Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

ΘΑΝΑΣΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ

Βιογραφικό Σημείωμα 

Ο Θανάσης Φωτιάδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1921. Σπούδασε νομικά και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Αθήνα, όπου και πέθανε το 1989. Το 1945 εξέδωσε μαζί με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Κλείτο Κύρου, τον Πάνο Θασίτη, τον Θάνο Παπαδόπουλο κ.ά. το περιοδικό «Ξεκίνημα» του οποίου ήταν αρχισυντάκτης. Εξέδωσε ποιητικές συλλογές, αλλά και λαογραφικές μελέτες και γλωσσικά δοκίμια. 

Εργογραφία: 

«Νοτιές» (ποιήματα), 1943
«Πανοπλίες» (ποιήματα), 195
«Αντίσταση» (ποιήματα), 1945
«Ναυτικό φυλλάδιο» (ποιήματα), 1957
«Μυθολογικά σχέδια» (ποιήματα), 1960
«Διαδρομή» (συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων και μικρών πεζών της περιόδου 1940-1960), Αθήνα, 1964
«Το λιβάδι με τους μαργαρίτες», 1965
«Ένας θαυμάσιος περίπατος» (μικρά πεζά & ποιήματα), 1965
«Ληξίαρχος» (ποιήματα), Αθήνα, 1966
«Το περιβόλι με τους μαργαρίτες», 1966
«Ο στρατηγός Μακρυγιάννης κι ο Καραγκιόζης λαός» (θεατρικό έργο), 1970
«Ο μηλότοπος» (πεζά ποιήματα), 1980

ΠΗΓΗ: Translatum 

Ζητώ ένα μικρούλη τόπο 

Ζητώ ένα μικρούλη τόπο
για τις τραυματισμένες ελπίδες μου.

Τα θαλασσιά, τα ουρανιά,
τα μύρια χρώματα της νιότης
θα πλέξουνε σφικτό στεφάνι
κι ο γρύλος της φλύαρης γαλήνης
θα τραγουδήσει τον επικήδειο
στο χαρούμενο ξόδι.

Οι ζέφυροι του Θερμαϊκού
θα διαλύσουνε τον πυκνό βυθό της πίκρας
και θα λάμψουνε τα όστρακα
στολίζοντας συνάμα την καλοσύνη σου.

Οι σημαίες

της Έρσης Χατζημιχάλη

Αυτό το σπίτι απέναντι
όλο αλλάζει πρόσοψη.
Πότε είναι με τη δικτατορία,
πότε ροζ – όλο φιλανθρωπία,
άλλοτε βάζει σημαίες όλων των εθνών,
ένα Μάρτη στολίστηκε λουλούδια,
σαν ερωτευμένο, τα μπαλκόνια∙
ένα καλοκαίρι αντηχούσε μουσική,
μιαν άνοιξη, στο ισόγειο κλαίγαν.
Αυτό το σπίτι θα κατεδαφιστεί,
θα ξαναρχίσει το ίδιο κακό,
ιδίως με τις σημαίες∙
τότε θα πρέπει να φύγουμε εμείς.

Αίνος στους καλούς ποιητές

Στον καιρό του πολέμου
σκάρωνα βεντάλιες από κάλυκες∙
ήταν προσιτό κι ακίνδυνο.

Τώρα, σ' αυτή την αγροικία,
δημιουργώ μπουκέτα,
φυτεύω σπαράγγια και φτέρες,
αλλά μου τις κουρεύουν∙
ιδίως όταν είναι κόκκινες.

Οι καλοί ποιητές είναι επικίνδυνοι
γιατί ξαναγεμίζουν τους κάλυκες
και - προπαντός - γιατί πυροβολούν.

Ήθελε να γνωρίσει Ποιητή!

Από μικρός, πριν έρθουν στην πρωτεύουσα,
ότι άρχισαν στο σχολειό λογοτεχνία,
του ήταν όνειρο γλυκό, ιδανικό,
να γνωρίσει ένα ζωντανό Ποιητή!
Μετά ήρθαν πόλεμοι, κατοχές, ανατροπές και άλλα,
και τ' όνειρο καθυστερούσε.
Ώσπου ο πατέρας του –γνωστός κολλυβιστής–
αγόρασε ένα ρετιρέ στα Εξάρχεια,
και μείναν όλοι.

