από το να εκτιμήσουμε την ωραία περιγραφή μιας συνηθισμένης μέρας, όπως ζωντανεύει από την Margaret Meat στο "A day in Samoa" ή από τον Herman Menville στο "A bathing baby". 

ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΑΛΑΣ 
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΙΤΣΗ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ 

(*) Το κείμενο ήταν γραμμένο στα αγγλικά. Μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη μητέρα μου Μαρία Κυρίτση-Παπαδοπούλου και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Αιολικά Γράμματα", τεύχος 174, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1998, σελ. 520-523.