Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΡΙΔΗΣ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 

Ο Κώστας Γαρίδης γεννήθηκε στους Δολούς της Μεσσηνιακής Μάνης το 1919, περάτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη Μεσσήνη και συνεργάστηκε από νωρίς σε πελοποννησιακά περιοδικά και εφημερίδες και αργότερα σε περιοδικά της Αθήνας, όπου εγκαταστάθηκε. Η ποιητική του εμφάνιση σημειώθηκε στην περίοδο της Κατοχής και συνεχίστηκε με σοβαρότητα και συνέπεια. Μεγαλωμένος σε δύσκολες περιόδους, προσάρμοσε την έμφυτη λυρική του διάθεση στο μεταπολεμικό κλίμα, διατηρώντας μια εγκαρτέρηση και μια λύπη, που διαβρέχουν τους στίχους του. Πηγαίος, με δροσερή φαντασία και εικονοπλαστική λιτότητα, τραγουδάει με εκφραστική σαφήνεια τη ρευστότητα της ζωής, τη φυσική ομορφιά και τις αποχρώσεις μιας προβληματιζόμενης εσωτερικότητας. Πέθανε το 1984.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: 

Νοσταλγίες, 1943
Η σιωπή και οι άνθρωποι, 1955
Δύσκολες ώρες, 1957
Ανακωχή με τη σιωπή, 1960
Στώμεν καλώς, 1963
Η Παναγιά των μελτεμιών, 1965
Φολέγανδρος, 1966
Τετράδια μοναξιάς, 1971
Εαρινή επίσκεψη, 1972
Ενδοσκόπιο, 1973
Ζήτημα πλεύσεως, 1975
Ο χρόνος και η διάσταση, 1976
Τα ερωτικά, 1977
Στο μπαλκόνι του απογεύματος, 1978.

ΠΗΓΗ: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΜΙΧΑΗΛ ΠΕΡΑΝΘΗ

Αυτός ο ήλιος 

Αυτός ο ήλιο σήμερα δεν είναι
ήλιος που να μπορεί κανείς να σου τον στείλει.
Είν' ένας ήλιος κίτρινος βασανισμένος ήλιος
ήλιος που τον σταυρώσανε καταμεσίς στον ουρανό
μια κουστωδία μικρών παιδιών, παίζοντας την αγάπη.

Τραγούδι 

Μου φωνάζει ο άνεμος.
Μου φωνάζει ο άνεμος πως με γυρεύεις.
                        Τόσο νύχτα τι με θέλεις;
Βγαίνω έξω και βλέπω.
Τ’ αστέρια μονάχα, τ’ αστέρια κι η νύχτα
                                    τ’ αστέρια κι η θάλασσα.
Κι ο άνεμος φεύγει παίζοντας φλάουτο.

Ταξίδι στο Αιγαίο 

Λέω να ταξιδέψω πάλι για το Αιγαίο, 
Σίκινο ή Φολέγανδρο να επισκεφθώ. 
Όμως, μπορεί στην Αμοργό, να πάω. 
Είν' οι Κυκλάδες τόπος που αγαπάω. 

Λέω να πάω με το "Αιγαίο" ή το "Σφενδόνη". 
Όμορφα πλοία ταχύπλοα και στα κύματα 
πολύ αναπαυτικά. Τον Καραντώνη 
μόνο που σκέφτομαι και τα ύδατα 
τα χωρικά του Ελύτη. 

Μα το να μείνεις πάλι σπίτι 
ενώ το Αιγαίο σε προκαλεί, αμαρτία μεγάλη. 
Έτσι, που αποφάσισα και πάλι 
να μπω ένα πρωινό στο πλοίο "Σφενδόνη" 
κι άστον να λέει τον κύριο Καραντώνη. 

