Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΒΥΡΩΝΑ ΛΕΟΝΤΑΡΗ: 

Βύρωνα Λεοντάρη: Ψυχοστασία ( Ιαν. 1972, Προτάσεις ). 

       Ο Βύρων Λεοντάρης βγαίνει κατ' ευθείαν μέσα από τα καπνίζοντα ερείπια της δεκαετίας 40-50. Ανήκει φύσει και θέσει σ' ένα κύκλο νεώτερων ποιητών που πολώνονται γύρω από δυο σημαντικούς ποιητές κάπως παλιότερους: Τον Μ. Αναγνωστάκη και τον Μ. Κατσαρό. Στη μεταπολεμική μας ποίηση θα μπορούσε κανείς να διακρίνει σχηματικά δυο μεγάλα ρεύματα. Το ένα συνεχίζει την Παλμική μεγαληγορία έχοντας επικεφαλής τους Ρίτσο, Λειβαδίτη και τον Ελύτη του "Άξιον Εστί". Το άλλο εκπορεύεται μέσα από τον υποτονικό χαρακτήρα του Σεφερικού λόγου και μ' ενδιάμεσο σταθμό τον Αναγωνστάκη καταλήγει στον Θ. Κωσταβάρα, στον Θωμά Γκόρπα, στον Β. Λεοντάρη και λίγο πιο πέρα στον κύκλο του προ δεκαετίας "λαθρόβιου" περιοδικού "Μαρτυρίες". Του δεύτερου αυτού ρεύματος ο τόνος είναι πιο οικείος, πιο ανθρώπινος. Επιδιώκοντας να διαπλάσει ένα αντιηρωικό κλίμα, απομυθοποιεί ορισμένες καταστάσεις με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να διεκδικήσει έναν τόνο μοναδικής γνησιότητας. Η ποίηση αυτή δεν έχει να υμνήσει κατορθώματα και συγκλονιστικές συγκρούσεις. Γεννήθηκε μετά τη μάχη και δεν ντρέπεται να το ομολογήσει: "Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω - ανίατα μεσοπόλεμος... ψιθυρίζει πικρά ο Λεοντάρης κι ο στίχος αυτός χαρακτηρίζει το γενικό κλίμα της "Ψυχοστασίας". Εύκολα λοιπόν μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι εκείνο που είχε ονομαστεί "ποίηση της ήττας" από τον ίδιο τον Β. Λεοντάρη σαν κυριαρχικό ρεύμα μέσα στην ποίηση της δεκαετίας 50-60 εξακολουθεί να επιβιώνει ανανεωμένο και μετά το 1970. 
      Υπάρχει ένας στίχος που αυτοχαρακτηρίζει την ποίηση του Β. Λεοντάρη: Η τέχνη ένας πανικός μπρος στην πραγματικότητα. Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να πει, μετά από την ανάγνωση της "Ψυχοστασίας", ότι η τέχνη, έστω και πανικόβλητη, δεν μπορεί να υπάρξει σαν τέχνη: Επιτέλους πριν σκεφτούμε να προχωρήσουμε, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε τη φοβερή όψη της πραγματικότητας (και τον πανικό μας). 

ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ 


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Διαπίστωση", τευχ. 4, Μάιος 1972, σελ. 139. 

ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΒΥΡΩΝΑ ΛΕΟΝΤΑΡΗ: 

Βύρωνα Λεοντάρη: Ψυχοστασία ( Ιαν. 1972, Προτάσεις ). 