Ήθελε να γνωρίσει Ποιητή...
Του δώσαν απ' το Υπουργείο τη διεύθυνση
του Μεγάλου Μεγάρου Διανοουμένων (Μ.Μ.Δ.).

Μπήκε στα μάρμαρα και στα γυαλιά και στα χαλιά
και προχωρούσε σύμφωνα με τα βέλη :
Προς Πεζογράφους –- αυτός αριστερά : Προς Ποιητάς. ->
Προς Κλασσικούς –- αυτός αριστερά : Προς σύγχρονους. ->
Προς Επικούς –- αυτός αριστερά : Προς Λυρικούς. ->
Προς Ομοιοκατάληκτους –- αυτός αριστερά : Προς Ελευθεροστίχους. ->
Προς Συμφωνούντας –- αυτός αριστερά : Προς Διαφωνούντας ... ->
Άνοιξε μ' ανείπωτη χαρά την πόρτα
                                                   και βρέθηκε αναπάντεχα στο δρόμο!

Το μνημείο 

Το μνημείο των πεσόντων θα 'ναι γρανίτης γκρίζος, 
βέβαια δεν ακούστηκε άσπρο σάβανο σε στρατιώτες, 
θα κάθεσαι μονάχος, θα σωπαίνεις, θα 'χεις 
χτυπιές στο πρόσωπο, χορτάτος βρισιές, 
το γέλιο σου θα 'ναι αφημένο κοντά σε μια πέτρα, 
τα μάτια σου θα τρέχουν νερό της βροχής 
και θα κλαις όλη νύχτα και στα σαγόνια σου 
θα κατεβαίνουν τα κλάματα, 
κι από τα πέτρινά σου στήθια θα βγαίνουν σαύρες, 
που με ανθρωπιά θα σεργιανούν τη δόξα σου. 

Αυτό είναι το μνημείο σου 
θ' αρμενίζεις αλήθεια πολλές φορές 
στις φλέβες των άλλων και θ' ανάβεις το γαλάζιο 
του λυχνάρι τις ώρες που θα σε θυμούνται, 
αλλά γιατί να πεθάνεις; 

Αντίσταση 

Όταν ακούγαμε τον ήχο της σιδερόφραχτης περπατησιάς 
εμείς ψιθυρίζαμε τα τραγούδια 
της δικής μας ελπίδας, 
στολίσαμε τα μέτωπά μας θαρραλέα 
και προσπερνούσαμε, 
ο βάρβαρος έτρεφε τη ράτσα του με το γάλα 
των παιδιών μας, 
εμείς τρεφόμασταν με μίσος. 
Τις απάνεμες νύχτες γράφαμε στους τοίχους με 
κόκκινο χρώμα 
τη θέλησή μας, 
λιτά, με δυο λέξεις, τόσο που του λαού η καρδιά 
χτυπούσε πιο γρήγορα, πιο δυνατά. 


ΘΑΝΑΣΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ

Βιογραφικό Σημείωμα 

Ο Θανάσης Φωτιάδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1921. Σπούδασε νομικά και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Αθήνα, όπου και πέθανε το 1989. Το 1945 εξέδωσε μαζί με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Κλείτο Κύρου, τον Πάνο Θασίτη, τον Θάνο Παπαδόπουλο κ.ά. το περιοδικό «Ξεκίνημα» του οποίου ήταν αρχισυντάκτης. Εξέδωσε ποιητικές συλλογές, αλλά και λαογραφικές μελέτες και γλωσσικά δοκίμια. 

Εργογραφία: 

«Νοτιές» (ποιήματα), 1943
«Πανοπλίες» (ποιήματα), 195
«Αντίσταση» (ποιήματα), 1945
«Ναυτικό φυλλάδιο» (ποιήματα), 1957
«Μυθολογικά σχέδια» (ποιήματα), 1960
«Διαδρομή» (συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων και μικρών πεζών της περιόδου 1940-1960), Αθήνα, 1964
«Το λιβάδι με τους μαργαρίτες», 1965
«Ένας θαυμάσιος περίπατος» (μικρά πεζά & ποιήματα), 1965
«Ληξίαρχος» (ποιήματα), Αθήνα, 1966
«Το περιβόλι με τους μαργαρίτες», 1966
«Ο στρατηγός Μακρυγιάννης κι ο Καραγκιόζης λαός» (θεατρικό έργο), 1970
«Ο μηλότοπος» (πεζά ποιήματα), 1980

ΠΗΓΗ: Translatum 

Ζητώ ένα μικρούλη τόπο 

Ζητώ ένα μικρούλη τόπο
για τις τραυματισμένες ελπίδες μου.

