Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

       "Κυριακή γιορτή και σχόλη / να 'ταν η βδομάδα όλη", λέει ένα παλιό τραγούδι του Ζαμπέτα, ενώ πάρα πολλές είναι οι αναφορές, που βρίσκουμε σε διάφορους συγγραφείς για τις μέρες της εβδομάδας, για την ρουτίνα των καθημερινών και την σύνδεση της Κυριακής με την ξεκούραση, αλλά και του Σαββάτου με τη διασκέδαση. Εδώ θα σχολιάσουμε ορισμένα ποιητικά παραδείγματα:
        Ο Κ.Π. Καβάφης στο ποίημα του "Vulnerant Omnes, Ultima Necat" γράφει για ένα ρολόι, που μετρά τις ώρες για πολλά χρόνια και εκφράζει το παράπονο του ρολογιού με τους παρακάτω στίχους: "Είναι ομοία δι' εμέ πάσα της γης ημέρα. / Παρασκευή και Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα". Στους παραπάνω στίχους το ρολόι δεν βρίσκει κάτι να σπάσει τη μονοτονία και τη ρουτίνα και κατ' επέκταση ο άνθρωπος, που κάνει ακριβώς τα ίδια κάθε μέρα, νιώθει πλήξη και χρειάζεται κάτι, που να ταράξει τα λιμνασμένα νερά.
        Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω υπάρχουν και αναφορές στο Σάββατο και συγκεκριμένα στο βράδυ του Σαββάτου. Ο Τάσος Λειβαδίτης γράφει: "Πάει κι απόψε τ' όμορφο / τ' όμορφο τ' απόβραδο, / από Δευτέρα πάλι / πίκρα και σκοτάδι. / Αχ, να 'ταν η ζωή μας / Σαββατόβραδο / κι ο Χάρος να 'ρχονταν / μια Κυριακή το βράδυ". Το ποίημα γραμμένο σε μια δύσκολη εποχή, αναφέρεται στον εργάτη, που δουλεύει όλη την εβδομάδα σκληρά και περιμένει το Σαββατόβραδο για να νιώσει κι εκείνος ότι ζει. Το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και η πρώτη εκτέλεση ήταν με τον Στέλιο Καζαντζίδη.
       Στην σχέση της Κυριακής με τη Δευτέρα αναφέρεται και ο Μάριος Μαρκίδης, που γράφει: "Πως να τολμήσω λοιπόν να σου υπενθυμίσω / τις Κυριακές που περάσαμε μαζί / εφόσον επακολούθησαν Δευτέρες;" Το ποίημα αναφέρει ότι η ρουτίνα της καθημερινότητας σβήνει την ανάμνηση των όμορφων στιγμών της Κυριακής.
        Στις μέρες μας, όπου η ρουτίνα της καθημερινότητας γίνεται όλο και πιο δύσκολη, ας θυμηθούμε να διεκδικούμε, αλλά και να αξιοποιούμε δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο μας, έχοντας πάντα στο νου μας ότι δεν ζούμε για να δουλεύουμε, αλλά δουλεύουμε για να ζούμε.

ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

       Παρακάτω παραθέτουμε τα ποίηματα, που αναφέρονται στο κείμενο 

VULNERANT OMNES, ULTIMA NECAT                                                                                                  
Εκτύπωση
Της Βρούγκου η μητρόπολις, ην πάλαι είχε κτίσει
δουξ Φλαμανδός τις ισχυρός και αφειδώς προικίσει,
έχει εν ωρολόγιον με αργυρούς πυλώνας
όπερ δεικνύει τον καιρόν από πολλούς αιώνας.


Είπε το Ωρολόγιον· «Είν’ η ζωή μου κρύα
        και άχρους, και σκληρά.
Είναι ομοία δι’ εμέ πάσα της γης ημέρα.
Παρασκευή και Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα,
δεν έχουσι διαφοράν. Ζω χωρίς να ελπίζω.
Η μόνη διασκέδασις, η μόνη ποικιλία
είναι, εν τη μοιραία μου, πικρά μονοτονία,
        του κόσμου η φθορά.
΄Οτε τους δείκτας μου νωθρώς, εν μαρασμώ γυρίζω
μοι φανερώνεται παντός γηίνου η απάτη.
Τέλος και πτώσις πανταχού. Aτρύτου πάλης κρότοι,
στόνοι βομβούσι πέριξ μου και συμπεραίνω ότι
Πληγώνει πάσα ώρα μου· φονεύει η εσχάτη.»