       Ο Βύρων Λεοντάρης βγαίνει κατ' ευθείαν μέσα από τα καπνίζοντα ερείπια της δεκαετίας 40-50. Ανήκει φύσει και θέσει σ' ένα κύκλο νεώτερων ποιητών που πολώνονται γύρω από δυο σημαντικούς ποιητές κάπως παλιότερους: Τον Μ. Αναγνωστάκη και τον Μ. Κατσαρό. Στη μεταπολεμική μας ποίηση θα μπορούσε κανείς να διακρίνει σχηματικά δυο μεγάλα ρεύματα. Το ένα συνεχίζει την Παλμική μεγαληγορία έχοντας επικεφαλής τους Ρίτσο, Λειβαδίτη και τον Ελύτη του "Άξιον Εστί". Το άλλο εκπορεύεται μέσα από τον υποτονικό χαρακτήρα του Σεφερικού λόγου και μ' ενδιάμεσο σταθμό τον Αναγωνστάκη καταλήγει στον Θ. Κωσταβάρα, στον Θωμά Γκόρπα, στον Β. Λεοντάρη και λίγο πιο πέρα στον κύκλο του προ δεκαετίας "λαθρόβιου" περιοδικού "Μαρτυρίες". Του δεύτερου αυτού ρεύματος ο τόνος είναι πιο οικείος, πιο ανθρώπινος. Επιδιώκοντας να διαπλάσει ένα αντιηρωικό κλίμα, απομυθοποιεί ορισμένες καταστάσεις με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να διεκδικήσει έναν τόνο μοναδικής γνησιότητας. Η ποίηση αυτή δεν έχει να υμνήσει κατορθώματα και συγκλονιστικές συγκρούσεις. Γεννήθηκε μετά τη μάχη και δεν ντρέπεται να το ομολογήσει: "Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω - ανίατα μεσοπόλεμος... ψιθυρίζει πικρά ο Λεοντάρης κι ο στίχος αυτός χαρακτηρίζει το γενικό κλίμα της "Ψυχοστασίας". Εύκολα λοιπόν μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι εκείνο που είχε ονομαστεί "ποίηση της ήττας" από τον ίδιο τον Β. Λεοντάρη σαν κυριαρχικό ρεύμα μέσα στην ποίηση της δεκαετίας 50-60 εξακολουθεί να επιβιώνει ανανεωμένο και μετά το 1970. 
      Υπάρχει ένας στίχος που αυτοχαρακτηρίζει την ποίηση του Β. Λεοντάρη: Η τέχνη ένας πανικός μπρος στην πραγματικότητα. Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να πει, μετά από την ανάγνωση της "Ψυχοστασίας", ότι η τέχνη, έστω και πανικόβλητη, δεν μπορεί να υπάρξει σαν τέχνη: Επιτέλους πριν σκεφτούμε να προχωρήσουμε, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε τη φοβερή όψη της πραγματικότητας (και τον πανικό μας). 

ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ 


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Διαπίστωση", τευχ. 4, Μάιος 1972, σελ. 139. 

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ(*):

Ο καλός πολίτης 

Σαν ήρτε η ώρα να πεθάνω 
έλα κοντά μου, μπάρμπα Θάνο. 
Δώσε μου πρώτα ένα ποτήρι, 
ξέχειλο κι είναι το στερνό, 
άνοιξε και το πανεθύρι 
να μπει το φως το βραδινό. 

Και μην αρχέψεις φασαρία 
και μου ταράξεις το παιδί 
και την καημένη τη Μαρία, 
που φως ηλιού δεν έχει δει: 
του πλυσταριού την κλειούν οι τοίχοι 
να ξενοπλένει και να βήχει. 

Για να πληρώσεις τους παπάδες 
κάνε το γάιδαρο παράδες, 
καρέκλες, μπατανίες ξεπούλα 
κι απέ τη χήρα (πως πονώ!) 
βάν' τη σε πλούσιο σπίτι δούλα, 
δος και το Λάμπη για ορφανό. 

Κι άμα θα φτάσω με πολλά 
μεγάλα σάλτα μακρουλά 
στον έφτατο ουρανόν απάνω, 
θα κάνω τούμπες εκατό 
στων ουρανών το δυνατό, 
το βασιλιά και το σουλτάνο. 

Ω! Τι λουλούδια στις βραγές 
και τι πουλιά μπουκλάτα! 
Εγώ 'μαι ο Νικολός. Σταμάτα! 
Το παρατσούκλι μου Τζογές. 
Είχα συμπέθερο το Ρίζο 
κι είχα το γάιδαρο τον γκρίζο. 

Πάγαινα πάσα Κυριακή 
και πάσα μέρα σκόλη 
στον Άη Μηνά για προσευκή 
και με το σούρουπ' όλοι 
σμίγαμε πάνου στο πατάρι 
να στούξουμε το γιοματάρι. 

Κάποτε τράβηξα το λάζο 
με το μανίκι το γαλάζο 
να μαχαιρώσω τον Τζανή 
τον άντρα της Κωνσταντινιάς, 
μα σκόνταψα σ' ένα σκαμνί 
κι έτσι δε γέννηκα φονιάς. 

Βαριάν εσήκωσα τη χέρα 
από θυμό μαζί και γούστο 
κι έδειρα τη Μαριώ μια μέρα, 
γιατί 'θελε καινούργιο μπούστο. 
Την έδερνα φορές πολλές 
να με φοβάται, καθώς λες. 

Και τι δεν έπραξα καλά! 
Μια νύχτα βρήκα ένα βερέμη 
μες στην κατώγα μου να τρέμει, 
να κλαίει και να παρακαλά. 
Ήταν φονιάς. Τον πήα στο Τμήμα 
για να μην έχω εγώ το κρίμα. 