Σύντομο ελεγείο στη μικρή κόρη της φάμπρικας 

Ξυπνούσε τη νύχτα. Την έβλεπα 
κάθε πρωί στο μουντό φως να γυρίζει στους δρόμους 
σαν ένα φεγγάρι που χάνει το δρόμο του. 
Σαν ένα φεγγάρι που το δέρνουν οι άνεμοι 
και το πνίγουν τα σύννεφα. Τα χοντρά της παπούτσια 
θορυβούσαν περίεργα, λες και περνούσαν 
νικηφόροι στρατοί. Ήταν ένα κλωνάρι 
λυγαριάς που δε μέστωσε. Εκείνη την ώρα 
ξυπνούσαν οι φάμπρικες με χοντρά μαύρα χέρια 
για να πνίξουν τον ήλιο. Ένα τέταρτο δρόμος. 
Ώσπου ν' άνοιγε η μια πόρτα έκλεινε η άλλη 
και ντουβάρια που ψήλωναν για να κρύψουν τον ήλιο. 
Ένα τέταρτο δρόμος. 
Κι η μέρα δεν ήταν παραπάνω από τέταρτο. 
Τα χοντρά της παπούτσια 
μετρούσαν τις μέρες και τα χρόνια με τέταρτα. 
Μετρούσαν τον ήλιο και το φως με στιγμές. 
Πόσος ήλιος και πόσο φως καθρεφτίστηκε 
στα μεγάλα της μάτια; Πόσο πήρε μαζί της; 
χαιρετίσματα στ' άλλα μικρότερ' αδέρφια της 
που κοιμούνται στη γη; 

Το ναυάγιο της χαράς 

Έτσι πρέπει να ήταν. Μάλωνε 
το φεγγάρι, κάποια νύχτα, με τα σύννεφα 
με τους ανέμους μάλωνε και προχωρούσε 
στον ουρανό τρεκλίζοντας. Πρέπει έτσι 
να ήταν, ή μπορεί και να έβρεχε πολύ. 
Ήτανε, πάντως, νύχτα όταν βυθίστηκε 
το πλοίο "Χαρά" στη θάλασσα της Απόγνωσης. 




ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΡΙΔΗΣ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 

Ο Κώστας Γαρίδης γεννήθηκε στους Δολούς της Μεσσηνιακής Μάνης το 1919, περάτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη Μεσσήνη και συνεργάστηκε από νωρίς σε πελοποννησιακά περιοδικά και εφημερίδες και αργότερα σε περιοδικά της Αθήνας, όπου εγκαταστάθηκε. Η ποιητική του εμφάνιση σημειώθηκε στην περίοδο της Κατοχής και συνεχίστηκε με σοβαρότητα και συνέπεια. Μεγαλωμένος σε δύσκολες περιόδους, προσάρμοσε την έμφυτη λυρική του διάθεση στο μεταπολεμικό κλίμα, διατηρώντας μια εγκαρτέρηση και μια λύπη, που διαβρέχουν τους στίχους του. Πηγαίος, με δροσερή φαντασία και εικονοπλαστική λιτότητα, τραγουδάει με εκφραστική σαφήνεια τη ρευστότητα της ζωής, τη φυσική ομορφιά και τις αποχρώσεις μιας προβληματιζόμενης εσωτερικότητας. Πέθανε το 1984.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: 

Νοσταλγίες, 1943
Η σιωπή και οι άνθρωποι, 1955
Δύσκολες ώρες, 1957
Ανακωχή με τη σιωπή, 1960
Στώμεν καλώς, 1963
Η Παναγιά των μελτεμιών, 1965
Φολέγανδρος, 1966
Τετράδια μοναξιάς, 1971
Εαρινή επίσκεψη, 1972
Ενδοσκόπιο, 1973
Ζήτημα πλεύσεως, 1975
Ο χρόνος και η διάσταση, 1976
Τα ερωτικά, 1977
Στο μπαλκόνι του απογεύματος, 1978.

ΠΗΓΗ: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΜΙΧΑΗΛ ΠΕΡΑΝΘΗ

Αυτός ο ήλιος 

Αυτός ο ήλιο σήμερα δεν είναι
ήλιος που να μπορεί κανείς να σου τον στείλει.
Είν' ένας ήλιος κίτρινος βασανισμένος ήλιος
ήλιος που τον σταυρώσανε καταμεσίς στον ουρανό
μια κουστωδία μικρών παιδιών, παίζοντας την αγάπη.

Τραγούδι 

Μου φωνάζει ο άνεμος.
Μου φωνάζει ο άνεμος πως με γυρεύεις.
                        Τόσο νύχτα τι με θέλεις;
Βγαίνω έξω και βλέπω.
Τ’ αστέρια μονάχα, τ’ αστέρια κι η νύχτα
                                    τ’ αστέρια κι η θάλασσα.
Κι ο άνεμος φεύγει παίζοντας φλάουτο.

Ταξίδι στο Αιγαίο 

Λέω να ταξιδέψω πάλι για το Αιγαίο, 
Σίκινο ή Φολέγανδρο να επισκεφθώ. 
Όμως, μπορεί στην Αμοργό, να πάω. 
Είν' οι Κυκλάδες τόπος που αγαπάω. 