Τα θαλασσιά, τα ουρανιά,
τα μύρια χρώματα της νιότης
θα πλέξουνε σφικτό στεφάνι
κι ο γρύλος της φλύαρης γαλήνης
θα τραγουδήσει τον επικήδειο
στο χαρούμενο ξόδι.

Οι ζέφυροι του Θερμαϊκού
θα διαλύσουνε τον πυκνό βυθό της πίκρας
και θα λάμψουνε τα όστρακα
στολίζοντας συνάμα την καλοσύνη σου.

Οι σημαίες

της Έρσης Χατζημιχάλη

Αυτό το σπίτι απέναντι
όλο αλλάζει πρόσοψη.
Πότε είναι με τη δικτατορία,
πότε ροζ – όλο φιλανθρωπία,
άλλοτε βάζει σημαίες όλων των εθνών,
ένα Μάρτη στολίστηκε λουλούδια,
σαν ερωτευμένο, τα μπαλκόνια∙
ένα καλοκαίρι αντηχούσε μουσική,
μιαν άνοιξη, στο ισόγειο κλαίγαν.
Αυτό το σπίτι θα κατεδαφιστεί,
θα ξαναρχίσει το ίδιο κακό,
ιδίως με τις σημαίες∙
τότε θα πρέπει να φύγουμε εμείς.

Αίνος στους καλούς ποιητές

Στον καιρό του πολέμου
σκάρωνα βεντάλιες από κάλυκες∙
ήταν προσιτό κι ακίνδυνο.

Τώρα, σ' αυτή την αγροικία,
δημιουργώ μπουκέτα,
φυτεύω σπαράγγια και φτέρες,
αλλά μου τις κουρεύουν∙
ιδίως όταν είναι κόκκινες.

Οι καλοί ποιητές είναι επικίνδυνοι
γιατί ξαναγεμίζουν τους κάλυκες
και - προπαντός - γιατί πυροβολούν.

Ήθελε να γνωρίσει Ποιητή!

Από μικρός, πριν έρθουν στην πρωτεύουσα,
ότι άρχισαν στο σχολειό λογοτεχνία,
του ήταν όνειρο γλυκό, ιδανικό,
να γνωρίσει ένα ζωντανό Ποιητή!
Μετά ήρθαν πόλεμοι, κατοχές, ανατροπές και άλλα,
και τ' όνειρο καθυστερούσε.
Ώσπου ο πατέρας του –γνωστός κολλυβιστής–
αγόρασε ένα ρετιρέ στα Εξάρχεια,
και μείναν όλοι.

Ήθελε να γνωρίσει Ποιητή...
Του δώσαν απ' το Υπουργείο τη διεύθυνση
του Μεγάλου Μεγάρου Διανοουμένων (Μ.Μ.Δ.).

Μπήκε στα μάρμαρα και στα γυαλιά και στα χαλιά
και προχωρούσε σύμφωνα με τα βέλη :
Προς Πεζογράφους –- αυτός αριστερά : Προς Ποιητάς. ->
Προς Κλασσικούς –- αυτός αριστερά : Προς σύγχρονους. ->
Προς Επικούς –- αυτός αριστερά : Προς Λυρικούς. ->
Προς Ομοιοκατάληκτους –- αυτός αριστερά : Προς Ελευθεροστίχους. ->
Προς Συμφωνούντας –- αυτός αριστερά : Προς Διαφωνούντας ... ->
Άνοιξε μ' ανείπωτη χαρά την πόρτα
                                                   και βρέθηκε αναπάντεχα στο δρόμο!

Το μνημείο 

Το μνημείο των πεσόντων θα 'ναι γρανίτης γκρίζος, 
βέβαια δεν ακούστηκε άσπρο σάβανο σε στρατιώτες, 
θα κάθεσαι μονάχος, θα σωπαίνεις, θα 'χεις 
χτυπιές στο πρόσωπο, χορτάτος βρισιές, 
το γέλιο σου θα 'ναι αφημένο κοντά σε μια πέτρα, 
τα μάτια σου θα τρέχουν νερό της βροχής 
και θα κλαις όλη νύχτα και στα σαγόνια σου 
θα κατεβαίνουν τα κλάματα, 
κι από τα πέτρινά σου στήθια θα βγαίνουν σαύρες, 
που με ανθρωπιά θα σεργιανούν τη δόξα σου. 