Ήκουσεν ο Aρχιερεύς τον λόγον τον αυθάδη
και είπεν· «Ωρολόγιον, η γλώσσ’ αυτή απάδει
εις την εκκλησιαστικήν και υψηλήν σειράν σου.
Τοιαύτη σκέψις πονηρά εις την διάνοιάν σου
πόθεν εισήλθεν; ω μωρά, αιρετική ιδέα!
        Το πνεύμα σου μ’ αχλύν
πυκνήν θα περιέβαλε πολύχρονος ανία.
        Άλλην αποστολήν
εκ του Κυρίου, των ωρών έλαβεν η χορεία.
Εκάστη αναζωπυρεί· γεννά η τελευταία.»

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ


ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ

Μοσχοβολούν οι γειτονιές 
βασιλικό κι ασβέστη, 
παίζουν τον έρωτα κρυφά 
στις μάντρες τα παιδιά.

Σαββάτο βράδυ μου έμορφο
ίδιο Χριστός Ανέστη, 
ένα τραγούδι του Τσιτσάνη
κλαίει κάπου μακριά.

Πάει κι απόψε τ’ όμορφο 
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο, 
από Δευτέρα πάλι 
πίκρα και σκοτάδι.
Αχ, να `ταν η ζωή μας 
Σαββατόβραδο
κι ο Χάρος να `ρχονταν 
μια Κυριακή το βράδυ. 

Οι άντρες σχολάν’ απ’ τη δουλειά
και το βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε 
στο υπόγειο καπηλειό.
Και το φεγγάρι ντύνει, λες, 

με τ’ άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταριό. 

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


Πώς να τολμήσω λοιπόν να σου υπενθυμήσω
τις Κυριακές που περάσαμε μαζί
εφόσον επακολούθησαν Δευτέρες; 

ΜΑΡΙΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ 


ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

       "Κυριακή γιορτή και σχόλη / να 'ταν η βδομάδα όλη", λέει ένα παλιό τραγούδι του Ζαμπέτα, ενώ πάρα πολλές είναι οι αναφορές, που βρίσκουμε σε διάφορους συγγραφείς για τις μέρες της εβδομάδας, για την ρουτίνα των καθημερινών και την σύνδεση της Κυριακής με την ξεκούραση, αλλά και του Σαββάτου με τη διασκέδαση. Εδώ θα σχολιάσουμε ορισμένα ποιητικά παραδείγματα:
        Ο Κ.Π. Καβάφης στο ποίημα του "Vulnerant Omnes, Ultima Necat" γράφει για ένα ρολόι, που μετρά τις ώρες για πολλά χρόνια και εκφράζει το παράπονο του ρολογιού με τους παρακάτω στίχους: "Είναι ομοία δι' εμέ πάσα της γης ημέρα. / Παρασκευή και Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα". Στους παραπάνω στίχους το ρολόι δεν βρίσκει κάτι να σπάσει τη μονοτονία και τη ρουτίνα και κατ' επέκταση ο άνθρωπος, που κάνει ακριβώς τα ίδια κάθε μέρα, νιώθει πλήξη και χρειάζεται κάτι, που να ταράξει τα λιμνασμένα νερά.
        Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω υπάρχουν και αναφορές στο Σάββατο και συγκεκριμένα στο βράδυ του Σαββάτου. Ο Τάσος Λειβαδίτης γράφει: "Πάει κι απόψε τ' όμορφο / τ' όμορφο τ' απόβραδο, / από Δευτέρα πάλι / πίκρα και σκοτάδι. / Αχ, να 'ταν η ζωή μας / Σαββατόβραδο / κι ο Χάρος να 'ρχονταν / μια Κυριακή το βράδυ". Το ποίημα γραμμένο σε μια δύσκολη εποχή, αναφέρεται στον εργάτη, που δουλεύει όλη την εβδομάδα σκληρά και περιμένει το Σαββατόβραδο για να νιώσει κι εκείνος ότι ζει. Το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και η πρώτη εκτέλεση ήταν με τον Στέλιο Καζαντζίδη.
       Στην σχέση της Κυριακής με τη Δευτέρα αναφέρεται και ο Μάριος Μαρκίδης, που γράφει: "Πως να τολμήσω λοιπόν να σου υπενθυμίσω / τις Κυριακές που περάσαμε μαζί / εφόσον επακολούθησαν Δευτέρες;" Το ποίημα αναφέρει ότι η ρουτίνα της καθημερινότητας σβήνει την ανάμνηση των όμορφων στιγμών της Κυριακής.
        Στις μέρες μας, όπου η ρουτίνα της καθημερινότητας γίνεται όλο και πιο δύσκολη, ας θυμηθούμε να διεκδικούμε, αλλά και να αξιοποιούμε δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο μας, έχοντας πάντα στο νου μας ότι δεν ζούμε για να δουλεύουμε, αλλά δουλεύουμε για να ζούμε.

ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

       Παρακάτω παραθέτουμε τα ποίηματα, που αναφέρονται στο κείμενο 

VULNERANT OMNES, ULTIMA NECAT                                                                                                  
Εκτύπωση
Της Βρούγκου η μητρόπολις, ην πάλαι είχε κτίσει
δουξ Φλαμανδός τις ισχυρός και αφειδώς προικίσει,
έχει εν ωρολόγιον με αργυρούς πυλώνας
όπερ δεικνύει τον καιρόν από πολλούς αιώνας.


Είπε το Ωρολόγιον· «Είν’ η ζωή μου κρύα
        και άχρους, και σκληρά.
Είναι ομοία δι’ εμέ πάσα της γης ημέρα.
Παρασκευή και Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα,
δεν έχουσι διαφοράν. Ζω χωρίς να ελπίζω.
Η μόνη διασκέδασις, η μόνη ποικιλία
είναι, εν τη μοιραία μου, πικρά μονοτονία,
        του κόσμου η φθορά.
΄Οτε τους δείκτας μου νωθρώς, εν μαρασμώ γυρίζω
μοι φανερώνεται παντός γηίνου η απάτη.
Τέλος και πτώσις πανταχού. Aτρύτου πάλης κρότοι,
στόνοι βομβούσι πέριξ μου και συμπεραίνω ότι
Πληγώνει πάσα ώρα μου· φονεύει η εσχάτη.»

Ήκουσεν ο Aρχιερεύς τον λόγον τον αυθάδη
και είπεν· «Ωρολόγιον, η γλώσσ’ αυτή απάδει
εις την εκκλησιαστικήν και υψηλήν σειράν σου.
Τοιαύτη σκέψις πονηρά εις την διάνοιάν σου
πόθεν εισήλθεν; ω μωρά, αιρετική ιδέα!
        Το πνεύμα σου μ’ αχλύν
πυκνήν θα περιέβαλε πολύχρονος ανία.
        Άλλην αποστολήν
εκ του Κυρίου, των ωρών έλαβεν η χορεία.
Εκάστη αναζωπυρεί· γεννά η τελευταία.»

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ


ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ

Μοσχοβολούν οι γειτονιές 
βασιλικό κι ασβέστη, 
παίζουν τον έρωτα κρυφά 
στις μάντρες τα παιδιά.

Σαββάτο βράδυ μου έμορφο
ίδιο Χριστός Ανέστη, 
ένα τραγούδι του Τσιτσάνη
κλαίει κάπου μακριά.

Πάει κι απόψε τ’ όμορφο 
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο, 
από Δευτέρα πάλι 
πίκρα και σκοτάδι.
Αχ, να `ταν η ζωή μας 
Σαββατόβραδο
κι ο Χάρος να `ρχονταν 
μια Κυριακή το βράδυ. 

Οι άντρες σχολάν’ απ’ τη δουλειά
και το βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε 
στο υπόγειο καπηλειό.
Και το φεγγάρι ντύνει, λες, 

με τ’ άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταριό. 

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


Πώς να τολμήσω λοιπόν να σου υπενθυμήσω
τις Κυριακές που περάσαμε μαζί
εφόσον επακολούθησαν Δευτέρες; 

ΜΑΡΙΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ 


Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

20 ΧΑΪ ΚΟΥ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΟΥ

       Η Νίκη Πολίτου γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς Κωνσταντινουπολίτες. Μετά το γυμνάσιο εργάστηκε ως λογίστρια. Παράλληλα σπούδασε ξένες γλώσσες: γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά. Πτυχιούχος πλέον της Γαλλικής και Αγγλικής φιλολογίας εργάστηκε επί μακρόν ως καθηγήτρια ξένων γλωσσών και ως μεταφράστρια. Από νεαρή ηλικία εκδήλωσε την κλίση της για τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα για την ποίηση. Επίσημα εμφανίστηκε στα γράμματα το 1993 με την ποιητική συλλογή "Διαχρονικά κι εφήμερα". Έκτοτε έχει εκδώσει δεκαοχτώ ποιητικές συλλογές εκ των οποίων οι πέντε είναι συλλογές Χάι-Κου.
       Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη μετάφραση λογοτεχνικών κειμένων. Είχε επανειλημμένως τιμηθεί και βραβευθεί για το έργο της. Ήταν μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Πανελλήνιας Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και της Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Πέθανε πριν από μερικά χρόνια στην Αθήνα. 


Εργογραφία: 
(2006)Νομάδες, Ιωλκός
(2005)Πορθμείο "Γης" σε πλοές ζωής, Ιωλκός
(2004)Μελίσματα κι ιριδισμοί απ' της ζωής το διάσταθμο, Ιωλκός
(2003)Χορευτής των νεφελών, Ιωλκός
(2002)Στης σιωπής τον ιστό, Βασιλόπουλος Στέφανος Δ.
(2001)Μια αδραξιά δρομολούλουδα, Ιωλκός
(2000)Αιωροπτερίσματα, Ιωλκός
(1999)Μετεωρίτες, Ιωλκός
(1998)Διαδίκτυο, Ιωλκός
(1998)Ψυχής αποτυπώματα, Ιωλκός
(1997)Κοντός ψαλμός, Ιωλκός
(1997)Οι καστρόπετρες, Ιωλκός
(1996)Γιοφύρια στο χάος, Ιωλκός
(1994)Μπιεννάλε ζωής, Βασιλόπουλος Στέφανος Δ.
(1994)Παράτονες τρίλλιες, Βασιλόπουλος Στέφανος Δ.
(1994)Στην άλω του αστερωμένου, Βασιλόπουλος Στέφανος Δ.
(1993)Διαχρονικά και εφήμερα, Βασιλόπουλος Στέφανος Δ.
(1993)Οι πειρατές, Βασιλόπουλος Στέφανος Δ.
Παρακάτω παραθέτουμε 20 χάι-κου από την ποιητική της συλλογή: "Πολλά εν ολίγοις" 
           
           Ι         
Τι κι αν στο βλέμμα 
τον Κάιν κρύβεις, πάντα 
τ' αδέρφι θωρώ. 

          ΙΙ
Γυμνή αλήθεια 
προκαλεί εγκαύματα   
στο φως σαν βγαίνει. 

       ΙΙΙ 
Για να σε μάθω 
φλέγομαι, μ' αλήθεια 
γυμνή με σκιάζεις. 

        ΙV 
Παντού υπάρχουν 
ξέφωτα που προσπερνώ 
δίχως να βλέπω. 

          V 
Ζάπινγκ στις μνήμες, 
δύσκολη επιλογή, 
όλες ακριβές. 

          VI 
Σταθμοί όασης 
οι στιγμές που χάραξαν 
τις αναμνήσεις. 

         VII 
Το πέταγμά μου 
πάντα μες στα σύγνεφα 
πραγματώνεται. 

         VIII 
Αστραπόβροντο 
της ζωής μου μοτίβο 
αμετάβλητο. 

        IX 
Σμίκρυνση είμαι 
του παντός, μεγέθυνση 
δε του μηδενός. 

         Χ 
Στέκω σαν σύμπαν 
μπρος στο μηδέν, στο σύμπαν 
μηδενίζομαι. 

        ΧΙ 
Σπατάλη ζωής 
σε καρτέρι θανάτου 
το ριζικό μου. 

      ΧΙΙ 
Σκυτάλη είμαι 
για τη διαιώνιση 
ζωής επί γης. 

      ΧΙΙΙ 
Εξιλαστήριο 
θύμα αναλώνομαι 
σ' άγνωστο Θεό. 

       XIV 
Λάθος ένοχος, 
γι' άγνωστο αμάρτημα: 
Ποιος ο κριτής μου; 

        XV 
Πλουμίδι κι εγώ 
στ' απέραντο του Θεού 
χειροτέχνημα. 

      XVI
Πλανήτης η γη 
που πάνω της άθελα 
κι εγώ πλανιέμαι. 

      ΧVII 
Μάρτυρες χαράς 
ή του πόνου μάρτυρες 
τα δάκρυά μου; 

       XVIII 
Γκρίζο ξέφωτο 
σε μαύρο φόντο όλη 
η μάθησή μου. 

       XIX 
Σταυρός ή δώρο 
το διάβα μου απ' τη γη; 
Θα μάθω ποτέ; 

        ΧΧ 
Άγνωστο σύμπαν 
η ονειροφαντασιά 
μας γεφυρώνει. 


20 ΧΑΪ ΚΟΥ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΟΥ

       Η Νίκη Πολίτου γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς Κωνσταντινουπολίτες. Μετά το γυμνάσιο εργάστηκε ως λογίστρια. Παράλληλα σπούδασε ξένες γλώσσες: γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά. Πτυχιούχος πλέον της Γαλλικής και Αγγλικής φιλολογίας εργάστηκε επί μακρόν ως καθηγήτρια ξένων γλωσσών και ως μεταφράστρια. Από νεαρή ηλικία εκδήλωσε την κλίση της για τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα για την ποίηση. Επίσημα εμφανίστηκε στα γράμματα το 1993 με την ποιητική συλλογή "Διαχρονικά κι εφήμερα". Έκτοτε έχει εκδώσει δεκαοχτώ ποιητικές συλλογές εκ των οποίων οι πέντε είναι συλλογές Χάι-Κου.
       Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη μετάφραση λογοτεχνικών κειμένων. Είχε επανειλημμένως τιμηθεί και βραβευθεί για το έργο της. Ήταν μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Πανελλήνιας Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και της Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Πέθανε πριν από μερικά χρόνια στην Αθήνα. 


Εργογραφία: 
(2006)Νομάδες, Ιωλκός
(2005)Πορθμείο "Γης" σε πλοές ζωής, Ιωλκός
(2004)Μελίσματα κι ιριδισμοί απ' της ζωής το διάσταθμο, Ιωλκός
(2003)Χορευτής των νεφελών, Ιωλκός
(2002)Στης σιωπής τον ιστό, Βασιλόπουλος Στέφανος Δ.
(2001)Μια αδραξιά δρομολούλουδα, Ιωλκός
(2000)Αιωροπτερίσματα, Ιωλκός
(1999)Μετεωρίτες, Ιωλκός
(1998)Διαδίκτυο, Ιωλκός
(1998)Ψυχής αποτυπώματα, Ιωλκός
(1997)Κοντός ψαλμός, Ιωλκός
(1997)Οι καστρόπετρες, Ιωλκός
(1996)Γιοφύρια στο χάος, Ιωλκός
(1994)Μπιεννάλε ζωής, Βασιλόπουλος Στέφανος Δ.
(1994)Παράτονες τρίλλιες, Βασιλόπουλος Στέφανος Δ.
(1994)Στην άλω του αστερωμένου, Βασιλόπουλος Στέφανος Δ.
(1993)Διαχρονικά και εφήμερα, Βασιλόπουλος Στέφανος Δ.
(1993)Οι πειρατές, Βασιλόπουλος Στέφανος Δ.
Παρακάτω παραθέτουμε 20 χάι-κου από την ποιητική της συλλογή: "Πολλά εν ολίγοις" 
           
           Ι         
Τι κι αν στο βλέμμα 
τον Κάιν κρύβεις, πάντα 
τ' αδέρφι θωρώ. 

          ΙΙ
Γυμνή αλήθεια 
προκαλεί εγκαύματα   
στο φως σαν βγαίνει. 

       ΙΙΙ 
Για να σε μάθω 
φλέγομαι, μ' αλήθεια 
γυμνή με σκιάζεις. 

        ΙV 
Παντού υπάρχουν 
ξέφωτα που προσπερνώ 
δίχως να βλέπω. 

          V 
Ζάπινγκ στις μνήμες, 
δύσκολη επιλογή, 
όλες ακριβές. 

          VI 
Σταθμοί όασης 
οι στιγμές που χάραξαν 
τις αναμνήσεις. 

         VII 
Το πέταγμά μου 
πάντα μες στα σύγνεφα 
πραγματώνεται. 

         VIII 
Αστραπόβροντο 
της ζωής μου μοτίβο 
αμετάβλητο. 

        IX 
Σμίκρυνση είμαι 
του παντός, μεγέθυνση 
δε του μηδενός. 

         Χ 
Στέκω σαν σύμπαν 
μπρος στο μηδέν, στο σύμπαν 
μηδενίζομαι. 

        ΧΙ 
Σπατάλη ζωής 
σε καρτέρι θανάτου 
το ριζικό μου. 

      ΧΙΙ 
Σκυτάλη είμαι 
για τη διαιώνιση 
ζωής επί γης. 

      ΧΙΙΙ 
Εξιλαστήριο 
θύμα αναλώνομαι 
σ' άγνωστο Θεό. 

       XIV 
Λάθος ένοχος, 
γι' άγνωστο αμάρτημα: 
Ποιος ο κριτής μου; 

        XV 
Πλουμίδι κι εγώ 
στ' απέραντο του Θεού 
χειροτέχνημα. 

      XVI
Πλανήτης η γη 
που πάνω της άθελα 
κι εγώ πλανιέμαι. 

      ΧVII 
Μάρτυρες χαράς 
ή του πόνου μάρτυρες 
τα δάκρυά μου; 

       XVIII 
Γκρίζο ξέφωτο 
σε μαύρο φόντο όλη 
η μάθησή μου. 

       XIX 
Σταυρός ή δώρο 
το διάβα μου απ' τη γη; 
Θα μάθω ποτέ; 

        ΧΧ 
Άγνωστο σύμπαν 
η ονειροφαντασιά 
μας γεφυρώνει. 


Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΧΟΥΝΤΑ

       Ο Γιώργος Σεφέρης, στα 1971 έγραψε ένα ποίημα ενάντια στη Χούντα των Συνταγματαρχών. Πρόκειται για το τελευταίο του ποίημα, που απέχει από το γνώριμο στυλ του και προς το τέλος του θυμίζει Καβάφη. Παραθέτουμε το ποίημα και μια ανάλυση από τον Κωνσταντίνο Μάντη: 

        

Γιώργος Σεφέρης «Επί ασπαλάθων ...»


Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη ...

Γαλήνη.
- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια·
τ' όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.

31 του Μάρτη 1971

Το ποίημα «Επί ασπαλάθων...» είναι το τελευταίο που συνέθεσε ο Γιώργος Σεφέρης και αποτελεί μια καταγγελία κατά της δικτατορίας και -πολύ περισσότερο- ένα πρόκριμα για τη βίαιη τιμωρία που θα έπρεπε να αποδοθεί στους μυσαρούς δικτάτορες. Το καθεστώς ανελευθερίας, που διένυε την πέμπτη του χρονιά, προκαλούσε έντονη δυσαρέσκεια στον ποιητή, ο οποίος μέσα από έναν τυχαίο συνειρμό φέρνει στο νου του την τιμωρία που είχε επιβληθεί στον Αρδιαίο -έναν αδελφοκτόνο και πατροκτόνο τύραννο της Παμφυλίας- όπως αυτή καταγράφεται στην Πολιτεία του Πλάτωνα.

Αναλυτικότερα:

Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.

Την ημέρα του Ευαγγελισμού, ημέρα που οι δικτάτορες συνήθιζαν να διενεργούν μεγαλειώδεις παρελάσεις, ο ποιητής επιλέγει να επισκεφτεί το Σούνιο, ώστε να αποφύγει όλο το προπαγανδιστικό κλίμα που επικρατούσε στην Αθήνα.
Η αναφορά στην ημέρα του Ευαγγελισμού λειτουργεί μέσα στο ποίημα, όχι μόνο ως χρονικός προσδιορισμός, αλλά και ως έμμεση υπενθύμιση της ιδιαίτερης σημασίας που έχει η συγκεκριμένη ημέρα για τους Έλληνες. Ημέρα εορτασμού της ελληνικής επανάστασης και παράλληλα σημαντική και ελπιδοφόρα ημέρα για το χριστιανισμό. Οι συσχετισμοί που δημιουργούνται στο μυαλό του αναγνώστη -επαναστατική διάθεση και προσμονή χαρμόσυνης είδησης- υπηρετούν άριστα το μήνυμα που επιχειρεί να μεταδώσει ο ποιητής.
Ο τρόπος, άλλωστε, με τον οποίο συντάσσει το δεύτερο στίχο «πάλι με την άνοιξη» παρόλο που σ’ ένα πρώτο επίπεδο συμπληρώνει και αιτιολογεί την αναφορά του πρώτου στίχου «Ήταν ωραίο το Σούνιο», σε δεύτερη ανάγνωση μας φέρνει στο νου τη λαϊκή ρήση «πάλι με χρόνια, με καιρούς...» και λειτουργεί ως μήνυμα αισιοδοξίας, ενώ παράλληλα η αναφορά στην άνοιξη μας παραπέμπει στην αναγέννηση, στο ξύπνημα της φύσης και στην ελπίδα αλλαγής.

Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.

Η περιγραφή της φύσης του Σουνίου εμπεριέχει και τη σημαντική αναφορά στους ασπάλαθους που αποτελούν το ερέθισμα για τη μνήμη του ποιητή. Πάνω στα μεγάλα βελόνια των ασπάλαθων καταξέσκισαν τον τύραννο Αρδιαίο, πάνω σ’ αυτά θα μπορούσαν να σύρουν και τους σημερινούς τύραννους, είναι η σκέψη που κάνει ο ποιητής.
Ο χώρος του Σουνίου έχει λιγοστά πράσινα φύλλα, αφενός γιατί είμαστε ακόμη στην αρχή της άνοιξης κι αφετέρου γιατί η βλάστηση στην περιοχή δεν είναι ιδιαίτερα πυκνή. Οι πέτρες -το κυρίαρχο στοιχείο του τοπίου- μετά από τις βροχές του χειμώνα μοιάζουν «σκουριασμένες», μια μεταφορική χρήση του επιθέτου για να αποδώσει τη δυσχρωμία των πολυκαιρισμένων πετρωμάτων της περιοχής.

Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη ...

Οι κολόνες του ναού του Ποσειδώνα θυμίζουν στον ποιητή τις χορδές μιας άρπας που αντηχεί ακόμη, φέρνοντας μνήμες από εποχές μεγαλείου και αγωνιστικής διάθεσης. Ο ναός, που στα χρόνια της αρχαιότητας ήταν καλά οχυρωμένος, βρισκόταν σ’ ένα σημείο με ιδιαίτερη στρατηγική αξία για τους Αθηναίους, καθώς μπορούσαν από εκεί να ελέγχουν την είσοδο στο Σαρωνικό κόλπο.
Οι κολόνες που έχουν απομείνει σήμερα μπορεί να μην αποκαλύπτουν πλήρως την αλλοτινή ομορφιά του ναού, μας θυμίζουν όμως πάντοτε τις ένδοξες στιγμές που γνώρισε ο λαός μας, αλλά και τους σημαντικούς αγώνες που αναγκάστηκε να πραγματοποιήσει κατά καιρούς.

Γαλήνη.

Ο μονολεκτικός στίχος που εισάγει τη δεύτερη στροφή του ποιήματος έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς δημιουργεί μια έντονη αντίθεση σε σχέση τόσο με τη συναισθηματική κατάσταση του ποιητή όσο και με τη γενικότερη κατάσταση που κυριαρχεί στη χώρα. Ο Σεφέρης είναι οργισμένος -στοιχείο που σπάνια εκφράζεται με τόση ένταση στην ποίησή του- και στους επόμενους στίχους θα καταγράψει τις εικόνες της φρικιαστικής τιμωρίας που αντλεί από τον Πλάτωνα και τις θεωρεί απολύτως αρμόζουσες και για τους δικτάτορες της εποχής του.
Η γαλήνη, η ηρεμία που κυριαρχεί στο Σούνιο, επιτρέπει στη σκέψη του ποιητή να περιπλανηθεί στο παρελθόν και να ανασύρει τη μνήμη του πλατωνικού χωρίου.
Η γαλήνη αυτή, βέβαια, μας παραπέμπει στην ησυχία που επικρατεί λίγο προτού ξεσπάσει η μπόρα, καθώς αμέσως μετά πρόκειται να δοθεί με ιδιαίτερη παραστατικότητα η οργή που αισθάνεται ο ποιητής. Η αίσθηση της γαλήνη, επομένως, λειτουργεί ως το μέσο για τη μετάβαση από το σήμερα στο παρελθόν, από την ομορφιά και ηρεμία του τοπίου στην σκληρότητα της τιμωρίας που επιβλήθηκε στον Αρδιαίο.

- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια·
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.

Η αναφορά στους ασπάλαθους δημιουργεί στη σκέψη του ποιητή τον συνειρμό πάνω στον οποίο δομείται όλο το ποίημα. Το γεγονός ότι η ονομασία του θάμνου αυτού δεν άλλαξε από την αρχαιότητα έως σήμερα, επιτρέπει στον ποιητή να θυμηθεί ένα χωρίο από την Πολιτεία του Πλάτωνα, το οποίο ξαφνικά φαντάξει εξαιρετικά επίκαιρο.

Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».

Η τιμωρία που επιβλήθηκε στον τύραννο Αρδιαίο, μοιάζει να είναι ιδανική και για τους ανθρώπους που τόλμησαν να στερήσουν την ελευθερία των Ελλήνων και με σκληρότητα και διώξεις τους εμποδίζουν από κάθε αντίδραση. Η πολύχρονη, πλέον, δικτατορία έχει σωρεύσει στην ψυχή του ποιητή, αλλά και των Ελλήνων εν γένει, μια οργή που το ξέσπασμά της θα είναι δυσεπίσχετο. Ο ποιητής παραθέτει το χωρίο του Πλάτωνα με την ελπίδα πως σύντομα οι δικτάτορες θα τύχουν ανάλογης τιμωρίας, ώστε να αντιληφθούν πόσο επώδυνη είναι για τους ανθρώπους αυτή η κατάσταση ανελευθερίας και περιορισμού.
Η εικόνα του τυράννου που γδέρνεται ζωντανός και κατόπιν ξεσκίζεται πάνω στα αγκάθια των ασπάλαθων, είναι εξαιρετικά βίαιη και αποκαλύπτει την ένταση της οργής που αισθάνεται ο ποιητής.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι σε αυτό το ποίημα, ο Σεφέρης, πλάι στα στοιχεία που αποτελούν βασικά γνωρίσματα της τεχνικής του, όπως είναι οι αναφορές στην αρχαιότητα και σε αρχαιοελληνικούς μύθους, εμφανίζει μια συναισθηματική φόρτιση πρωτόφαντη.

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.
Η δίστιχη στροφή που κλείνει το ποίημα έρχεται ως προειδοποίηση ή ως υπενθύμιση προς τους δικτάτορες, πως έτσι πλήρωσε τα κρίματά του ο Αρδιαίος, έτσι όπως θα πρέπει να τα πληρώσετε κι εσείς. Το επιλογικό αυτό μήνυμα του ποιήματος εκφράζει την ελπίδα του ποιητή πως η δικαιοσύνη θα κυριαρχήσει και οι πανάθλιοι και μυσαροί Τύραννοι θα τιμωρηθούν, όπως τιμωρήθηκε και ο Αρδιαίος.

[Είναι το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη και δημοσιεύτηκε στο Βήμα (23-9-71) τρεις μέρες μετά το θάνατό του στην περίοδο της δικτατορίας. Το ποίημα βασίζεται σε μια περικοπή του Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ.ε.) που αναφέρεται στη μεταθανάτια τιμωρία των αδίκων και ιδιαίτερα του Αρδιαίου. Ο Αρδιαίος, τύραννος σε μια πόλη της Παμφυλίας, ανάμεσα σε άλλες ανόσιες πράξεις είχε σκοτώσει τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδερφό του. Γι’ αυτό και η τιμωρία του, καθώς και άλλων τυράννων, στον άλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Όταν εξέτισαν την καθιερωμένη ποινή που επιβαλλόταν στους αδίκους και ετοιμάζονταν να βγουν στο φως, το στόμιο δεν τους δεχόταν αλλά έβγαζε ένα μουγκρητό. «Την ίδια ώρα άντρες άγριοι και όλο φωτιά που βρίσκονταν εκεί και ήξεραν τι σημαίνει αυτό το μουγκρητό, τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και το κεφάλι, αφού τους έριξαν κάτω και τους έγδαραν, άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο και να τους ξεσκίζουν επάνω στ’ ασπαλάθια και σε όλους όσοι περνούσαν από εκεί εξηγούσαν τις αιτίες που τα παθαίνουν αυτά και έλεγαν πως τους πηγαίνουν να τους ρίξουν στα Τάρταρα». (Πλ. Πολιτεία 616)] 


Read more: http://latistor.blogspot.com/2011/05/blog-post_29.html#ixzz3J92RYzOo