Λέω να πάω με το "Αιγαίο" ή το "Σφενδόνη". 
Όμορφα πλοία ταχύπλοα και στα κύματα 
πολύ αναπαυτικά. Τον Καραντώνη 
μόνο που σκέφτομαι και τα ύδατα 
τα χωρικά του Ελύτη. 

Μα το να μείνεις πάλι σπίτι 
ενώ το Αιγαίο σε προκαλεί, αμαρτία μεγάλη. 
Έτσι, που αποφάσισα και πάλι 
να μπω ένα πρωινό στο πλοίο "Σφενδόνη" 
κι άστον να λέει τον κύριο Καραντώνη. 

Σύντομο ελεγείο στη μικρή κόρη της φάμπρικας 

Ξυπνούσε τη νύχτα. Την έβλεπα 
κάθε πρωί στο μουντό φως να γυρίζει στους δρόμους 
σαν ένα φεγγάρι που χάνει το δρόμο του. 
Σαν ένα φεγγάρι που το δέρνουν οι άνεμοι 
και το πνίγουν τα σύννεφα. Τα χοντρά της παπούτσια 
θορυβούσαν περίεργα, λες και περνούσαν 
νικηφόροι στρατοί. Ήταν ένα κλωνάρι 
λυγαριάς που δε μέστωσε. Εκείνη την ώρα 
ξυπνούσαν οι φάμπρικες με χοντρά μαύρα χέρια 
για να πνίξουν τον ήλιο. Ένα τέταρτο δρόμος. 
Ώσπου ν' άνοιγε η μια πόρτα έκλεινε η άλλη 
και ντουβάρια που ψήλωναν για να κρύψουν τον ήλιο. 
Ένα τέταρτο δρόμος. 
Κι η μέρα δεν ήταν παραπάνω από τέταρτο. 
Τα χοντρά της παπούτσια 
μετρούσαν τις μέρες και τα χρόνια με τέταρτα. 
Μετρούσαν τον ήλιο και το φως με στιγμές. 
Πόσος ήλιος και πόσο φως καθρεφτίστηκε 
στα μεγάλα της μάτια; Πόσο πήρε μαζί της; 
χαιρετίσματα στ' άλλα μικρότερ' αδέρφια της 
που κοιμούνται στη γη; 

Το ναυάγιο της χαράς 

Έτσι πρέπει να ήταν. Μάλωνε 
το φεγγάρι, κάποια νύχτα, με τα σύννεφα 
με τους ανέμους μάλωνε και προχωρούσε 
στον ουρανό τρεκλίζοντας. Πρέπει έτσι 
να ήταν, ή μπορεί και να έβρεχε πολύ. 
Ήτανε, πάντως, νύχτα όταν βυθίστηκε 
το πλοίο "Χαρά" στη θάλασσα της Απόγνωσης. 




Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Το ποίημα, που ακολουθεί, πολλοί το γνωρίζουν στην μελοποιημένη μορφή του, δηλαδή με κομμένες στροφές. Εδώ παρατίθεται ολόκληρο. 

Γυναίκα 

Στον Αντώνη Μωραΐτη

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούντζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα*.

Ινδικός Ωκεανός 1951 

*Από ναυτική οικογένεια του Φισκάρδου κατάγεται ο Καββαδίας. Δυο θείοι του χάθηκαν στη θάλασσα. Ο πατέρας του, στις αρχές του αιώνα, εργαζόταν στην Κίνα ως τροφοδότης του ρώσου Κουρουπάτκιν. Ο ποιητής, που γεννήθηκε στο Χαρμπίν, θεωρούσε την Κίνα δεύτερη πατρίδα του, μ' όλο που την έζησε μόνο οχτώ χρόνια. Στα 1918 η οικογένεια ήρθε στην Ελλάδα, όπου ο πατέρας εργαζόταν ως τροφοδότης στον "Πολικό". Έντεκα ετών πήρε το Νίκο σ' ένα ταξίδι στη Μεσόγειο. Κι από τότε, είπε ο ποιητής "η θάλασσα μπήκε στο αίμα μου". 18 ετών μπαρκάρησε ναύτης για το Μπρίντεζι. Δέκα χρόνια έκανε ναύτης και 37 ασυρματιστής. 

ΠΗΓΕΣ: Στηθάγχη, Ανθολογία Μιχαήλ Περάνθη



ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Το ποίημα, που ακολουθεί, πολλοί το γνωρίζουν στην μελοποιημένη μορφή του, δηλαδή με κομμένες στροφές. Εδώ παρατίθεται ολόκληρο. 