Αυτό είναι το μνημείο σου 
θ' αρμενίζεις αλήθεια πολλές φορές 
στις φλέβες των άλλων και θ' ανάβεις το γαλάζιο 
του λυχνάρι τις ώρες που θα σε θυμούνται, 
αλλά γιατί να πεθάνεις; 

Αντίσταση 

Όταν ακούγαμε τον ήχο της σιδερόφραχτης περπατησιάς 
εμείς ψιθυρίζαμε τα τραγούδια 
της δικής μας ελπίδας, 
στολίσαμε τα μέτωπά μας θαρραλέα 
και προσπερνούσαμε, 
ο βάρβαρος έτρεφε τη ράτσα του με το γάλα 
των παιδιών μας, 
εμείς τρεφόμασταν με μίσος. 
Τις απάνεμες νύχτες γράφαμε στους τοίχους με 
κόκκινο χρώμα 
τη θέλησή μας, 
λιτά, με δυο λέξεις, τόσο που του λαού η καρδιά 
χτυπούσε πιο γρήγορα, πιο δυνατά. 


Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

ΕΝΑ ΔΟΚΙΜΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

ΞΑΝΑΒΡΙΣΚΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ

    
     Πολλοί είναι αυτοί, που στα εφηβικά τους χρόνια νοιώθουν την ανάγκη να διαχύσουν τα συναισθήματά τους στα καλούπια των στίχων. Μεγαλώνοντας, η σκληρή πραγματικότητα πνίγει ή επικαλύπτει τα συναισθήματα, στίχοι δεν γράφονται πια και οι τελευταίοι που γράφτηκαν, κιτρινίζουν σε κάποιο συρτάρι, άλλοτε ξεχασμένοι και άλλοτε σαν μυστικά φυλαγμένο αποδεικτικό στοιχείο «νεανικού αμαρτήματος».
     Είναι και κάποιες στιγμές, που απεγνωσμένα γυρεύουμε διαφυγή από τη διακεκαυμένη ζώνη της καθημερινής ρουτίνας και της πεζής πραγματικότητας. Λίγες είναι οι στιγμές αυτές και γίνονται, όσο περνάει ο καιρός, ολοένα και λιγότερες, αφού, τελικά η αφομοιωτική ικανότητα της σκληρής και πεζής αυτής πραγματικότητας μας μεταβάλλει αργά ή γρήγορα, ανάλογα με την ικανότητα αντίστασης του καθένα μας, -ευελιξία την αποκαλούμε κατ’ ευφημισμόν- σε τυποποιημένα νευρόσπαστα, έτοιμα να εκτελέσουν με ακρίβεια κάθε τι, που αυτή επιτάσσει.
     Σ’ αυτές, λοιπόν, τις ελάχιστες στιγμές, που η λιγοστή ευαισθησία, όση από δαύτη κρύβεται φοβισμένη και ντροπαλή μέσα μας, απεγνωσμένα γυρεύει να βρει διέξοδο, ανοίγουμε και πάλι δειλά το εφτασφράγιστο συρτάρι, ξεθάβουμε με συγκίνηση τα κιτρινισμένα χαρτιά και ανακαλύπτουμε μέσα στους αφελείς εφηβικούς στίχους το χρώμα και το άρωμα μιας χαμένης ανεπίστροφα αθωότητας. Οι εφηβικοί στίχοι συνθέτουν τότε ένα «άλλοθι», όπως θα ‘λεγε ο ποιητής, για την ψυχική συρρίκνωση που ακολούθησε στα χρόνια της «ωριμότητας», όπου κατά τον Σεντ-Μπεβ η ζωή μας σκληραίνει ή μας σαπίζει αλλά δεν μας ωριμάζει πραγματικά. Και ποιοι είναι υπαίτιοι γι’ αυτό; Μα και βέβαια είμαστε όλοι, τόσο οι «άλλοι», όσο ίσως και «εμείς». Οι «άλλοι» για το «άνυδρο» τοπίο, που δημιούργησαν προηγουμένως γύρω μας κι «εμείς», που, αγνοώντας ή περιφρονώντας τη δυνατότητα και το δικαίωμα εκλογής, για το οποίο μας μίλησε εγκαίρως ο μακαρίτης Ζαν-Πολ Σαρτρ, αποδεχτήκαμε το τοπίο αυτό, μάθαμε να ζούμε σ’ αυτό και το συνηθίσαμε τόσο πολύ, που μας είναι αδύνατο να φανταστούμε κάποιο άλλο στη θέση του και αισθανόμαστε πια, σιγά-σιγά σα στο σπίτι μας κι ίσως-ίσως να καταλήγουμε να πιστεύουμε πως ζούμε στον τελειότερο δυνατό κόσμο, όπως θα ‘λεγε με άπειρη μακαριότητα ο Λάιμπνιτς, βολεμένοι μέσα στα «τείχη», που «ανεπαισθήτως» ορθώθηκαν γύρω μας και φοβισμένοι για το τι κρύβεται πίσω τους.