Κάποτες ήρθε μες στα λούσα, 
τις πούδρες και τις μυρωδιές, 
στη γειτονιά μια κωλοσούσα. 
Τι ντόρος ούλες τις βραδιές! 
Πρι να μας κάψ' η Αφροδίτη, 
φωτιά της έβανα στο σπίτι. 

Όντας με πήρανε στρατιώτη 
στον πόλεμο τον τελευταίο 
καθάρισα κάτι αιχμαλώτοι. 
Κι άμα κανείς (εγώ δε φταίω)! 
γκρίνιαζ' ενάντια του πολέμου 
τον έστελνα μουσκέτο, θε μου. 

Κι αν αρρωστούσα κι αν πεινούσα, 
πλούσιον κι αφέντη προσκυνούσα 
(το θέλημά σου σεβαστό). 
Και τώρα, πόχω πια πεθάνει, 
του Παραδείσου που μου κάνει, 
άνοιχ' την πόρτα δε βαστώ!

Από την ποιητική συλλογή: "Ποιήματα". 

ΠΗΓΗ: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΜΙΧΑΗΛ ΠΕΡΑΝΘΗ

(*) Μετά από σχετική έρευνα, βρέθηκαν μόνο δυο μελοποιημένες εκδοχές του ποιήματος, που παραθέτουμε παρακάτω, όμως, ολόκληρο το ποίημα για πρώτη φορά δημοσιεύεται εδώ.

 http://dimitriosgogas.blogspot.gr/2012/06/blog-post_3309.html

 <iframe width="420" height="315" src="http://www.youtube.com/embed/bp_3cozjshE" frameborder="0" allowfullscreen></iframe>






 

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ(*):

Ο καλός πολίτης 

Σαν ήρτε η ώρα να πεθάνω 
έλα κοντά μου, μπάρμπα Θάνο. 
Δώσε μου πρώτα ένα ποτήρι, 
ξέχειλο κι είναι το στερνό, 
άνοιξε και το πανεθύρι 
να μπει το φως το βραδινό. 

Και μην αρχέψεις φασαρία 
και μου ταράξεις το παιδί 
και την καημένη τη Μαρία, 
που φως ηλιού δεν έχει δει: 
του πλυσταριού την κλειούν οι τοίχοι 
να ξενοπλένει και να βήχει. 

Για να πληρώσεις τους παπάδες 
κάνε το γάιδαρο παράδες, 
καρέκλες, μπατανίες ξεπούλα 
κι απέ τη χήρα (πως πονώ!) 
βάν' τη σε πλούσιο σπίτι δούλα, 
δος και το Λάμπη για ορφανό. 

Κι άμα θα φτάσω με πολλά 
μεγάλα σάλτα μακρουλά 
στον έφτατο ουρανόν απάνω, 
θα κάνω τούμπες εκατό 
στων ουρανών το δυνατό, 
το βασιλιά και το σουλτάνο. 

Ω! Τι λουλούδια στις βραγές 
και τι πουλιά μπουκλάτα! 
Εγώ 'μαι ο Νικολός. Σταμάτα! 
Το παρατσούκλι μου Τζογές. 
Είχα συμπέθερο το Ρίζο 
κι είχα το γάιδαρο τον γκρίζο. 

Πάγαινα πάσα Κυριακή 
και πάσα μέρα σκόλη 
στον Άη Μηνά για προσευκή 
και με το σούρουπ' όλοι 
σμίγαμε πάνου στο πατάρι 
να στούξουμε το γιοματάρι. 

Κάποτε τράβηξα το λάζο 
με το μανίκι το γαλάζο 
να μαχαιρώσω τον Τζανή 
τον άντρα της Κωνσταντινιάς, 
μα σκόνταψα σ' ένα σκαμνί 
κι έτσι δε γέννηκα φονιάς. 

Βαριάν εσήκωσα τη χέρα 
από θυμό μαζί και γούστο 
κι έδειρα τη Μαριώ μια μέρα, 
γιατί 'θελε καινούργιο μπούστο. 
Την έδερνα φορές πολλές 
να με φοβάται, καθώς λες. 

Και τι δεν έπραξα καλά! 
Μια νύχτα βρήκα ένα βερέμη 
μες στην κατώγα μου να τρέμει, 
να κλαίει και να παρακαλά. 
Ήταν φονιάς. Τον πήα στο Τμήμα 
για να μην έχω εγώ το κρίμα. 

Κάποτες ήρθε μες στα λούσα, 
τις πούδρες και τις μυρωδιές, 
στη γειτονιά μια κωλοσούσα. 
Τι ντόρος ούλες τις βραδιές! 
Πρι να μας κάψ' η Αφροδίτη, 
φωτιά της έβανα στο σπίτι. 

Όντας με πήρανε στρατιώτη 
στον πόλεμο τον τελευταίο 
καθάρισα κάτι αιχμαλώτοι. 
Κι άμα κανείς (εγώ δε φταίω)! 
γκρίνιαζ' ενάντια του πολέμου 
τον έστελνα μουσκέτο, θε μου. 

Κι αν αρρωστούσα κι αν πεινούσα, 
πλούσιον κι αφέντη προσκυνούσα 
(το θέλημά σου σεβαστό). 
Και τώρα, πόχω πια πεθάνει, 
του Παραδείσου που μου κάνει, 
άνοιχ' την πόρτα δε βαστώ!

Από την ποιητική συλλογή: "Ποιήματα". 

ΠΗΓΗ: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΜΙΧΑΗΛ ΠΕΡΑΝΘΗ

(*) Μετά από σχετική έρευνα, βρέθηκαν μόνο δυο μελοποιημένες εκδοχές του ποιήματος, που παραθέτουμε παρακάτω, όμως, ολόκληρο το ποίημα για πρώτη φορά δημοσιεύεται εδώ.

 http://dimitriosgogas.blogspot.gr/2012/06/blog-post_3309.html

 <iframe width="420" height="315" src="http://www.youtube.com/embed/bp_3cozjshE" frameborder="0" allowfullscreen></iframe>






 

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

ΔΥΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΜΑΡΚΙΔΗ ( ΜΑΡΙΟΥ ΑΦΕΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ) ΣΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ 

I

Αθήνα, 4-4-1994 

       Φίλε κ. Παπαδόπουλε
        Αναγνωρίζω στα ποιήματά σας την ποιητική λειτουργία. Οι χαμηλοί μάλλον τόνοι, η επιγραμματικότητα, η λιτότητα ( συνήθως ) των εκφραστικών μέσων, ακόμη και οι μεσοπολεμικοί ρυθμοί ( παρ' ότι θα τους προτιμούσα με το πολυτονικό ) τους ταιριάζουν. Καταλαβαίνω τι εννοεί εκείνη η μικρή "πέρλα" με τον τίτλο "Τα ψώνια μου" 
Γυρνώ απέξω βιαστικός 
να ξετυλίξω 
ποιήματα 
και τι θέλει να καταλάβουμε το ποίημα που αρχίζει με τον στίχο: "θα παίξεις πάλι με τις λέξεις ποιητή..." 
       Και στη μια και στην άλλη περίπτωση δηλώνεται η διαστροφή στον κόσμο του να είναι κανείς ποιητής-τη μια φορά δεν κάνει τα ψώνια που κάνουν οι κανονικοί άνθρωποι, την άλλη προκύπτει πως η ποίηση είναι ακριβώς ο μεγαλύτερος εχθρός του. Η ποίηση είναι που δεν μπορεί ν' αφήσει απέξω, να διώξει από πάνω του... 
       Πρέπει να προσθέσω βέβαια ότι υπάρχουν ένα δυο ποιήματα όπου η ποιητική συγκίνηση κάπως ξεθυμαίνει δοκιμάζοντας να ξεπεράσει το όριο που της επιβάλλει η επιγραμματικότητα. Π.χ. το ποίημα "Τοιχογραφίες" θα μπορούσε να μείνει ως εκεί: 
Μου 'λεγες πως οι τοίχοι έχουν αυτιά 
κι εγώ χαιρόμουνα που κάποιος 
θα μπορούσε να μ' ακούσει... 
 ενώ ακολουθούν καμιά δεκαριά ακόμη περιττοί στίχοι. Μα αυτά τα τελευταία μπορεί να είναι απλώς μιζέριες δικές μου. 

Ευχαριστώ 
Μάριος Μαρκίδης 
    

II 
Αθήνα, 16-12-1997 
       Αγαπητέ κ. Παπαδόπουλε, 
       Σας ευχαριστώ θερμά για τα "Άλλα Εμπόδια". Διαβάζω τον τίτλο της συλλογής ως εξής: Άλλα ( είναι τα ) Εμπόδια. Όλα τα ποιήματα στριφογυρίζουν γύρω απ' αυτόν τον υπαινιγμό. Οι άλλοι εφιάλτες, η άλλη συννεφιά, η άλλη ζωή... Η κλείδα ανάγνωσης βρίσκεται κατά την γνώμη μου σε δυο ποιήματα, στο ποίημα "Με τον καιρό" και στην "Απειλή". Συγκεκριμένα, στους στίχους του πρώτου "Όλα γίνονται με τον καιρό / μα κι όλα χάνονται", και στους στίχους του δεύτερου "Με νοσταλγία σας μιλώ / καθώς η στάθμη του παρόντος / ολοένα απειλεί να με σκεπάσει". 
       Υπάρχουν πολλοί ενδιαφέροντες στίχοι στη συλλογή. Η δική μου προτίμηση πέφτει στα "Όστρακα", καθώς και στο καββαδιακό "Ναυάγιο", που ο τελευταίος στίχος του "Από φουρτούνες μακριά, μα της στεριάς ναυάγιο" είναι δηλωτικός του στίγματός σας. 

Σας εύχομαι Καλές Γιορτές
Μ. Μαρκίδης 

                                                     


ΔΥΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΜΑΡΚΙΔΗ ( ΜΑΡΙΟΥ ΑΦΕΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ) ΣΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ 

I

Αθήνα, 4-4-1994 

       Φίλε κ. Παπαδόπουλε
        Αναγνωρίζω στα ποιήματά σας την ποιητική λειτουργία. Οι χαμηλοί μάλλον τόνοι, η επιγραμματικότητα, η λιτότητα ( συνήθως ) των εκφραστικών μέσων, ακόμη και οι μεσοπολεμικοί ρυθμοί ( παρ' ότι θα τους προτιμούσα με το πολυτονικό ) τους ταιριάζουν. Καταλαβαίνω τι εννοεί εκείνη η μικρή "πέρλα" με τον τίτλο "Τα ψώνια μου" 
Γυρνώ απέξω βιαστικός 
να ξετυλίξω 
ποιήματα 
και τι θέλει να καταλάβουμε το ποίημα που αρχίζει με τον στίχο: "θα παίξεις πάλι με τις λέξεις ποιητή..." 
       Και στη μια και στην άλλη περίπτωση δηλώνεται η διαστροφή στον κόσμο του να είναι κανείς ποιητής-τη μια φορά δεν κάνει τα ψώνια που κάνουν οι κανονικοί άνθρωποι, την άλλη προκύπτει πως η ποίηση είναι ακριβώς ο μεγαλύτερος εχθρός του. Η ποίηση είναι που δεν μπορεί ν' αφήσει απέξω, να διώξει από πάνω του... 
       Πρέπει να προσθέσω βέβαια ότι υπάρχουν ένα δυο ποιήματα όπου η ποιητική συγκίνηση κάπως ξεθυμαίνει δοκιμάζοντας να ξεπεράσει το όριο που της επιβάλλει η επιγραμματικότητα. Π.χ. το ποίημα "Τοιχογραφίες" θα μπορούσε να μείνει ως εκεί: 
Μου 'λεγες πως οι τοίχοι έχουν αυτιά 
κι εγώ χαιρόμουνα που κάποιος 
θα μπορούσε να μ' ακούσει... 
 ενώ ακολουθούν καμιά δεκαριά ακόμη περιττοί στίχοι. Μα αυτά τα τελευταία μπορεί να είναι απλώς μιζέριες δικές μου. 

Ευχαριστώ 
Μάριος Μαρκίδης 
    

II 
Αθήνα, 16-12-1997 
       Αγαπητέ κ. Παπαδόπουλε, 
       Σας ευχαριστώ θερμά για τα "Άλλα Εμπόδια". Διαβάζω τον τίτλο της συλλογής ως εξής: Άλλα ( είναι τα ) Εμπόδια. Όλα τα ποιήματα στριφογυρίζουν γύρω απ' αυτόν τον υπαινιγμό. Οι άλλοι εφιάλτες, η άλλη συννεφιά, η άλλη ζωή... Η κλείδα ανάγνωσης βρίσκεται κατά την γνώμη μου σε δυο ποιήματα, στο ποίημα "Με τον καιρό" και στην "Απειλή". Συγκεκριμένα, στους στίχους του πρώτου "Όλα γίνονται με τον καιρό / μα κι όλα χάνονται", και στους στίχους του δεύτερου "Με νοσταλγία σας μιλώ / καθώς η στάθμη του παρόντος / ολοένα απειλεί να με σκεπάσει". 
       Υπάρχουν πολλοί ενδιαφέροντες στίχοι στη συλλογή. Η δική μου προτίμηση πέφτει στα "Όστρακα", καθώς και στο καββαδιακό "Ναυάγιο", που ο τελευταίος στίχος του "Από φουρτούνες μακριά, μα της στεριάς ναυάγιο" είναι δηλωτικός του στίγματός σας. 

Σας εύχομαι Καλές Γιορτές
Μ. Μαρκίδης