Γυναίκα 

Στον Αντώνη Μωραΐτη

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούντζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα*.

Ινδικός Ωκεανός 1951 

*Από ναυτική οικογένεια του Φισκάρδου κατάγεται ο Καββαδίας. Δυο θείοι του χάθηκαν στη θάλασσα. Ο πατέρας του, στις αρχές του αιώνα, εργαζόταν στην Κίνα ως τροφοδότης του ρώσου Κουρουπάτκιν. Ο ποιητής, που γεννήθηκε στο Χαρμπίν, θεωρούσε την Κίνα δεύτερη πατρίδα του, μ' όλο που την έζησε μόνο οχτώ χρόνια. Στα 1918 η οικογένεια ήρθε στην Ελλάδα, όπου ο πατέρας εργαζόταν ως τροφοδότης στον "Πολικό". Έντεκα ετών πήρε το Νίκο σ' ένα ταξίδι στη Μεσόγειο. Κι από τότε, είπε ο ποιητής "η θάλασσα μπήκε στο αίμα μου". 18 ετών μπαρκάρησε ναύτης για το Μπρίντεζι. Δέκα χρόνια έκανε ναύτης και 37 ασυρματιστής. 

ΠΗΓΕΣ: Στηθάγχη, Ανθολογία Μιχαήλ Περάνθη



Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ "ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ": 

ΜΠΟΝΑΜΑΣ
Σαράντα σβέρκοι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες
σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες
ξετσίπωτοι ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι.
Εξήντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς βαράν καμπάνες)
φάγανε γουρουνόπουλα, στραγγίσαν νταμιτζάνες!
Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στα τζάκια,
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στα μπατζάκια.
Την προσευκή τους κάνανε τα πράματα ν’ αλλάξουν
να ξεπροβάλουν οι κυράδες του Δεκαημέρου
χωρίς καπίστρι και λουρί, πολλές μαζί… (φυλάξου
τα πισινά του μουλαριού τα μπρος του καλογέρου!)
Κι ο Σατανάς τούς άκουσε που πιο καλά τους ξέρει
κι έστειλε τον καθηγητή της ηθικής ξεφτέρι…
Όξω οι φτωχοί φωνάζανε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες”
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες.
Κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι
ανοίξαν το παράθυρο κι είπανε: «Φταιν οι αθέοι». 
Σε αυτή τη μορφή το ποίημα δημοσιεύτηκε, με τον τίτλο «Μποναμάς» και με τη σατιρική υπογραφή Γερβάσιος ο θεοεμβαίκτης, στο αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι», στο τεύχος Φεβρουαρίου 1931, σε δισέλιδο με γενικό τίτλο “Η ανθολογία μας”, μαζί με ποιήματα άλλων ποιητών. Οι έξι στίχοι που είναι γραμμένοι με πλάγια στοιχεία δεν έχουν συμπεριληφθεί στα Ποιητικά (στα οποία ο Βάρναλης είχε λογοκρίνει πολλά παλιότερα ποιήματά του, είτε για να γίνουν λιγότερο αιχμηρά είτε επειδή είχαν χάσει το νόημά τους κάποιες επικαιρικές αναφορές, όπως εδώ στον καθηγητή της ηθικής), ενώ υπάρχουν και κάποιες μικροδιαφορές στο υπόλοιπο ποίημα.
ΠΗΓΗ: http://sarantakos.wordpress.com/2011/01/02/mponamas/


ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ "ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ": 