     Ο πραγματικός φόβος, όμως, δεν είναι αυτός, που, υποτίθεται ότι κρύβεται έξω. Είναι αυτός, που το ίδιο ανεπαίσθητα με τα «τείχη», διαχέεται γύρω μας και μέσα μας. Γιατί, αφού εμείς αποδεχτήκαμε την ομοιομορφία και την ισοπέδωση του καθημερινού ζοφερού τοπίου, καψαλίζοντας όνειρα και ανησυχίες, «μη παραδεδεγμένης χρησιμότητας», κατά τον αμίμητο χαρακτηρισμό του Παπαδιαμάντη, αντί να εξασφαλίσουμε δια βίου την ησυχία και την τάξη, μαζί με δισεκατομμύρια άλλους συστρατιώτες, το ίδιο κομμένους και ραμμένους με μας και με επίσης καψαλισμένα όνειρα και ανησυχίες, τους αντιμετωπίζουμε και μας αντιμετωπίζουν σήμερα σαν ανταγωνιστές, τους βλέπουμε και μας βλέπουν όχι σαν συνανθρώπους, αλλά τεράστιες δαγκάνες που συνωθούνται γύρω μας και μας απειλούν. Ο «παράδεισός» μας έχει για τους συντριπτικά περισσότερους από μας τους περισσότερους καρπούς του απαγορευμένους, γιατί, ας μη ξεχνάμε ότι, αν στις αναπτυγμένες χώρες το σύνθημα που κάποτε-κάποτε ακούγεται, είναι «τα θέλουμε όλα», στις περισσότερες χώρες το σύνθημα, που καθημερινά ακούγεται, είναι «θέλουμε ψωμί». Αλλά και όσοι σ’ οποιαδήποτε χώρα, είτε αναπτυγμένη, είτε υπανάπτυκτη, έχουν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν τους καρπούς του «παράδεισού» μας, τους πληρώνουν πολύ ακριβά, αν όχι ίσως με τον κόπο του κορμιού τους, σίγουρα όμως με το ξεπούλημα και με το στέγνωμα της ψυχής τους.
     Αυτό το βαρύ αντίτιμο μεταλλάσσει υποψήφιους ποιητές σε στυγνούς επιχειρηματίες, που για να μην σκέφτονται στα διαλείμματα των ψυχοφθόρων επαγγελματικών τους ασχολιών «αχ, πούσουν νιότη που ‘λεγες, πως θα γινόμουν άλλος», αρκούνται να παίζουν…….σκουότς και που αντί να οραματίζονται ένα καλύτερο και φωτεινότερο μέλλον, καταφεύγουν στις καφετζούδες και στα ωροσκόπια, για να σιγουρευτούν σχετικά με την πιθανότητα διατήρησης των αμφίβολων ανέσεων ενός ζοφερού παρόντος.
     Θα κλείσουμε, λοιπόν, για πάντα το συρτάρι με τα κιτρινισμένα χαρτιά των εφηβικών μας στίχων; Θα βάλουμε οριστικά τελεία και παύλα στην αναπόληση του χαμένου εαυτού μας; Πολύ πιθανόν. Σίγουρα, όμως, το άνοιγμα κάθε φορά αυτού του συρταριού θα βοηθάει να ξεκαθαρίζουμε ολοένα και περισσότερο τι μπορεί να σημαίνει σήμερα να θέλεις να κάνεις επανάσταση: Τι άλλο από το να ψάχνεις, να αναζητάς, να μάχεσαι απεγνωσμένα να ξαναβρείς τον ποιητή, που μέσα σου κάποτε έκρυβες.(*)  
                                                                              
                                                  ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ                      

 --------------------------
          (*) Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Σκέψη», τευχ. 421-3, Ιούλης-Σεπτέμβρης 2000, σελ. 353. Συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου: Δοκίμια, εκδόσεις ΡΕΩ, 2010. 

                                                                     




ΕΝΑ ΔΟΚΙΜΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

ΞΑΝΑΒΡΙΣΚΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ

    
     Πολλοί είναι αυτοί, που στα εφηβικά τους χρόνια νοιώθουν την ανάγκη να διαχύσουν τα συναισθήματά τους στα καλούπια των στίχων. Μεγαλώνοντας, η σκληρή πραγματικότητα πνίγει ή επικαλύπτει τα συναισθήματα, στίχοι δεν γράφονται πια και οι τελευταίοι που γράφτηκαν, κιτρινίζουν σε κάποιο συρτάρι, άλλοτε ξεχασμένοι και άλλοτε σαν μυστικά φυλαγμένο αποδεικτικό στοιχείο «νεανικού αμαρτήματος».
     Είναι και κάποιες στιγμές, που απεγνωσμένα γυρεύουμε διαφυγή από τη διακεκαυμένη ζώνη της καθημερινής ρουτίνας και της πεζής πραγματικότητας. Λίγες είναι οι στιγμές αυτές και γίνονται, όσο περνάει ο καιρός, ολοένα και λιγότερες, αφού, τελικά η αφομοιωτική ικανότητα της σκληρής και πεζής αυτής πραγματικότητας μας μεταβάλλει αργά ή γρήγορα, ανάλογα με την ικανότητα αντίστασης του καθένα μας, -ευελιξία την αποκαλούμε κατ’ ευφημισμόν- σε τυποποιημένα νευρόσπαστα, έτοιμα να εκτελέσουν με ακρίβεια κάθε τι, που αυτή επιτάσσει.
     Σ’ αυτές, λοιπόν, τις ελάχιστες στιγμές, που η λιγοστή ευαισθησία, όση από δαύτη κρύβεται φοβισμένη και ντροπαλή μέσα μας, απεγνωσμένα γυρεύει να βρει διέξοδο, ανοίγουμε και πάλι δειλά το εφτασφράγιστο συρτάρι, ξεθάβουμε με συγκίνηση τα κιτρινισμένα χαρτιά και ανακαλύπτουμε μέσα στους αφελείς εφηβικούς στίχους το χρώμα και το άρωμα μιας χαμένης ανεπίστροφα αθωότητας. Οι εφηβικοί στίχοι συνθέτουν τότε ένα «άλλοθι», όπως θα ‘λεγε ο ποιητής, για την ψυχική συρρίκνωση που ακολούθησε στα χρόνια της «ωριμότητας», όπου κατά τον Σεντ-Μπεβ η ζωή μας σκληραίνει ή μας σαπίζει αλλά δεν μας ωριμάζει πραγματικά. Και ποιοι είναι υπαίτιοι γι’ αυτό; Μα και βέβαια είμαστε όλοι, τόσο οι «άλλοι», όσο ίσως και «εμείς». Οι «άλλοι» για το «άνυδρο» τοπίο, που δημιούργησαν προηγουμένως γύρω μας κι «εμείς», που, αγνοώντας ή περιφρονώντας τη δυνατότητα και το δικαίωμα εκλογής, για το οποίο μας μίλησε εγκαίρως ο μακαρίτης Ζαν-Πολ Σαρτρ, αποδεχτήκαμε το τοπίο αυτό, μάθαμε να ζούμε σ’ αυτό και το συνηθίσαμε τόσο πολύ, που μας είναι αδύνατο να φανταστούμε κάποιο άλλο στη θέση του και αισθανόμαστε πια, σιγά-σιγά σα στο σπίτι μας κι ίσως-ίσως να καταλήγουμε να πιστεύουμε πως ζούμε στον τελειότερο δυνατό κόσμο, όπως θα ‘λεγε με άπειρη μακαριότητα ο Λάιμπνιτς, βολεμένοι μέσα στα «τείχη», που «ανεπαισθήτως» ορθώθηκαν γύρω μας και φοβισμένοι για το τι κρύβεται πίσω τους.
     Ο πραγματικός φόβος, όμως, δεν είναι αυτός, που, υποτίθεται ότι κρύβεται έξω. Είναι αυτός, που το ίδιο ανεπαίσθητα με τα «τείχη», διαχέεται γύρω μας και μέσα μας. Γιατί, αφού εμείς αποδεχτήκαμε την ομοιομορφία και την ισοπέδωση του καθημερινού ζοφερού τοπίου, καψαλίζοντας όνειρα και ανησυχίες, «μη παραδεδεγμένης χρησιμότητας», κατά τον αμίμητο χαρακτηρισμό του Παπαδιαμάντη, αντί να εξασφαλίσουμε δια βίου την ησυχία και την τάξη, μαζί με δισεκατομμύρια άλλους συστρατιώτες, το ίδιο κομμένους και ραμμένους με μας και με επίσης καψαλισμένα όνειρα και ανησυχίες, τους αντιμετωπίζουμε και μας αντιμετωπίζουν σήμερα σαν ανταγωνιστές, τους βλέπουμε και μας βλέπουν όχι σαν συνανθρώπους, αλλά τεράστιες δαγκάνες που συνωθούνται γύρω μας και μας απειλούν. Ο «παράδεισός» μας έχει για τους συντριπτικά περισσότερους από μας τους περισσότερους καρπούς του απαγορευμένους, γιατί, ας μη ξεχνάμε ότι, αν στις αναπτυγμένες χώρες το σύνθημα που κάποτε-κάποτε ακούγεται, είναι «τα θέλουμε όλα», στις περισσότερες χώρες το σύνθημα, που καθημερινά ακούγεται, είναι «θέλουμε ψωμί». Αλλά και όσοι σ’ οποιαδήποτε χώρα, είτε αναπτυγμένη, είτε υπανάπτυκτη, έχουν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν τους καρπούς του «παράδεισού» μας, τους πληρώνουν πολύ ακριβά, αν όχι ίσως με τον κόπο του κορμιού τους, σίγουρα όμως με το ξεπούλημα και με το στέγνωμα της ψυχής τους.
     Αυτό το βαρύ αντίτιμο μεταλλάσσει υποψήφιους ποιητές σε στυγνούς επιχειρηματίες, που για να μην σκέφτονται στα διαλείμματα των ψυχοφθόρων επαγγελματικών τους ασχολιών «αχ, πούσουν νιότη που ‘λεγες, πως θα γινόμουν άλλος», αρκούνται να παίζουν…….σκουότς και που αντί να οραματίζονται ένα καλύτερο και φωτεινότερο μέλλον, καταφεύγουν στις καφετζούδες και στα ωροσκόπια, για να σιγουρευτούν σχετικά με την πιθανότητα διατήρησης των αμφίβολων ανέσεων ενός ζοφερού παρόντος.
     Θα κλείσουμε, λοιπόν, για πάντα το συρτάρι με τα κιτρινισμένα χαρτιά των εφηβικών μας στίχων; Θα βάλουμε οριστικά τελεία και παύλα στην αναπόληση του χαμένου εαυτού μας; Πολύ πιθανόν. Σίγουρα, όμως, το άνοιγμα κάθε φορά αυτού του συρταριού θα βοηθάει να ξεκαθαρίζουμε ολοένα και περισσότερο τι μπορεί να σημαίνει σήμερα να θέλεις να κάνεις επανάσταση: Τι άλλο από το να ψάχνεις, να αναζητάς, να μάχεσαι απεγνωσμένα να ξαναβρείς τον ποιητή, που μέσα σου κάποτε έκρυβες.(*)  
                                                                              
                                                  ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ                      

 --------------------------
          (*) Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Σκέψη», τευχ. 421-3, Ιούλης-Σεπτέμβρης 2000, σελ. 353. Συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου: Δοκίμια, εκδόσεις ΡΕΩ, 2010. 

                                                                     




Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

3 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΠΟΡΦΥΡΗ

Μπήκα σ' ένα κατάστημα 

Μπήκα σ' ένα κατάστημα δίσκων και ζήτησα 
                         τη Nathalie 
ποιάναι η κυρία δεν την ξέρω ψιθύρισε 
η μια στην άλλη πωλήτρια και χαχάνισε 
σταχτί σκούρο χάχανο από βαρύ τσιγάρο και 
σκληρό ποτό σε δωμάτιο σκυλάδικου τα 
ξημερώματα Posters διασήμων ποδοσφαιριστών 
                        τη Nathalie 
με τον Ζιλμπέρ Μπεκό συνέχισα μη δίνοντας 
σημασία με περιεργάστηκαν όπως προϊστορικό 
τέρας αργοκύλησαν οι στιγμές σαν γεωλογικοί 
αιώνες κάτι έχω ακουστά ψέλλισε η άλλη 
τις έφερα σε δύσκολη θέση σκέφτηκα 
ζήτησα συγγνώμη χιόνιζε ακόμα la place 
rouge etait blance a cote de moi 
pleurait 
                  Nathalie 
                                        γερασμένη 
ακουμπώντας στο άγαλμα του Μαγιακόβσκι 
σακατεμένη από νόρμες και πεντάχρονα σχέδια. 

Μετανάστες 

Κοιτάξτε τους την ώρα που σχολάνε οι φάμπρικες 
προχωράνε με βαρύ κουρασμένο βήμα και τα 
κορμιά τους γερμένα προς την μεριά της πατρίδας 
                        δέντρα μαστιγωμένα απ' το Βοριά. 

Μοναξιά 

Τάχε φροντίσει όλα από νωρίς 
πολύ την παίδεψε εκείνος ο λεκές στο πάτωμα 
ανεξήγητο-αναρωτήθηκε-πως έγινε; και 
περιμένουμε ξένους ύστερα σκέφτηκε πως 
                      ξεχειλίζει η μνήμη 
τις νύχτες και λεκιάζει τα πάντα 
κι όπως κάθησε στην πολυθρόνα σταυρώνοντας 
τα χέρια την έπιασε μια αγωνία για την τύχη 
των λουλουδιών π' ανοίγουν μόνο για μια μέρα 
                      τόσο 
που θέλησε κάποιον να χαϊδέψει ύστερα 
αφέθηκε στην μοναξιά της όπως φύλλο στην 
                       πτώση του. 

Από την ποιητική συλλογή "Η πέμπτη έξοδος" 



3 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΠΟΡΦΥΡΗ

Μπήκα σ' ένα κατάστημα 

Μπήκα σ' ένα κατάστημα δίσκων και ζήτησα 
                         τη Nathalie 
ποιάναι η κυρία δεν την ξέρω ψιθύρισε 
η μια στην άλλη πωλήτρια και χαχάνισε 
σταχτί σκούρο χάχανο από βαρύ τσιγάρο και 
σκληρό ποτό σε δωμάτιο σκυλάδικου τα 
ξημερώματα Posters διασήμων ποδοσφαιριστών 
                        τη Nathalie 
με τον Ζιλμπέρ Μπεκό συνέχισα μη δίνοντας 
σημασία με περιεργάστηκαν όπως προϊστορικό 
τέρας αργοκύλησαν οι στιγμές σαν γεωλογικοί 
αιώνες κάτι έχω ακουστά ψέλλισε η άλλη 
τις έφερα σε δύσκολη θέση σκέφτηκα 
ζήτησα συγγνώμη χιόνιζε ακόμα la place 
rouge etait blance a cote de moi 
pleurait 
                  Nathalie 
                                        γερασμένη 
ακουμπώντας στο άγαλμα του Μαγιακόβσκι 
σακατεμένη από νόρμες και πεντάχρονα σχέδια. 

Μετανάστες 

Κοιτάξτε τους την ώρα που σχολάνε οι φάμπρικες 
προχωράνε με βαρύ κουρασμένο βήμα και τα 
κορμιά τους γερμένα προς την μεριά της πατρίδας 
                        δέντρα μαστιγωμένα απ' το Βοριά. 

Μοναξιά 

Τάχε φροντίσει όλα από νωρίς 
πολύ την παίδεψε εκείνος ο λεκές στο πάτωμα 
ανεξήγητο-αναρωτήθηκε-πως έγινε; και 
περιμένουμε ξένους ύστερα σκέφτηκε πως 
                      ξεχειλίζει η μνήμη 
τις νύχτες και λεκιάζει τα πάντα 
κι όπως κάθησε στην πολυθρόνα σταυρώνοντας 
τα χέρια την έπιασε μια αγωνία για την τύχη 
των λουλουδιών π' ανοίγουν μόνο για μια μέρα 
                      τόσο 
που θέλησε κάποιον να χαϊδέψει ύστερα 
αφέθηκε στην μοναξιά της όπως φύλλο στην 
                       πτώση του. 

Από την ποιητική συλλογή "Η πέμπτη έξοδος"