ΜΠΟΝΑΜΑΣ
Σαράντα σβέρκοι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες
σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες
ξετσίπωτοι ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι.
Εξήντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς βαράν καμπάνες)
φάγανε γουρουνόπουλα, στραγγίσαν νταμιτζάνες!
Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στα τζάκια,
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στα μπατζάκια.
Την προσευκή τους κάνανε τα πράματα ν’ αλλάξουν
να ξεπροβάλουν οι κυράδες του Δεκαημέρου
χωρίς καπίστρι και λουρί, πολλές μαζί… (φυλάξου
τα πισινά του μουλαριού τα μπρος του καλογέρου!)
Κι ο Σατανάς τούς άκουσε που πιο καλά τους ξέρει
κι έστειλε τον καθηγητή της ηθικής ξεφτέρι…
Όξω οι φτωχοί φωνάζανε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες”
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες.
Κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι
ανοίξαν το παράθυρο κι είπανε: «Φταιν οι αθέοι». 
Σε αυτή τη μορφή το ποίημα δημοσιεύτηκε, με τον τίτλο «Μποναμάς» και με τη σατιρική υπογραφή Γερβάσιος ο θεοεμβαίκτης, στο αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι», στο τεύχος Φεβρουαρίου 1931, σε δισέλιδο με γενικό τίτλο “Η ανθολογία μας”, μαζί με ποιήματα άλλων ποιητών. Οι έξι στίχοι που είναι γραμμένοι με πλάγια στοιχεία δεν έχουν συμπεριληφθεί στα Ποιητικά (στα οποία ο Βάρναλης είχε λογοκρίνει πολλά παλιότερα ποιήματά του, είτε για να γίνουν λιγότερο αιχμηρά είτε επειδή είχαν χάσει το νόημά τους κάποιες επικαιρικές αναφορές, όπως εδώ στον καθηγητή της ηθικής), ενώ υπάρχουν και κάποιες μικροδιαφορές στο υπόλοιπο ποίημα.
ΠΗΓΗ: http://sarantakos.wordpress.com/2011/01/02/mponamas/


Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ



Ένα συγκλονιστικό ποίημα της Κατερίνας Γώγου: 

Ετών 9

Όταν ξυπνήσεις το πρωί
και δεν θα βρεις στο πάτωμα
χαπάκια πουλόβερ και σουτιέν
και χτυπήσεις με δύναμη την πόρτα
χωρίς ν' ακούσεις πίσω σου το υστερικό μου "σκασμός"
μη βάλεις τα κλαματα και πας για να με βρεις
στην παιδική φωτογραφία μου που σε κοιτάει. Ποτέ δεν έβλεπα.
Ούτε στα ηλίθια γραφτά μου. Σούψω πει ψέματα, Πάντοτε σούλεγα
πως είναι όμορφοι οι άνθρωποι τα χρώματα κι η μουσική.
Μέτρησε μόνο τα μεροκάματα που έκανα
μ' αυτό θα μάθεις πως έζησα.
Μέτpησε έπειτα το νοίκι μας
ποτέ δεν φτάνανε να το πληρώσω.
Και πόσο φως έκαψα
ψάχνοντας να βρω τρόπο.
Τράβα μετά και γύρεψε απ' τον πατέρα σου
για τελευταία φορά χρήματα
και δώσε τα χρέη μου.
Ύστερα πλύνε τα μούτρα σου
και μην αφήσεις κανέναν να σου πει
τι απόγινε με τη μάνα σου.
Μόνο κάτω απ' αυτές
τις ηλίθιες αποδείξεις
φτιάξε έναν ήλιο απ' αυτούς που μόνο εσύ έχεις στο νου σου΄
και κάτω απ' αυτόν
γράψε με τ' αστεία παιδικά σου γράμματα
ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ!

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ



Ένα συγκλονιστικό ποίημα της Κατερίνας Γώγου: 

Ετών 9

Όταν ξυπνήσεις το πρωί
και δεν θα βρεις στο πάτωμα
χαπάκια πουλόβερ και σουτιέν
και χτυπήσεις με δύναμη την πόρτα
χωρίς ν' ακούσεις πίσω σου το υστερικό μου "σκασμός"
μη βάλεις τα κλαματα και πας για να με βρεις
στην παιδική φωτογραφία μου που σε κοιτάει. Ποτέ δεν έβλεπα.
Ούτε στα ηλίθια γραφτά μου. Σούψω πει ψέματα, Πάντοτε σούλεγα
πως είναι όμορφοι οι άνθρωποι τα χρώματα κι η μουσική.
Μέτρησε μόνο τα μεροκάματα που έκανα
μ' αυτό θα μάθεις πως έζησα.
Μέτpησε έπειτα το νοίκι μας
ποτέ δεν φτάνανε να το πληρώσω.
Και πόσο φως έκαψα
ψάχνοντας να βρω τρόπο.
Τράβα μετά και γύρεψε απ' τον πατέρα σου
για τελευταία φορά χρήματα
και δώσε τα χρέη μου.
Ύστερα πλύνε τα μούτρα σου
και μην αφήσεις κανέναν να σου πει
τι απόγινε με τη μάνα σου.
Μόνο κάτω απ' αυτές
τις ηλίθιες αποδείξεις
φτιάξε έναν ήλιο απ' αυτούς που μόνο εσύ έχεις στο νου σου΄
και κάτω απ' αυτόν
γράψε με τ' αστεία παιδικά σου γράμματα
ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ!