Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ





                                            

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ 

     Ο Μάρκος Μέσκος γεννήθηκε στην Έδεσσα της Μακεδονίας το 1935. Εκεί οι εγκύκλιες και οι γυμνασιακές του σπουδές. Κατ' αρχάς στο εμπορικό κατάστημα του πατρός του και κατόπιν, 1965-1980, στην Αθήνα. Απεφοίτησε από το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Σχολής Δοξιάδη Αθηνών το 1968. Εργάστηκε, μεταξύ άλλων εργασιών του ποδαριού, ως γραφίστας σε αρκετά διαφημιστικά γραφεία αλλά και επιμελητής εκδόσεων. Πολύ πριν, από το 1957, είχε συνδεθεί με τη συντακτική ομάδα του περιοδικού "Μαρτυρίες". Γράφει ποιήματα από το 1952. Συνεργάστηκε με ποιήματα, μελέτες και πεζογραφήματα σε πολλά περιοδικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Από το 1981 είναι εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη. Φίλος και συνιδρυτής της εκδοτικής ομάδας των "Χειρογράφων" ενώ από το 1987-1993 εργάστηκε ως υπεύθυνος των εκδόσεων της Α.Σ.Ε. Έχει τιμηθεί με το βραβείο ποίησης του περιοδικού "Διαβάζω" για τους "Χαιρετισμούς", 1995, και με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, το 2006, για το σύνολο του ποιητικού του έργου.


Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Πριν από το θάνατο. Θεσσαλονίκη, έκδοση του περιοδικού Νέα Πορεία, 1958.
• Μαυροβούνι. Θεσσαλονίκη, ιδιωτική έκδοση, 1963.
• Τα ανώνυμα. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1971.
• Άλογα στον ιππόδρομο. Αθήνα, Ερμής, 1973.
• Ιδιωτικό νεκροταφείο. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1975.
• Τα ισόβια ποιήματα. Αθήνα, Σημειώσεις, 1977.
• Τα φαντάσματα της ελευθερίας. Αθήνα, Σημειώσεις, 1979.
• Άνθη στο καταραμένο φίδι. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1983.
• Στον ίσκιο της γης. Αθήνα, Ύψιλον, 1986.
• Δώδεκα μάηδες. Έδεσσα, ιδιωτική έκδοση, 1992.
• Χαιρετισμοί. Αθήνα, Ύψιλον, 1995.
• Άνθη στο καταραμένο φίδι. Αθήνα, Νεφέλη, 1998.
ΙΙ.Πεζογραφία
• Παιχνίδια στον παράδεισο. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1978.
• Κομμένη γλώσσα. Αθήνα, Έρασμος, 1979.
ΙΙΙ.Δοκίμια
• Γνωστοί και άγνωστοι. Αθήνα, Έρασμος, 1987.
ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Μαύρο δάσος (1958-1980). Αθήνα, Ύψιλον, 1981.
• Διαλογή (από τις συλλογές Μαυροβούνι και Άλογα στον ιππόδορμο). Αθήνα, Μουσικός Άυγουστος, 1981.
• Τα δέοντα. Έδεσσα, έκδοση Δήμου Έδεσσας, 1990.
• Μαύρο δάσος (ποιήματα 1958-1986). Αθήνα, Νεφέλη, 1999.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία


• Βέης Γιώργος, «Σπουδή κενού», Διαβάζω398, 7-8/1999, σ.88-89.
• Θεοδοσοπούλου Μαίρη, Φάις Μισέλ, Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, «Βραβείο ποίησης ‘95· Μάρκος Μέσκος: Χαιρετισμοί», Διαβάζω364, 6/1996, σ.90-92.
• Κεφαλάς Ηλίας, «Για πού τραβά η άγρια ομορφιά», Διαβάζω155, 19/11/1986, σ.60-62.
• Καλαμαράς Βασίλης, «Ποιοι είναι οι φίλοι του Μάρκου Μέσκου», Διαβάζω365, 7-8/1996, σ.80-84 (συνέντευξη).
• Λειβαδίτης Τάσος, Κριτική για τα Ισόβια ποιήματα, Αυγή, 22/10/1978.
• Μπουκάλας Παντελής, Κριτική για την Κομμένη Γλώσσα, Η Καθημερινή, 20/1/1998.
• χ.σ., «Μέσκος Μάρκος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό6. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987.


ΙV
Το φως του δρόμου μόνη συντροφιά
μαχαίρι αμφίστομο κάποτε στομώνει
Γεράσιμε Γεράσιμε πώς μείναμε μόνοι
και τα κεφάλια μας πνίγει η συννεφιά;
Πουλιά-καράβια ξένη προκοπή
μήτε ο ουρανός μήτε ο γιαλός μάς θέλει
σημαία μαύρη κουρέλι απ’ τα βέλη
του μάταιου κόσμου η συγκοπή.
Τί εικόνα τί πέλαο τί δρυμός!
Βουΐζουν όλα στον κόσμο επάνω
πεδίο βολής το λιγόκαιρο πλάνο
ατάλαντος ζωής λογαριασμός.
Άλλα εάν του θανάτου το στόμα πικρό
νέο δεν είναι τα ξέρεις μη φρίττεις
εδώ το πρόβλημα: κανενός πολίτης
καμίας πηγής δεν ήπιαμε νερό.

V
Του Σαγγαρίου οι μαχητές αποδεκατισμένοι μα πονηροί
φίλησαν το χέρι της καβουρομάνας Σαλονίκης κι από τότε
κάθε μέρα που ξυπνώ μια σπίνος είμαι μια κοράκι
έτσι μιλώ απ’ τη χαραυγή για το μπουκέτο εκείνο
στο μεθυσμένο το μυαλό του ασίκη Αβραάμ Μπεναρόγια!


Ο ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Το βουνό γονάτιζε νύχτα με το τσεκούρι και χαραυγές
τα ξύλα στην πόλη κατέβαζε με τα μουλάρια.
Στέργιο τον έλεγαν κι είχε πέντε παιδιά –όλα κορίτσια.
Παράλυτος πήγε από κακή ασθένεια και γυναίκες.
Καί τη γυναίκα είχε του σπιτιού
αυτός φωνές και χωρατά καθώς ξεφόρτωνε τα ζώα στην αυλή
κι εκείνη σιωπηλά επιτιμώντας τον
γιατί πουλάει το βουνό τόσο φθηνά
καί χαραμίζει τη ζωή του.


IV
Και πώς βρέθηκε παροπλισμένο μουλάρι στον μώλο
αμίλητο στα τέσσερα και την ουρά πέρα δώθε
άραγε να νοεί γιατί στον λαιμό η τριχιά
γιατί στερνή βάρκα θα φέρει ψάρι του πετρελαίου
και γιατί στα σύρματα χελιδονάκι τιτιβίζει
ξετρελαμένο εκείνο από χαρά
κι αυτό με την κεφάλα κάτω στη θλίψη.


VII
Πλατεία Ελευθερίας, πλατεία σύναξης των Εβραίων
Πλατεία των καϊκιών είναι το λιμάνι
που συνωστίζονται κατάρτια κι άλμπουρα και ιστοί
ώρα δειλινού και σούρουπο μουντό
να δούνε κινηματογράφο με χρώματα εξαίσια
κατά τον ΄Ολυμπο και τις ακτές της Κατερίνης.
Ο καλύτερος μου φίλος θα με προδώσει.

 Αξιωματικός

Στο σκολειό, πολλές φορές η δασκάλα μάς ρωτούσε :
- Και τι θα γίνετε σα μεγαλώσετε, τι θα γίνετε
όταν σκορπίσετε από δω,
σαν γίνετε άντρες;

Kατέβαζα το κεφάλι κι έλεγα μέσα μου :
- Αξιωματικός πάνω στο άλογο, αξιωματικός ! ...

Μα τώρα που γνωρίζω τι σημαίνουν τα παράσημα,
τ' αστέρια πάνω στις επωμίδες, τώρα που γνωρίζω
τι σημαίνουν οι γυαλισμένες μπότες, τι σημαίνουν
τα σπιρούνια και οι ματωμένες σάλπιγγες,
προτιμώ να ' μαι βοσκός με τα γελάδια
όλη μέρα, βρέχει, χιονίζει, στο δάσος...



Ψιλόβροχο (XIV)

Κοίταζα τα φρύδια σου∙ βαθιά τα μάτια σου∙
τα μαύρα σου μαλλιά και το πικρό σου στόμα –
αν ανταμώσουμε ξανά θα σε γνωρίσω πάλι. 



Σήματα
V
Πεινασμένος ο λόγος που καρτερεί σιωπηλά
λέξεις που σημαίνουν λέξεις που δεν σπιθοβολούν
λέξεις που εγείρονται να μιλήσουν πάλι βιαστικά
μην τάχα δεν προλάβουν…


 Ποιητής

Τελείωνε το ποίημα όταν πλησίασα.
(Ήταν αθάνατος ή όχι;)
Του μιλούσα κι αυτός έβλεπε πώς πίνουν νερό τα πουλιά
του μιλούσα κι αυτός έπαιρνε τη σάλπιγγα
             να τραγουδήσει νεκρούς...
Του 'δειχνα τ' άσπρα μου μαλλιά μ' αυτός δε φοβόταν
 
             τον θάνατο,
του 'λεγα να 'ρθεί μαζί μου να γελάσει
να χορέψει ή να κλάψει κάτω απ' τη θλιμμένη βροχή
μ' αυτός βρήκε βάναυσα τα λόγια μου
κι έφυγε κρύβοντας την παρουσία του στο πλήθος
όπως το λαβωμένο ζώο στο δάσος.


 XVIII
Τω καιρώ εκείνω η χώρα πάλι δυστυχούσε.
Αόρατοι πόλεμοι μα θανατηφόροι εξίσου, αρρώστιες συχνά και το φριχτον τέλος όχι στην όμορφη θέα του μοναστηριού που οι καλόγεροι κρατούν στη μέση τα κλειδιά των κρανίων μήτε στον λόφο με τα κυπαρίσσια• μα στη σκόνη μέσα και στα σκου¬πίδια και στα υπόγεια αζήτητοι νεκροί –με το στανιό τα μάτια ορθάνοιχτα για τη φωτογραφία και την επικήρυξη. Και άλλη πείνα και ανέχεια ψυχής κάτω απ’ τον ίδιο πάντοτε ουρανό του κόσμου.

Στο διηνεκές τότε διάλεξε την ώρα ο Βασιλιάς και μια μέρα εκατέβη στην αγορά όπου το ψέμα συνωστίζεται και η απάτη και οι σιωπηλές φωνές του κέρδους. Παραμέρισαν οι ρακένδυτοι να περάσει η συνοδεία και να σταθεί στο κέντρον ο Μεγαλειό¬τατος με τις πορφύρες. Εκείνος, ο θεόπνευστος, σήκωσε τα χέρια ψηλά τρις, κάθε φορά γεμίζοντας τις χούφτες του διαμα¬ντικά και γρόσια και χρυσάφια τινάζοντάς τα προς τα σύννεφα, σημάδι, λένε, πως αγαπούσε τους ανθρώπους και τον λαό και πως τα χάριζε σκορπώντας τα έτσι.

Αλαλάζοντας συρφετός χύμηξε ποιος να προλάβει πρώτος χτυπώντας και υβρίζοντας ο εις τον άλλον. Γρηγορότερα από τις αστραπές της βροχής συνάχτηκαν οι ξαφνικές λάμψεις στο χώμα και το στερνό φλουρί ακόμα που κυλούσε προς τον υπόνομο.

Η πομπή ξεκίνησε από τα μάτια του Βασιλιά για το παλάτι με το κνούτο μπροστά που πρίν λίγο σιγούσε. Κι από τους τυχερούς της ημέρας άλλοι ταχύτατα λάκισαν σφίγγοντας τον κόρφο για το καλύβι, άλλοι βροντώντας τις τσέπες πέρασαν στίς ανάγκες και στα καπηλειά• μα κάποιοι στη γωνιά, αμέτοχοι στην εξαγορά του βίου τους, σφίγγοντας τα δόντια έκλαιγαν.










































































       
ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ





                                            

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ 

     Ο Μάρκος Μέσκος γεννήθηκε στην Έδεσσα της Μακεδονίας το 1935. Εκεί οι εγκύκλιες και οι γυμνασιακές του σπουδές. Κατ' αρχάς στο εμπορικό κατάστημα του πατρός του και κατόπιν, 1965-1980, στην Αθήνα. Απεφοίτησε από το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Σχολής Δοξιάδη Αθηνών το 1968. Εργάστηκε, μεταξύ άλλων εργασιών του ποδαριού, ως γραφίστας σε αρκετά διαφημιστικά γραφεία αλλά και επιμελητής εκδόσεων. Πολύ πριν, από το 1957, είχε συνδεθεί με τη συντακτική ομάδα του περιοδικού "Μαρτυρίες". Γράφει ποιήματα από το 1952. Συνεργάστηκε με ποιήματα, μελέτες και πεζογραφήματα σε πολλά περιοδικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Από το 1981 είναι εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη. Φίλος και συνιδρυτής της εκδοτικής ομάδας των "Χειρογράφων" ενώ από το 1987-1993 εργάστηκε ως υπεύθυνος των εκδόσεων της Α.Σ.Ε. Έχει τιμηθεί με το βραβείο ποίησης του περιοδικού "Διαβάζω" για τους "Χαιρετισμούς", 1995, και με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, το 2006, για το σύνολο του ποιητικού του έργου.


Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Πριν από το θάνατο. Θεσσαλονίκη, έκδοση του περιοδικού Νέα Πορεία, 1958.
• Μαυροβούνι. Θεσσαλονίκη, ιδιωτική έκδοση, 1963.
• Τα ανώνυμα. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1971.
• Άλογα στον ιππόδρομο. Αθήνα, Ερμής, 1973.
• Ιδιωτικό νεκροταφείο. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1975.
• Τα ισόβια ποιήματα. Αθήνα, Σημειώσεις, 1977.
• Τα φαντάσματα της ελευθερίας. Αθήνα, Σημειώσεις, 1979.
• Άνθη στο καταραμένο φίδι. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1983.
• Στον ίσκιο της γης. Αθήνα, Ύψιλον, 1986.
• Δώδεκα μάηδες. Έδεσσα, ιδιωτική έκδοση, 1992.
• Χαιρετισμοί. Αθήνα, Ύψιλον, 1995.
• Άνθη στο καταραμένο φίδι. Αθήνα, Νεφέλη, 1998.
ΙΙ.Πεζογραφία
• Παιχνίδια στον παράδεισο. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1978.
• Κομμένη γλώσσα. Αθήνα, Έρασμος, 1979.
ΙΙΙ.Δοκίμια
• Γνωστοί και άγνωστοι. Αθήνα, Έρασμος, 1987.
ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Μαύρο δάσος (1958-1980). Αθήνα, Ύψιλον, 1981.
• Διαλογή (από τις συλλογές Μαυροβούνι και Άλογα στον ιππόδορμο). Αθήνα, Μουσικός Άυγουστος, 1981.
• Τα δέοντα. Έδεσσα, έκδοση Δήμου Έδεσσας, 1990.
• Μαύρο δάσος (ποιήματα 1958-1986). Αθήνα, Νεφέλη, 1999.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία


• Βέης Γιώργος, «Σπουδή κενού», Διαβάζω398, 7-8/1999, σ.88-89.
• Θεοδοσοπούλου Μαίρη, Φάις Μισέλ, Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, «Βραβείο ποίησης ‘95· Μάρκος Μέσκος: Χαιρετισμοί», Διαβάζω364, 6/1996, σ.90-92.
• Κεφαλάς Ηλίας, «Για πού τραβά η άγρια ομορφιά», Διαβάζω155, 19/11/1986, σ.60-62.
• Καλαμαράς Βασίλης, «Ποιοι είναι οι φίλοι του Μάρκου Μέσκου», Διαβάζω365, 7-8/1996, σ.80-84 (συνέντευξη).
• Λειβαδίτης Τάσος, Κριτική για τα Ισόβια ποιήματα, Αυγή, 22/10/1978.
• Μπουκάλας Παντελής, Κριτική για την Κομμένη Γλώσσα, Η Καθημερινή, 20/1/1998.
• χ.σ., «Μέσκος Μάρκος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό6. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987.


ΙV
Το φως του δρόμου μόνη συντροφιά
μαχαίρι αμφίστομο κάποτε στομώνει
Γεράσιμε Γεράσιμε πώς μείναμε μόνοι
και τα κεφάλια μας πνίγει η συννεφιά;
Πουλιά-καράβια ξένη προκοπή
μήτε ο ουρανός μήτε ο γιαλός μάς θέλει
σημαία μαύρη κουρέλι απ’ τα βέλη
του μάταιου κόσμου η συγκοπή.
Τί εικόνα τί πέλαο τί δρυμός!
Βουΐζουν όλα στον κόσμο επάνω
πεδίο βολής το λιγόκαιρο πλάνο
ατάλαντος ζωής λογαριασμός.
Άλλα εάν του θανάτου το στόμα πικρό
νέο δεν είναι τα ξέρεις μη φρίττεις
εδώ το πρόβλημα: κανενός πολίτης
καμίας πηγής δεν ήπιαμε νερό.

V
Του Σαγγαρίου οι μαχητές αποδεκατισμένοι μα πονηροί
φίλησαν το χέρι της καβουρομάνας Σαλονίκης κι από τότε
κάθε μέρα που ξυπνώ μια σπίνος είμαι μια κοράκι
έτσι μιλώ απ’ τη χαραυγή για το μπουκέτο εκείνο
στο μεθυσμένο το μυαλό του ασίκη Αβραάμ Μπεναρόγια!


Ο ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Το βουνό γονάτιζε νύχτα με το τσεκούρι και χαραυγές
τα ξύλα στην πόλη κατέβαζε με τα μουλάρια.
Στέργιο τον έλεγαν κι είχε πέντε παιδιά –όλα κορίτσια.
Παράλυτος πήγε από κακή ασθένεια και γυναίκες.
Καί τη γυναίκα είχε του σπιτιού
αυτός φωνές και χωρατά καθώς ξεφόρτωνε τα ζώα στην αυλή
κι εκείνη σιωπηλά επιτιμώντας τον
γιατί πουλάει το βουνό τόσο φθηνά
καί χαραμίζει τη ζωή του.


IV
Και πώς βρέθηκε παροπλισμένο μουλάρι στον μώλο
αμίλητο στα τέσσερα και την ουρά πέρα δώθε
άραγε να νοεί γιατί στον λαιμό η τριχιά
γιατί στερνή βάρκα θα φέρει ψάρι του πετρελαίου
και γιατί στα σύρματα χελιδονάκι τιτιβίζει
ξετρελαμένο εκείνο από χαρά
κι αυτό με την κεφάλα κάτω στη θλίψη.


VII
Πλατεία Ελευθερίας, πλατεία σύναξης των Εβραίων
Πλατεία των καϊκιών είναι το λιμάνι
που συνωστίζονται κατάρτια κι άλμπουρα και ιστοί
ώρα δειλινού και σούρουπο μουντό
να δούνε κινηματογράφο με χρώματα εξαίσια
κατά τον ΄Ολυμπο και τις ακτές της Κατερίνης.
Ο καλύτερος μου φίλος θα με προδώσει.

 Αξιωματικός

Στο σκολειό, πολλές φορές η δασκάλα μάς ρωτούσε :
- Και τι θα γίνετε σα μεγαλώσετε, τι θα γίνετε
όταν σκορπίσετε από δω,
σαν γίνετε άντρες;

Kατέβαζα το κεφάλι κι έλεγα μέσα μου :
- Αξιωματικός πάνω στο άλογο, αξιωματικός ! ...

Μα τώρα που γνωρίζω τι σημαίνουν τα παράσημα,
τ' αστέρια πάνω στις επωμίδες, τώρα που γνωρίζω
τι σημαίνουν οι γυαλισμένες μπότες, τι σημαίνουν
τα σπιρούνια και οι ματωμένες σάλπιγγες,
προτιμώ να ' μαι βοσκός με τα γελάδια
όλη μέρα, βρέχει, χιονίζει, στο δάσος...



Ψιλόβροχο (XIV)

Κοίταζα τα φρύδια σου∙ βαθιά τα μάτια σου∙
τα μαύρα σου μαλλιά και το πικρό σου στόμα –
αν ανταμώσουμε ξανά θα σε γνωρίσω πάλι. 



Σήματα
V
Πεινασμένος ο λόγος που καρτερεί σιωπηλά
λέξεις που σημαίνουν λέξεις που δεν σπιθοβολούν
λέξεις που εγείρονται να μιλήσουν πάλι βιαστικά
μην τάχα δεν προλάβουν…


 Ποιητής

Τελείωνε το ποίημα όταν πλησίασα.
(Ήταν αθάνατος ή όχι;)
Του μιλούσα κι αυτός έβλεπε πώς πίνουν νερό τα πουλιά
του μιλούσα κι αυτός έπαιρνε τη σάλπιγγα
             να τραγουδήσει νεκρούς...
Του 'δειχνα τ' άσπρα μου μαλλιά μ' αυτός δε φοβόταν
 
             τον θάνατο,
του 'λεγα να 'ρθεί μαζί μου να γελάσει
να χορέψει ή να κλάψει κάτω απ' τη θλιμμένη βροχή
μ' αυτός βρήκε βάναυσα τα λόγια μου
κι έφυγε κρύβοντας την παρουσία του στο πλήθος
όπως το λαβωμένο ζώο στο δάσος.


 XVIII
Τω καιρώ εκείνω η χώρα πάλι δυστυχούσε.
Αόρατοι πόλεμοι μα θανατηφόροι εξίσου, αρρώστιες συχνά και το φριχτον τέλος όχι στην όμορφη θέα του μοναστηριού που οι καλόγεροι κρατούν στη μέση τα κλειδιά των κρανίων μήτε στον λόφο με τα κυπαρίσσια• μα στη σκόνη μέσα και στα σκου¬πίδια και στα υπόγεια αζήτητοι νεκροί –με το στανιό τα μάτια ορθάνοιχτα για τη φωτογραφία και την επικήρυξη. Και άλλη πείνα και ανέχεια ψυχής κάτω απ’ τον ίδιο πάντοτε ουρανό του κόσμου.

Στο διηνεκές τότε διάλεξε την ώρα ο Βασιλιάς και μια μέρα εκατέβη στην αγορά όπου το ψέμα συνωστίζεται και η απάτη και οι σιωπηλές φωνές του κέρδους. Παραμέρισαν οι ρακένδυτοι να περάσει η συνοδεία και να σταθεί στο κέντρον ο Μεγαλειό¬τατος με τις πορφύρες. Εκείνος, ο θεόπνευστος, σήκωσε τα χέρια ψηλά τρις, κάθε φορά γεμίζοντας τις χούφτες του διαμα¬ντικά και γρόσια και χρυσάφια τινάζοντάς τα προς τα σύννεφα, σημάδι, λένε, πως αγαπούσε τους ανθρώπους και τον λαό και πως τα χάριζε σκορπώντας τα έτσι.

Αλαλάζοντας συρφετός χύμηξε ποιος να προλάβει πρώτος χτυπώντας και υβρίζοντας ο εις τον άλλον. Γρηγορότερα από τις αστραπές της βροχής συνάχτηκαν οι ξαφνικές λάμψεις στο χώμα και το στερνό φλουρί ακόμα που κυλούσε προς τον υπόνομο.

Η πομπή ξεκίνησε από τα μάτια του Βασιλιά για το παλάτι με το κνούτο μπροστά που πρίν λίγο σιγούσε. Κι από τους τυχερούς της ημέρας άλλοι ταχύτατα λάκισαν σφίγγοντας τον κόρφο για το καλύβι, άλλοι βροντώντας τις τσέπες πέρασαν στίς ανάγκες και στα καπηλειά• μα κάποιοι στη γωνιά, αμέτοχοι στην εξαγορά του βίου τους, σφίγγοντας τα δόντια έκλαιγαν.










































































       

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

ΤΑΣΟΣ ΠΟΡΦΥΡΗΣ 

 

 Βιογραφικό

Ο ποιητής Τάσος Πορφύρης γεννήθηκε στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου Ιωαννίνων το 1931. Μέλος της εκδοτικής ομάδας των περιοδικών Μαρτυρίες, Προτάσεις, Σημειώσεις. Συνεργάτης πολλών λογοτεχνικών περιοδικών (Μαρτυρίες, Σημειώσεις, Φηγός, Ηπειρωτικά Χρονικά, Ηπειρωτικά Ημερολόγια, Ζωσιμάδες, Οροπέδιο, Πλανόδιον κ.ά.). Μετέφρασε E. Pound, T.S. Eliot, D. Thomas κ.ά.

Εργογραφία

Πρόσφατες εκδόσεις (πηγή: ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ):

Έρημα. Αθήνα, Ύψιλον, 2008. Σελ.: 45.
ISBN: 978-960-17-0239-1

Η δοντάγρια. Αθήνα, Σοκόλη, 2006. Σελ.: 139.
ISBN: 960-8264-68-5, ISBN-13: 978-960-8264-68-7

Σώμα κινδύνου. Αθήνα, Ύψιλον, 2004. Σελ.: 46.
ISBN: 960-17-0123-0, ISBN-13: 978-960-17-0123-3

Τα λαβωμένα. Αθήνα, Έρασμος, 1996. Σελ.: 63.

Άλλα έργα:
Ποίηση: Νεμέρτσκα (Γεμεντζόπουλος, 1961), Το εγκαταλειμμένο σπίτι (Θεσμός, 1968), Flash back (Λύσεις, 1971), Τοπείο (Λύσεις, 1973), Η πέμπτη έξοδος (Σημειώσεις, 1980), Τα λαβωμένα (Έρασμος, 1996), Σώμα κινδύνου (Ύψιλον, 2004).
Πεζά: Η δοντάγρια (Σοκόλης, 2006).
Μεταφράσεις

Έχει μεταφράσει, σε συνεργασία με τον Στέφανο Ροζάνη, Ezra Pound, T.S. Eliot, Dylan Thomas. Jean Tardieux, σε συνεργασία με την Ρένα Κοσσέρη. Επίσης: Antonin Bardusek, Viteoslav Nezval, Zosef Hanglik.
Άλλες Εκδόσεις

"Πολυφωνικόν", ανθολογία Ηπειρώτικης ποίησης. Ιωάννινα, Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, 2002.
"Ανθολογία της βροχής", ποιήματα από το έργο 107 ποιητών, Ελλήνων και ξένων. Αθήνα, Τροπικός-Παπαδόπουλος, 2003.

ΠΗΓΗ: ΕΚΕΒΙ



J. R.
Χιονίζει στα παιδικά μου χρόνια
Ποιος άνοιξε το παράθυρο για να την δω;
Στο δρόμο την προλάβαν οι νιφάδες
Παίζαν οι νιφάδες με την κάπα της
Κι ο δρόμος πίσω της γέρος κι έρημος
Χειρονομούσε απελπισμένος
Τώρα περνούνε τραίνα και σφυρίζουν
Περνούνε τραίνα και με κάνουνε κομμάτια
Πέφτουν νιφάδες και παγώνουν την καρδιά μου
Χιονίζει στα παιδικά μου χρόνια.

 Αύρα

Είχα ξεθαρρέψει το περασμένο καλοκαίρι
Έλεγα πως όλα τέλειωσαν τραγουδούσα κάθε πρωί
Κολυμπούσα μ' ένα δελφίνι πλάι μου
Ώσπου έφτασε κείνη η συντροφιά
Με το μελαχρινό κορίτσι
Που 'χε τα χέρια της φωλιές πουλιών
Και τα μαλλιά της ορμητήρια ανέμων
Με συνεπήρε ο καημός κι άρχισα πάλι να γράφω στίχους
Ξενυχτούσα μαζεύοντας αστέρια για τα μαύρα της μαλλιά
Την άλλη μέρα τα πετούσα
Σκούριαζαν
Μου 'παν πως τα πείραζε η υγρασία της θάλασσας
Φανταζόμουν τα δάχτυλά μου καταρράχτες στο κορμί της
Διάλεγα έρημες ακρογιαλιές
Και δεν θυμάμαι τι άλλο
Πάνε τόσοι μήνες ξανάρθαν οι ήσυχες μέρες
Με τα αισθήματα στη χειμωνιάτικη νάρκη τους
Με το κορμί τυλιγμένο στη μοναξιά του
Με τις πληγές του έρωτα επουλωμένες
Με σχέδια για τ' άλλο καλοκαίρι



Πληγή
Μνήμη Ευθαλίας Γεράση
Σε πρόλαβε η Αυγή στο δρόμο ζαλωμένη
Λίγο-λίγο λιγόστευε το σπίτι η πείνα
Η  λειψή ζωή μας πήρε παράταση ένα μήνα
Απ’ την εικόνα: «Χαίρε Μαρία Κεχαριτωμένη»
Άδειασε το εικονοστάσι το θαμπό καντήλι
Τσιτσιρίζει στο σκοτάδι δίχως στάλα λάδι
Οι συμφορές περίσσεψαν καλπάζουνε ομάδι
Τα δάκρυά σου δέν χωράνε στο μαντίλι
Ο πόνος δεν χωράει στην καρδιά σου
— Η πέτρα που ξαπόσταινες μονάχα σε θυμάται —
Η Ρουψιά λαχτάρα κι έγνοια σου κοιμάται
Στην αγκαλιά της καταχνιάς και στη ματιά σου
Μπουμπουκιασμένη Άνοιξη στα δέντρα κρεμασμένη
Μαύρα κοτσύφια στης αυλής τις άσπρες πλάκες
Οι δρόμοι που μας πήρανε σπαρμένοι νάρκες
Κι η Λευτεριά στο μέλλον ανατιναγμένη.



ΔΙΟΤΙ ΤΙ ΣOΪ ΠΟΙΗΤΗΣ…
Διότι τί σόι ποιητής θα ήσουν φίλε μου αν
Δεν έκρυβες δυό άσσους στο μανίκι σου και
Δεν τους έριχνες στην τσόχα την ώρα πού
Φαίνονταν πώς όλα είχαν τελειώσει ό κερδι-
σμένος είχε απλώσει τα χέρια του κι έμεινε
Αποσβολωμένος όπως ό αναγνώστης σου όταν
- Διασχίζοντας ένα ανθισμένο λιβάδι-
Αντικρίσει ξάφνου την άβυσσο και μείνει
Με το ένα πόδι στα λουλούδια και το άλλο
Κρεμασμένο στο κενό.



ΠΑΛΙΑ ΠΟΙΗΣΗ
Η έννοια μου δεν είναι πού ξενοκοιμάσαι αλλά μην
Τυχόν και μου κρυολογήσεις γιατί οι στίχοι των
Περισσότερων ποιητών μπάζουν μη μου αρρωστήσεις
Και δεν αντέχω τα νοσοκομεία τις μυρωδιές τους
Και το βήχα από φυματικές ομοιοκαταληξίες.


ΣΩΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Ι.
Ύστερα από σαράντα τόσα χρόνια συνειδητοποιείς
Πώς ακουμπάς με τον ίδιο τρόπο το ποτήρι στο δίσκο
Περνάς τα δάχτυλα στα μαλλιά σου -τα κάτασπρα πια-
¬Λαχταράς τό βλέμμα των γιων σου και δεν μπορείς
Να ολοκληρώσεις μια πρόταση με αγαπημένα πρόσωπα σε
Ανταμώματα και χωρισμούς χωρίς να σε πνίγει ό λυγμός
Ο ίδιος εκείνος πού τράνταζε το στέρνο του πατέρα σου.
ΙΙ.
Τώρα πού πέσανε και τα τελευταία φύλλα φάνηκαν
Οι φωλιές οι έρημες φωλιές κάτω από έναν γκρίζο
Ετοιμόρροπο ουρανό παρατημένες στο έλεος του
Βοριά και των αχόρταγων βλεμμάτων μας προστατευμένες
Τον καιρό της αναπαραγωγής από την πολύβουη ανθοφορία
Και τα εαρινά δρομολόγια των τραίνων με ανοιχτούς
Γιακάδες βιαστικές χειραψίες κι ένα «χαίρω πολύ»
Κλεμμένα από το χρόνο πού καταβροχθίζει φωλιές εποχές και
Βιαστικές αμαξοστοιχίες με ανυποψίαστους επιβάτες.
ΙΙΙ.
Ανοίγεις το συρτάρι κι απ’ τα παλιά χειρόγραφα
Λέξεις πεταλούδες σ’ αιφνιδιάζουν καθώς πετώντας
Πολυχρωμούν το δωμάτιο κι ή χειροβομβίδα πού
Ακούμπησες βιαστικά -για να προλάβεις τί ;-σ’ ένα
Στρώμα σκουριάς τυλιγμένη χωνεμένη φωτιά με
Ακυρωμένες όλες τις μελλοντικές της εκρήξεις.
IV.
Όποτε τα ‘φερνε δύσκολα δανειζόταν λέξεις από το μεγάλο
Απόθεμα πού κουβαλούσε μέσα του έφτασε όμως στο σημείο
Με το συχνό δανεισμό να μειωθεί επικίνδυνα το ανεξάντλητο
Νταμάρι με λίγα λόγια έτρωγε απ’ τα έτοιμα ενώ θα μπορούσε
Να αρκεστεί στο ένα μοναδικό ποίημα αντί να σπαταλάει εδώ
Κι εκεί στίχους του ποντάροντας σε μιαν επισφαλή προσπάθεια
Αναγνώρισης του ταλέντου του από ευκαιριακούς αναγνώστες.


ΒΡΟΧΗ
Να κι’ ή βροχή πού μας θυμήθηκε
Στη μοναξιά μας μια διακριτική
Βροχή χτυπάει στον τσίγκο για νάρθει
Συντροφιά στα ονειρά μας!
Βρέχει στους παλιομοδίτικους στίχους
Τούς ιαμβικούς στη γριά έμπνευση
Με προσοχή μήπως σαπίσει
Σκάλες και τοίχους
Αποκαμωμένη βροχή από θητείες
Σε φυματικά φθινοπωρινά τοπία
Ξυπόλυτη βροχή αποκλεισμένη σε
Στρατιωτικά νεκροταφεία
Καρφώνει σπόρους λουλουδιών
Στο χώμα πού ‘χε καρπίσει εμβατήρια
Ονόματα και χρονολογίες κι’ ή λησμονιά
Χιονίζει σιωπητήρια.


ΤΑΣΟΣ ΠΟΡΦΥΡΗΣ 

 

 Βιογραφικό

Ο ποιητής Τάσος Πορφύρης γεννήθηκε στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου Ιωαννίνων το 1931. Μέλος της εκδοτικής ομάδας των περιοδικών Μαρτυρίες, Προτάσεις, Σημειώσεις. Συνεργάτης πολλών λογοτεχνικών περιοδικών (Μαρτυρίες, Σημειώσεις, Φηγός, Ηπειρωτικά Χρονικά, Ηπειρωτικά Ημερολόγια, Ζωσιμάδες, Οροπέδιο, Πλανόδιον κ.ά.). Μετέφρασε E. Pound, T.S. Eliot, D. Thomas κ.ά.

Εργογραφία

Πρόσφατες εκδόσεις (πηγή: ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ):

Έρημα. Αθήνα, Ύψιλον, 2008. Σελ.: 45.
ISBN: 978-960-17-0239-1

Η δοντάγρια. Αθήνα, Σοκόλη, 2006. Σελ.: 139.
ISBN: 960-8264-68-5, ISBN-13: 978-960-8264-68-7

Σώμα κινδύνου. Αθήνα, Ύψιλον, 2004. Σελ.: 46.
ISBN: 960-17-0123-0, ISBN-13: 978-960-17-0123-3

Τα λαβωμένα. Αθήνα, Έρασμος, 1996. Σελ.: 63.

Άλλα έργα:
Ποίηση: Νεμέρτσκα (Γεμεντζόπουλος, 1961), Το εγκαταλειμμένο σπίτι (Θεσμός, 1968), Flash back (Λύσεις, 1971), Τοπείο (Λύσεις, 1973), Η πέμπτη έξοδος (Σημειώσεις, 1980), Τα λαβωμένα (Έρασμος, 1996), Σώμα κινδύνου (Ύψιλον, 2004).
Πεζά: Η δοντάγρια (Σοκόλης, 2006).
Μεταφράσεις

Έχει μεταφράσει, σε συνεργασία με τον Στέφανο Ροζάνη, Ezra Pound, T.S. Eliot, Dylan Thomas. Jean Tardieux, σε συνεργασία με την Ρένα Κοσσέρη. Επίσης: Antonin Bardusek, Viteoslav Nezval, Zosef Hanglik.
Άλλες Εκδόσεις

"Πολυφωνικόν", ανθολογία Ηπειρώτικης ποίησης. Ιωάννινα, Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, 2002.
"Ανθολογία της βροχής", ποιήματα από το έργο 107 ποιητών, Ελλήνων και ξένων. Αθήνα, Τροπικός-Παπαδόπουλος, 2003.

ΠΗΓΗ: ΕΚΕΒΙ



J. R.
Χιονίζει στα παιδικά μου χρόνια
Ποιος άνοιξε το παράθυρο για να την δω;
Στο δρόμο την προλάβαν οι νιφάδες
Παίζαν οι νιφάδες με την κάπα της
Κι ο δρόμος πίσω της γέρος κι έρημος
Χειρονομούσε απελπισμένος
Τώρα περνούνε τραίνα και σφυρίζουν
Περνούνε τραίνα και με κάνουνε κομμάτια
Πέφτουν νιφάδες και παγώνουν την καρδιά μου
Χιονίζει στα παιδικά μου χρόνια.

 Αύρα

Είχα ξεθαρρέψει το περασμένο καλοκαίρι
Έλεγα πως όλα τέλειωσαν τραγουδούσα κάθε πρωί
Κολυμπούσα μ' ένα δελφίνι πλάι μου
Ώσπου έφτασε κείνη η συντροφιά
Με το μελαχρινό κορίτσι
Που 'χε τα χέρια της φωλιές πουλιών
Και τα μαλλιά της ορμητήρια ανέμων
Με συνεπήρε ο καημός κι άρχισα πάλι να γράφω στίχους
Ξενυχτούσα μαζεύοντας αστέρια για τα μαύρα της μαλλιά
Την άλλη μέρα τα πετούσα
Σκούριαζαν
Μου 'παν πως τα πείραζε η υγρασία της θάλασσας
Φανταζόμουν τα δάχτυλά μου καταρράχτες στο κορμί της
Διάλεγα έρημες ακρογιαλιές
Και δεν θυμάμαι τι άλλο
Πάνε τόσοι μήνες ξανάρθαν οι ήσυχες μέρες
Με τα αισθήματα στη χειμωνιάτικη νάρκη τους
Με το κορμί τυλιγμένο στη μοναξιά του
Με τις πληγές του έρωτα επουλωμένες
Με σχέδια για τ' άλλο καλοκαίρι



Πληγή
Μνήμη Ευθαλίας Γεράση
Σε πρόλαβε η Αυγή στο δρόμο ζαλωμένη
Λίγο-λίγο λιγόστευε το σπίτι η πείνα
Η  λειψή ζωή μας πήρε παράταση ένα μήνα
Απ’ την εικόνα: «Χαίρε Μαρία Κεχαριτωμένη»
Άδειασε το εικονοστάσι το θαμπό καντήλι
Τσιτσιρίζει στο σκοτάδι δίχως στάλα λάδι
Οι συμφορές περίσσεψαν καλπάζουνε ομάδι
Τα δάκρυά σου δέν χωράνε στο μαντίλι
Ο πόνος δεν χωράει στην καρδιά σου
— Η πέτρα που ξαπόσταινες μονάχα σε θυμάται —
Η Ρουψιά λαχτάρα κι έγνοια σου κοιμάται
Στην αγκαλιά της καταχνιάς και στη ματιά σου
Μπουμπουκιασμένη Άνοιξη στα δέντρα κρεμασμένη
Μαύρα κοτσύφια στης αυλής τις άσπρες πλάκες
Οι δρόμοι που μας πήρανε σπαρμένοι νάρκες
Κι η Λευτεριά στο μέλλον ανατιναγμένη.



ΔΙΟΤΙ ΤΙ ΣOΪ ΠΟΙΗΤΗΣ…
Διότι τί σόι ποιητής θα ήσουν φίλε μου αν
Δεν έκρυβες δυό άσσους στο μανίκι σου και
Δεν τους έριχνες στην τσόχα την ώρα πού
Φαίνονταν πώς όλα είχαν τελειώσει ό κερδι-
σμένος είχε απλώσει τα χέρια του κι έμεινε
Αποσβολωμένος όπως ό αναγνώστης σου όταν
- Διασχίζοντας ένα ανθισμένο λιβάδι-
Αντικρίσει ξάφνου την άβυσσο και μείνει
Με το ένα πόδι στα λουλούδια και το άλλο
Κρεμασμένο στο κενό.



ΠΑΛΙΑ ΠΟΙΗΣΗ
Η έννοια μου δεν είναι πού ξενοκοιμάσαι αλλά μην
Τυχόν και μου κρυολογήσεις γιατί οι στίχοι των
Περισσότερων ποιητών μπάζουν μη μου αρρωστήσεις
Και δεν αντέχω τα νοσοκομεία τις μυρωδιές τους
Και το βήχα από φυματικές ομοιοκαταληξίες.


ΣΩΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Ι.
Ύστερα από σαράντα τόσα χρόνια συνειδητοποιείς
Πώς ακουμπάς με τον ίδιο τρόπο το ποτήρι στο δίσκο
Περνάς τα δάχτυλα στα μαλλιά σου -τα κάτασπρα πια-
¬Λαχταράς τό βλέμμα των γιων σου και δεν μπορείς
Να ολοκληρώσεις μια πρόταση με αγαπημένα πρόσωπα σε
Ανταμώματα και χωρισμούς χωρίς να σε πνίγει ό λυγμός
Ο ίδιος εκείνος πού τράνταζε το στέρνο του πατέρα σου.
ΙΙ.
Τώρα πού πέσανε και τα τελευταία φύλλα φάνηκαν
Οι φωλιές οι έρημες φωλιές κάτω από έναν γκρίζο
Ετοιμόρροπο ουρανό παρατημένες στο έλεος του
Βοριά και των αχόρταγων βλεμμάτων μας προστατευμένες
Τον καιρό της αναπαραγωγής από την πολύβουη ανθοφορία
Και τα εαρινά δρομολόγια των τραίνων με ανοιχτούς
Γιακάδες βιαστικές χειραψίες κι ένα «χαίρω πολύ»
Κλεμμένα από το χρόνο πού καταβροχθίζει φωλιές εποχές και
Βιαστικές αμαξοστοιχίες με ανυποψίαστους επιβάτες.
ΙΙΙ.
Ανοίγεις το συρτάρι κι απ’ τα παλιά χειρόγραφα
Λέξεις πεταλούδες σ’ αιφνιδιάζουν καθώς πετώντας
Πολυχρωμούν το δωμάτιο κι ή χειροβομβίδα πού
Ακούμπησες βιαστικά -για να προλάβεις τί ;-σ’ ένα
Στρώμα σκουριάς τυλιγμένη χωνεμένη φωτιά με
Ακυρωμένες όλες τις μελλοντικές της εκρήξεις.
IV.
Όποτε τα ‘φερνε δύσκολα δανειζόταν λέξεις από το μεγάλο
Απόθεμα πού κουβαλούσε μέσα του έφτασε όμως στο σημείο
Με το συχνό δανεισμό να μειωθεί επικίνδυνα το ανεξάντλητο
Νταμάρι με λίγα λόγια έτρωγε απ’ τα έτοιμα ενώ θα μπορούσε
Να αρκεστεί στο ένα μοναδικό ποίημα αντί να σπαταλάει εδώ
Κι εκεί στίχους του ποντάροντας σε μιαν επισφαλή προσπάθεια
Αναγνώρισης του ταλέντου του από ευκαιριακούς αναγνώστες.


ΒΡΟΧΗ
Να κι’ ή βροχή πού μας θυμήθηκε
Στη μοναξιά μας μια διακριτική
Βροχή χτυπάει στον τσίγκο για νάρθει
Συντροφιά στα ονειρά μας!
Βρέχει στους παλιομοδίτικους στίχους
Τούς ιαμβικούς στη γριά έμπνευση
Με προσοχή μήπως σαπίσει
Σκάλες και τοίχους
Αποκαμωμένη βροχή από θητείες
Σε φυματικά φθινοπωρινά τοπία
Ξυπόλυτη βροχή αποκλεισμένη σε
Στρατιωτικά νεκροταφεία
Καρφώνει σπόρους λουλουδιών
Στο χώμα πού ‘χε καρπίσει εμβατήρια
Ονόματα και χρονολογίες κι’ ή λησμονιά
Χιονίζει σιωπητήρια.


Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ. ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ




Ο Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου γεννήθηκε το 1935 στην Καβάλα. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από την Καππαδοκία και τον Πόντο. Το 1944 χτυπήθηκε από γερμανική χειροβομβίδα και έχασε το αριστερό του χέρι. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών Αθηνών. Εργάζεται σε διάφορες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Από το 1971 ζει στη Θεσσαλονίκη. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα στην Καβάλα, το 1962, με την ποιητική συλλογή "Έγκλειστοι". Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές "Χωροστάθμηση", Καβάλα, 1965, "Τα κύματα και οι φωνές", Θεσσαλονίκη, 1971, "Το δόντι της πέτρας", Θεσσαλονίκη, 1975, "Συνοπτική διαδικασία", Θεσσαλονίκη, 1980, "Έσχατη υπόσχεση (1958-1978)", εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1984, "Πάροδος Μοναστηρίου", εκδ. Στιγμή, Αθήνα, 1989, "Σημειώσεις για ποιήματα που δε γράφτηκαν", εκδ. Χειρόγραφα, Θεσσαλονίκη, 1993, "Έσχατη υπόσχεση (1958-1992)", εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1996, "Ονείρων κοινοκτημοσύνη", εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2002, και τα πεζά "Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη", εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη, 1980, "Σταθερή απώλεια", διηγήματα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1992, "Σπαράγματα", νουβέλα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1997, "Διέφυγε το μοιραίον", διηγήματα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2003, "Καταδολίευση", μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος, 2006. Εργασίες του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες, περιοδικά και ανθολογίες. Επίσης έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά, ιταλικά, πολωνικά, ρουμανικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1998, για το βιβλίο του "Σπαράγματα" και το 2004 έλαβε βραβείο διηγήματος της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Πέτρου Χάρη) για το βιβλίο του "Διέφυγε το μοιραίον".
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2011) Τα σύννεφα ταξιδεύουν τη νύχτα, Νεφέλη
(2009) Κείμενα μικράς πνοής, Κέδρος
(2006) Καταδολίευση, Κέδρος
(2003) Διέφυγε το μοιραίον, Νεφέλη
(2002) Ονείρων κοινοκτημοσύνη, Νεφέλη
(2001) Σταθερή απώλεια, Νεφέλη
(1998) Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη, Νεφέλη
(1997) Σπαράγματα, Νεφέλη
(1996) Έσχατη υπόσχεση, Νεφέλη
(1992) Σταθερή απώλεια, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1989) Πάροδος μοναστηρίου, Στιγμή
(1984) Έσχατη υπόσχεση, Παρατηρητής
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2011) Καβάλα: Μια πόλη στη λογοτεχνία, Μεταίχμιο
(2009) Παλίμψηστο Καβάλας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Σύγχρονη ερωτική ποίηση, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2003) Καβάλα: Μια πόλη στη λογοτεχνία, Μεταίχμιο
(2001) Εν Θεσσαλονίκη: 13 σύγχρονοι πεζογράφοι, Ιανός


ΠΗΓΗ: ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ 

Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ
.
Η ψυχή μας
καρφωμένο τομάρι στην τάβλα.
.
Μεγαλώσαμε όπως το δέντρο απλώνει σταθερά τους
κύκλους του,
ενώ οι εμπρηστές το απειλούνε,
ταξιδέψαμε ακίνητοι
και οι ρίζες μας πέσανε
σε καθαρές φλέβες, σε σάπια νερά,
ο κεραυνός πολλές φορές μας διάλεξε για καταφύγιο·
.
δεν αρνηθήκαμε την ψυχή μας
γιατί ο πόνος δεν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος,
γιατί η αγάπη δεν είναι το έσχατο όριο.
.
Η ψυχή μας
τομάρι στην τάβλα,
με καρφιά και γάντζους,
κάθε μέρα
στα χέρια των κερδοσκόπων.

Πάνω σας γαντζώνω η φωνή μου
Από χαλυβουργεία και διυλιστήρια
Στην αλλοτρίωση των καύσεων
Έρημες φτωχές λέξεις σας κουβαλώ
Σε πόλη αδιάφορη πρησμένη σκουπίδια
και γύρω λυσσασμένοι για επιτυχία
Ενώ μοντάρω όργανο υποθετικής επικοινωνίας
Δρόμοι υψικάμινοι και τρέχουν
Ισοζύγιοι οραματιστές
Καλπάζουν στην καταναλωτική μανία
Κλούβες μπαγλαρώνουν την απεργία
Και σταλάζει ο ουρανός κατράμι
Φτωχές ελληνικές μου λέξεις
Πάνω σας γαντζώνω τη φωνή μου
Και βουλιάζω.

Κενά μνήμης
Ξαπλωμένο φουρτούνιαζε το φεγγάρι
Όλο το βράδυ πευκοβελόνες ψιθύριζαν στο τζάμι
Τώρα θορυβούν σπουργίτια ασταμάτητα
Καθώς ξυπνώ στο πρωινό σκοτάδι
Χάνονται στο φως οι λέξεις, εικόνες ανώνυμες μένουν
Το λευκό χαρτί της ψυχής μπουκώνει μελάνι
Συλλαβές ανασύρω απροσδιόριστης ευκρίνειας
Καθώς το χέρι οργισμένο θερίζει ψήγματα
Γλιστρούν οι λέξεις κι αδιάβατες μένουν
Μόνον στα όνειρα τρέχουν τα λόγια χείμαρρος
Στη δίνη βουλιάζουν, στη σκοτεινιά της μνήμης
Και μένει κρύσταλλο στο κενό που πληγώνει
Και πληγώνει,
Αφού οι λέξεις στην ερημιά χάνονται του κόσμου,
Στην ερημιά μιας άδηλης πραγματικότητας.

Θα μείνουμε εδώ

Θα μείνουμε εδώ
και δε θα πεθάνουμε,
στο αίμα, στις κραυγές
σε κατάρες, στα σφυριά
στα κόκαλα, σε βρισιές
στα πιο μεγάλα ψέματα,
εδώ θα μείνουμε
για να τους κόβουμε τον ύπνο
να τους ραγίζουμε τη χαρά
να ρίχνουμε τον ίσκιο μας
στα χαμηλά τους πρόσωπα,
η αγάπη μας
θ' ανθίζει πάνω στο γρανίτη,
μέχρι να έρθει η άνοιξη
έως να φτάσει
ο κατακλυσμός.
 ΓΑΝΤΖΟΣ

Του κάρφωσαν το γάντζο στην καρδιά
και τον τραβούσαν.

Έσερνε μαζί του
ένα τοπίο κατάφυτο από αναμνήσεις
ερείπια από γυναίκες να κλαίνε,
να εκλιπαρούν.


Με τη γλώσσα σφιγμένη στα δόντια.

Οι άλλοι διεκδικούσαν το σώμα,
στο διάβολο η ψυχή,
το σώμα είναι ιδιοκτησία τους,
του ξήλωσαν την καρδιά
και τα μάτια.


Δεν αρνήθηκε τίποτε,
καμιά κατάφαση,
γιατί κάθε πράξη ή πιθανή χειρονομία τους
δικαίωνε την αγάπη του,
μεγάλωνε την οπτική του προσμέτρηση,
γύμνωνε το ανυπέρβλητο μεγαλείο των τιποτένιων.
 Ημέρες του 1965

Η μέρα ήταν βροχερή με μικρά διαλείμματα από φως διυλισμένο
δύσκολα βρίσκαμε καταφύγιο στους δρόμους
ανεβαίναμε ψηλά κατά το λόφο
κάτω η πολιτεία γλιστρούσε σταθερά στη θάλασσα
Να γυρίσουμε πίσω, είπες, δεν έχουμε καιρό -
Πάντα έτσι ήτανε: στενά τα περιθώρια του χρόνου:
αλλά ζήσαμε -
Ας γυρίσουμε
και κοίταξες, στρέφοντας το κεφάλι, την πολιτεία με τρόμο.

Ανεβαίναμε τρέχοντας στο λόφο
με δεμένα τα χέρια μέσα στα στενά περιθώρια
των ημερών που γκρεμίζονταν, κατά το βράδυ, με πάταγο εκκωφαντικό.

Τα γεγονότα ακολουθούσαν
η προδοσία, η συναλλαγή, η νοθεία κάθε αισθήματος
διαγράφονταν φαύλος ο κύκλος
ξεπουλούσαν τους ανθρώπους εν σπουδή,
Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα - Καιρός να βιαστούμε -
Καμιά βεβαιότητα - Πρέπει ν' αντισταθούμε

κι έφευγαν οι σκιές ερμητικά
μέσα στο σούρουπο.
 Θα ζήσουμε όπως εμείς ξέρουμε

Πόσο δύσκολο έγινε να μιλήσεις
καθώς τα μάτια σε ερευνάνε
περιμένουνε ν' αδράξουν τις λέξεις σαν πουλιά στα δίχτυα,
μια ζεστή χειρονομία ζητάνε να σκοτώσουν,
γιατί ποιος θα πιστέψει
πως τα χέρια ζητάνε ν' αγκαλιάσουν
κι όχι να πνίξουν,
ποιος προσφέρεται να κινδυνέψει
αφήνοντας την ψυχή του σε ξένα χέρια,
και πώς να ζήσεις
με χειρονομίες ακρωτηριασμένες, ανέκφραστες,
κραυγές που δηλώνουν τον αρχέγονο πόνο,
πολιορκημένος από τις φοβισμένες ψυχές των άλλων∙

αυτή η ζωή δεν είναι για μας
δεν είναι για κανένα μας
αυτή η ευτέλεια,
θα ζήσουμε όπως εμείς ξέρουμε
κι ας φτάσουμε στην τέλεια απόγνωση
κι ας καρπωθούν ακόμα και την απελπισία μας οι άλλοι,
μέσα στη μέθη του κέρδους
δε θα υποψιαστούν την αγάπη μας,
την απέραντη χώρα που εδραιώνουμε
σταγόνα σταγόνα χύνοντας,
το αίμα μας.
 Με το μαχαίρι στα δόντια

Η αγάπη δεν κουβαλάει το φως,
καθώς σ' αδιέξοδους δρόμους τη συναντάμε,
μ' ένα πρόσωπο που χρόνια χτίζαμε
κι ένας σεισμός το ραγίζει
και φέγγουνε τα χάσματα, καίνε,
οι περιστάσεις το αφανίζουν,
πώς να σταθούμε
ενώ αυτή σχεδόν δε μας νιώθει,
φοβόμαστε μην πέσουμε
        πρόσωπο με πρόσωπο
και τότε απελπισμένα
την αγκαλιάσουμε
με κλάμα αντρίκιο,
εμείς που πολύ αγαπήσαμε
        και δεν μπορούμε να προδώσουμε,
εμείς που μείναμε μακριά
        και δεν εγκαταλείψαμε τις θέσεις μας.

Λοιπόν
πώς να μιλήσω με το μαχαίρι
στα δόντια.
 Η δίνη

                               Στον Γ. Ξ. Στογιαννίδη

Όλο κάποιος μας εγκαταλείπει.
Δε μας προδίδει,
ανοίγει μόνο την πόρτα και φεύγει.

Τότε φωταγωγούμε το δωμάτιο,
ξεσκονίζουμε τα έπιπλα,
ανοίγουμε το ραδιόφωνο σε όλη την ένταση.

Με το θόρυβο
τα εκτυφλωτικά φώτα
με το να κρύβουμε στο υπόγειο τις άδειες καρέκλες
προσπαθούμε να καλύψουμε το κενό,
να ξεχάσουμε.

Όμως η πόρτα πάντα ανοίγει
κι η νύχτα παίρνει τη θέση αυτού που έφυγε.
Το κενό όλο μεγαλώνει
ανεβαίνει στην οροφή, κατεβαίνει στο πάτωμα,
στριφογυρίζει,
γίνεται δίνη μάς παρασέρνει
στο κέντρο της περιστροφής
και πια δεν ξέρεις
αν είσαι αυτός που έφυγε
ή αυτός που έχει μείνει.

                                                 








ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ. ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ




Ο Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου γεννήθηκε το 1935 στην Καβάλα. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από την Καππαδοκία και τον Πόντο. Το 1944 χτυπήθηκε από γερμανική χειροβομβίδα και έχασε το αριστερό του χέρι. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών Αθηνών. Εργάζεται σε διάφορες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Από το 1971 ζει στη Θεσσαλονίκη. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα στην Καβάλα, το 1962, με την ποιητική συλλογή "Έγκλειστοι". Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές "Χωροστάθμηση", Καβάλα, 1965, "Τα κύματα και οι φωνές", Θεσσαλονίκη, 1971, "Το δόντι της πέτρας", Θεσσαλονίκη, 1975, "Συνοπτική διαδικασία", Θεσσαλονίκη, 1980, "Έσχατη υπόσχεση (1958-1978)", εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1984, "Πάροδος Μοναστηρίου", εκδ. Στιγμή, Αθήνα, 1989, "Σημειώσεις για ποιήματα που δε γράφτηκαν", εκδ. Χειρόγραφα, Θεσσαλονίκη, 1993, "Έσχατη υπόσχεση (1958-1992)", εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1996, "Ονείρων κοινοκτημοσύνη", εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2002, και τα πεζά "Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη", εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη, 1980, "Σταθερή απώλεια", διηγήματα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1992, "Σπαράγματα", νουβέλα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1997, "Διέφυγε το μοιραίον", διηγήματα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2003, "Καταδολίευση", μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος, 2006. Εργασίες του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες, περιοδικά και ανθολογίες. Επίσης έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά, ιταλικά, πολωνικά, ρουμανικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1998, για το βιβλίο του "Σπαράγματα" και το 2004 έλαβε βραβείο διηγήματος της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Πέτρου Χάρη) για το βιβλίο του "Διέφυγε το μοιραίον".
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2011) Τα σύννεφα ταξιδεύουν τη νύχτα, Νεφέλη
(2009) Κείμενα μικράς πνοής, Κέδρος
(2006) Καταδολίευση, Κέδρος
(2003) Διέφυγε το μοιραίον, Νεφέλη
(2002) Ονείρων κοινοκτημοσύνη, Νεφέλη
(2001) Σταθερή απώλεια, Νεφέλη
(1998) Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη, Νεφέλη
(1997) Σπαράγματα, Νεφέλη
(1996) Έσχατη υπόσχεση, Νεφέλη
(1992) Σταθερή απώλεια, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1989) Πάροδος μοναστηρίου, Στιγμή
(1984) Έσχατη υπόσχεση, Παρατηρητής
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2011) Καβάλα: Μια πόλη στη λογοτεχνία, Μεταίχμιο
(2009) Παλίμψηστο Καβάλας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Σύγχρονη ερωτική ποίηση, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2003) Καβάλα: Μια πόλη στη λογοτεχνία, Μεταίχμιο
(2001) Εν Θεσσαλονίκη: 13 σύγχρονοι πεζογράφοι, Ιανός


ΠΗΓΗ: ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ 

Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ
.
Η ψυχή μας
καρφωμένο τομάρι στην τάβλα.
.
Μεγαλώσαμε όπως το δέντρο απλώνει σταθερά τους
κύκλους του,
ενώ οι εμπρηστές το απειλούνε,
ταξιδέψαμε ακίνητοι
και οι ρίζες μας πέσανε
σε καθαρές φλέβες, σε σάπια νερά,
ο κεραυνός πολλές φορές μας διάλεξε για καταφύγιο·
.
δεν αρνηθήκαμε την ψυχή μας
γιατί ο πόνος δεν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος,
γιατί η αγάπη δεν είναι το έσχατο όριο.
.
Η ψυχή μας
τομάρι στην τάβλα,
με καρφιά και γάντζους,
κάθε μέρα
στα χέρια των κερδοσκόπων.

Πάνω σας γαντζώνω η φωνή μου
Από χαλυβουργεία και διυλιστήρια
Στην αλλοτρίωση των καύσεων
Έρημες φτωχές λέξεις σας κουβαλώ
Σε πόλη αδιάφορη πρησμένη σκουπίδια
και γύρω λυσσασμένοι για επιτυχία
Ενώ μοντάρω όργανο υποθετικής επικοινωνίας
Δρόμοι υψικάμινοι και τρέχουν
Ισοζύγιοι οραματιστές
Καλπάζουν στην καταναλωτική μανία
Κλούβες μπαγλαρώνουν την απεργία
Και σταλάζει ο ουρανός κατράμι
Φτωχές ελληνικές μου λέξεις
Πάνω σας γαντζώνω τη φωνή μου
Και βουλιάζω.

Κενά μνήμης
Ξαπλωμένο φουρτούνιαζε το φεγγάρι
Όλο το βράδυ πευκοβελόνες ψιθύριζαν στο τζάμι
Τώρα θορυβούν σπουργίτια ασταμάτητα
Καθώς ξυπνώ στο πρωινό σκοτάδι
Χάνονται στο φως οι λέξεις, εικόνες ανώνυμες μένουν
Το λευκό χαρτί της ψυχής μπουκώνει μελάνι
Συλλαβές ανασύρω απροσδιόριστης ευκρίνειας
Καθώς το χέρι οργισμένο θερίζει ψήγματα
Γλιστρούν οι λέξεις κι αδιάβατες μένουν
Μόνον στα όνειρα τρέχουν τα λόγια χείμαρρος
Στη δίνη βουλιάζουν, στη σκοτεινιά της μνήμης
Και μένει κρύσταλλο στο κενό που πληγώνει
Και πληγώνει,
Αφού οι λέξεις στην ερημιά χάνονται του κόσμου,
Στην ερημιά μιας άδηλης πραγματικότητας.

Θα μείνουμε εδώ

Θα μείνουμε εδώ
και δε θα πεθάνουμε,
στο αίμα, στις κραυγές
σε κατάρες, στα σφυριά
στα κόκαλα, σε βρισιές
στα πιο μεγάλα ψέματα,
εδώ θα μείνουμε
για να τους κόβουμε τον ύπνο
να τους ραγίζουμε τη χαρά
να ρίχνουμε τον ίσκιο μας
στα χαμηλά τους πρόσωπα,
η αγάπη μας
θ' ανθίζει πάνω στο γρανίτη,
μέχρι να έρθει η άνοιξη
έως να φτάσει
ο κατακλυσμός.
 ΓΑΝΤΖΟΣ

Του κάρφωσαν το γάντζο στην καρδιά
και τον τραβούσαν.

Έσερνε μαζί του
ένα τοπίο κατάφυτο από αναμνήσεις
ερείπια από γυναίκες να κλαίνε,
να εκλιπαρούν.


Με τη γλώσσα σφιγμένη στα δόντια.

Οι άλλοι διεκδικούσαν το σώμα,
στο διάβολο η ψυχή,
το σώμα είναι ιδιοκτησία τους,
του ξήλωσαν την καρδιά
και τα μάτια.


Δεν αρνήθηκε τίποτε,
καμιά κατάφαση,
γιατί κάθε πράξη ή πιθανή χειρονομία τους
δικαίωνε την αγάπη του,
μεγάλωνε την οπτική του προσμέτρηση,
γύμνωνε το ανυπέρβλητο μεγαλείο των τιποτένιων.
 Ημέρες του 1965

Η μέρα ήταν βροχερή με μικρά διαλείμματα από φως διυλισμένο
δύσκολα βρίσκαμε καταφύγιο στους δρόμους
ανεβαίναμε ψηλά κατά το λόφο
κάτω η πολιτεία γλιστρούσε σταθερά στη θάλασσα
Να γυρίσουμε πίσω, είπες, δεν έχουμε καιρό -
Πάντα έτσι ήτανε: στενά τα περιθώρια του χρόνου:
αλλά ζήσαμε -
Ας γυρίσουμε
και κοίταξες, στρέφοντας το κεφάλι, την πολιτεία με τρόμο.

Ανεβαίναμε τρέχοντας στο λόφο
με δεμένα τα χέρια μέσα στα στενά περιθώρια
των ημερών που γκρεμίζονταν, κατά το βράδυ, με πάταγο εκκωφαντικό.

Τα γεγονότα ακολουθούσαν
η προδοσία, η συναλλαγή, η νοθεία κάθε αισθήματος
διαγράφονταν φαύλος ο κύκλος
ξεπουλούσαν τους ανθρώπους εν σπουδή,
Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα - Καιρός να βιαστούμε -
Καμιά βεβαιότητα - Πρέπει ν' αντισταθούμε

κι έφευγαν οι σκιές ερμητικά
μέσα στο σούρουπο.
 Θα ζήσουμε όπως εμείς ξέρουμε

Πόσο δύσκολο έγινε να μιλήσεις
καθώς τα μάτια σε ερευνάνε
περιμένουνε ν' αδράξουν τις λέξεις σαν πουλιά στα δίχτυα,
μια ζεστή χειρονομία ζητάνε να σκοτώσουν,
γιατί ποιος θα πιστέψει
πως τα χέρια ζητάνε ν' αγκαλιάσουν
κι όχι να πνίξουν,
ποιος προσφέρεται να κινδυνέψει
αφήνοντας την ψυχή του σε ξένα χέρια,
και πώς να ζήσεις
με χειρονομίες ακρωτηριασμένες, ανέκφραστες,
κραυγές που δηλώνουν τον αρχέγονο πόνο,
πολιορκημένος από τις φοβισμένες ψυχές των άλλων∙

αυτή η ζωή δεν είναι για μας
δεν είναι για κανένα μας
αυτή η ευτέλεια,
θα ζήσουμε όπως εμείς ξέρουμε
κι ας φτάσουμε στην τέλεια απόγνωση
κι ας καρπωθούν ακόμα και την απελπισία μας οι άλλοι,
μέσα στη μέθη του κέρδους
δε θα υποψιαστούν την αγάπη μας,
την απέραντη χώρα που εδραιώνουμε
σταγόνα σταγόνα χύνοντας,
το αίμα μας.
 Με το μαχαίρι στα δόντια

Η αγάπη δεν κουβαλάει το φως,
καθώς σ' αδιέξοδους δρόμους τη συναντάμε,
μ' ένα πρόσωπο που χρόνια χτίζαμε
κι ένας σεισμός το ραγίζει
και φέγγουνε τα χάσματα, καίνε,
οι περιστάσεις το αφανίζουν,
πώς να σταθούμε
ενώ αυτή σχεδόν δε μας νιώθει,
φοβόμαστε μην πέσουμε
        πρόσωπο με πρόσωπο
και τότε απελπισμένα
την αγκαλιάσουμε
με κλάμα αντρίκιο,
εμείς που πολύ αγαπήσαμε
        και δεν μπορούμε να προδώσουμε,
εμείς που μείναμε μακριά
        και δεν εγκαταλείψαμε τις θέσεις μας.

Λοιπόν
πώς να μιλήσω με το μαχαίρι
στα δόντια.
 Η δίνη

                               Στον Γ. Ξ. Στογιαννίδη

Όλο κάποιος μας εγκαταλείπει.
Δε μας προδίδει,
ανοίγει μόνο την πόρτα και φεύγει.

Τότε φωταγωγούμε το δωμάτιο,
ξεσκονίζουμε τα έπιπλα,
ανοίγουμε το ραδιόφωνο σε όλη την ένταση.

Με το θόρυβο
τα εκτυφλωτικά φώτα
με το να κρύβουμε στο υπόγειο τις άδειες καρέκλες
προσπαθούμε να καλύψουμε το κενό,
να ξεχάσουμε.

Όμως η πόρτα πάντα ανοίγει
κι η νύχτα παίρνει τη θέση αυτού που έφυγε.
Το κενό όλο μεγαλώνει
ανεβαίνει στην οροφή, κατεβαίνει στο πάτωμα,
στριφογυρίζει,
γίνεται δίνη μάς παρασέρνει
στο κέντρο της περιστροφής
και πια δεν ξέρεις
αν είσαι αυτός που έφυγε
ή αυτός που έχει μείνει.

                                                 








Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΦΤΑΝΤΖΗΣ 1920-1998 

 



                                                                                                                                                                        

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ


Ο Γιώργος Καφταντζής γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου 1920 στην Ηράκλεια Σερρών. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1949.
Το 1940 ο θάνατος της αδελφής του Ιωάννας έγινε αφορμή για να γράψει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Τα μοιρολόγια». Πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης, από την οποία εμπνεύστηκε τις «Δώδεκα μέρες», και ως κορυφαίο στέλεχος (Μαλέας) της ΕΠΟΝ στην Εθνική Αντίσταση, περίοδο που σφράγισε το λογοτεχνικό του έργο. Πρωτοστάτησε στο περιοδικό «Ξεκίνημα» του Εκπολιτιστικού Ομίλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στο περιοδικό "Ορφέας", ενώ αργότερα ίδρυσε περιοδεύοντα θίασο στο Βουνό (Δυτική Μακεδονία). Έζησε και δικηγόρησε στις Σέρρες, πόλη που τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε κεντρική πλατεία, όπου στήθηκε και ο ανδριάντας του. Στο συγγραφικό του έργο ασχολήθηκε με την ιστορία, την ποίηση, την πεζογραφία, και το θέατρο, ενώ ασχολήθηκε και με τη ζωγραφική. Έφυγε από τη ζωή στις 12 Μαρτίου 1998.

Εργογραφία

Ματωμένη γη. Σέρρες, Γρακόπουλο, 1947.

Μοιρολόγια. Σέρρες, Γρακόπουλος, 1948.

Ουράνια στάχυα. Σέρρες, Γρακόπουλος, 1952.

Δώδεκα μέρες. Σέρρες, [χ.ε.], 1955.

Το πανηγύρι της φωτιάς. Σέρρες, Τυπ. Καρύδη, 1959.

Δύσκολες χρονιές. [χ.τ.], [χ.ε.], 1959.

Η μπαλλάντα του φεγγαριού. [χ.τ], [χ.ε], 1961.

Αναθήματα. Σέρρες, Εστία του Βιβλίου, 1966.

Ιστορία της πόλεως Σερρών και της περιφερείας της. Αθήνα, Δίφρος, 1967.

Οι ελεγείες. Σέρρες, Τυπ. Σ. Τζαμπαλάτη, 1971.

Η Ηράκλεια νομού Σερρών. Σέρρες, Δήμος Ηρακλείου, 1973.

Νίκος Μπελογιάννης. [χ.τ], [χ.ε], 1977.

Τα δημοτικά τραγούδια του Νομού Σερρών. Σέρρες, Σερραϊκή Πολιτιστική Εταιρεία, 1977.

Τα παραλειπόμενα. Θεσσαλονίκη, Αθ. Αλτιντζής, 1985.

Οι Σέρρες άλλοτε και τώρα. Θεσσαλονίκη, Όμιλος Ορφέα Σερρών, [1985;].

Τα ποιήματα 1040-1987. Θεσσαλονίκη, [χ.ε.], 1988.

Η Σερραϊκή χρονογραφία του Παπασυναδινού. Σέρρες, Ιερά Μητρόπολις Σερρών και Νιγρίτης, 1989.

Θέατρο στα βουνά της Δ. Μακεδονίας τον καιρό της Κατοχής. Θεσσαλονίκη, Περιοδικό Γιατί, 1990.

Περίπλους. Θεσσαλονίκη, [χ.ε.], 1991.

Ορφέας Σερρών 1905-1991. Θεσσαλονίκη, Όμιλος Ορφέα Σερρών, 1991.

Το πόδι του παγωνιού. Θεσσαλονίκη, [χ.ε], 1992.

Βιογραφικά - Εργογραφικά. Σέρρες, Χαραλαμπίδης, 1993.

Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων Σερρών. Αθήνα, Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης, 1993.

Το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης στον καιρό της κατοχής. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1998. Σελ.: 220.

Ιερά μονή της Βήσσανης. Βήσσανη, Μονη Βήγσσανης Σερρών, 1998.

Οι φωτογραφίες. Σέρρες, [χ.ε.], 2000.

Το ναζιστικό στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης 1941-1944. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 2001.

Τα διηγήματα. Θεσσαλονίκη, Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, 2002. Σελ.: 161.

Νέο εορτολόγιο. Σέρρες, Χαραλαμπίδης, 2003.

ΠΗΓΗ: ΕΚΕΒΙ               

  

Έλεγχος διαβατηρίου 
Διάβαζε σιωπηλός κοιτάζοντας
πότε τη φωτογραφία, πότε τον ταξιδιώτη.
“Ισχύει για πολλά ταξίδια μετ’ επιστροφής
και για όλες τις χώρες του κόσμου.
Πρόσωπο, ρευστό, πιθανόν ωοειδές.
Ανάστημα 1.700 μ. (φανερό το λάθος).
Χρώμα οφθαλμών, λευκό.
Κόμη, στατική.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά :
Εγκάρσια ρωγμή. Διαρρέει πίσσα.
Τοπίο με καρδερίνες.
Λάρυγξ αδρανής.
Έσωθεν επιπολάζον έλος.
Υπογλώσσιο σκουριασμένο.
Διάσπαρτα λέπια οι χαμένες ευκαιρίες'.
Θάνατέ μου, είπε ο ελεγκτής
και έδωσε το σήμα να περάσει.

Εικοσιτρείς εκτελέσεις
Ενδέκατη
Ο πέμπτος μελλοθάνατος
ένας τοσοδά κοντούλης
ανθρωπάκος
με κοιλίτσα
συλληφθείς τυχαίως
άδικα προσπαθούσε
να καταλάβει
αυτά που διάβαζαν
ένας Γερμανός αξιωματικός
και ο παπάς.
Πολύ περισσότερο
για ποια αιτία
ο επί κεφαλής
σηκώνοντας ένα σπαθί
τσίριξε
και η φωνή του
χύθηκε
σαν παγωμένο νερό
σ’ αναμμένο μαγκάλι με κάρβουνα
«Επί σκοπόν!
Έτοιμοι!
Πυρ!»
Τότε
σχεδόν χάραζε
και ο ανθρωπάκος
χωρίς κίνηση
χωρίς ήχο
δηλαδή τα «ζήτω η λευτεριά»
και τα τοιαύτα
έπεσε
αρχίζοντας αμέσως
να σκουριάζει.
Όταν έφεξε καλά
ο ανθρωπάκος
ήταν
ένας σπασμένος κοριός
στο άσπρο πουκάμισο
του Γενάρη.




Θύμηση
Θα τους θυμάμαι πάντοτε από σκιές δεμένους
στα σκοτεινά δρομάκια του Κουλέ-Καφέ.
Από τότε άλλαξαν πολλά
σβήστηκαν τα ονόματα
τα σύννεφα πνίγουν τα καράβια και τα τρένα
το αίμα τους δεν κοιμάται τρομάζει το βράδυ τα παιδιά.


Στολισμένοι
Στολισμένοι με τα αιμόφυρτα ρόδα της αγάπης
από έκθαμβα φύλλα και σμήνη εκστατικών στιγμών
προσπερνούμε ανώφελες περιοχές που σκοτώνουν τα όνειρα
γερασμένες σκιές, ξεστρατισμένες εποχές
και το φοβερό μυστήριο της σπασμένης λάμπας
κάτω απ’ τις στοιβαγμένες νύχτες όλων των ανθρώπων
γεμάτες τρύπες στουπωμένες με ξερές ψυχές
αφήνοντας πίσω μας ανέγγιχτη τη λήθη.


Κορνίζα χωρίς φωτογραφία
τελευταία χάρη

Τραγούδησα γι? αυτούς που έπεσαν
για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.
Τραγούδησα γι? αυτούς που τυραννίστηκαν
για την ελπίδα του ανθρώπου.
Ας μου δοθεί σαν τελευταία χάρη τώρα
να πάρω ένα δρόμο απάτητο
να συναντήσω χωρίς φόβο το σκοτάδι
να πάψουν να με κυνηγούν σκιές
να βρω καινούρια γέφυρα
στη νύχτα που στύβει το φεγγάρι
και το πετάει μαδημένο
στις άδειες στέρνες των αιώνων.



Όταν επιστρέψω τη σάρκα μου


Όταν επιστρέψω τη σάρκα μου
Πάρτε την εσείς καλαμποκιές
Όταν επιστρέψω το αίμα μου
Πάρτε το εσείς κληματαριές
Όταν επιστρέψω τη φωνή μου
Πάρτε την εσείς ανέμοι.
Αλύπητα σκορπάτε με
Εδώ και εκεί σκορπάτε με
Στους αιώνες των αιώνων.
Μονάχα την αγάπη αρνούμαι να επιστρέψω
σε τούτο το απέραντο χωρίς αγάπη σύμπαν.


Παράπονο σκοτωμένου μακεδόνα στρατιώτη στην Κρήτη


Στις πράσινες κοιλάδες του Καλόκαστρου
που σαλεύουν ρείκια παπαρούνες καλαμιές
αγελαδάρης ήμουν μια παλιοζωή θα πεις
πότε νηστικός πότε ξαγρυπνισμένος
μα είχα το κυνήγι το ψάρεμα
ήταν και οι κοπέλες με το γλέντι τους.

Τώρα σ' αυτό το μέρος κι από πάνω μου
ερείπια κ' ερείπια
και του Βαθύλακκου οι λεμονιές
καψαλισμένες απ' τον πόλεμο.

Σύννεφα παν και σύννεφα έρχονται
οι μέρες συνάζονται αδιάκοπα μια μια
η θάλασσα πότε χαρούμενη πότε λυπημένη.
Κ' εκεί στα μέρη του Βορρά η γριά μητέρα μου
σήμερα κι αύριο και μεθαύριο
σαν χτες και σαν προχτές
θε' να μου γράφει ώρες δακρυσμένη γράμματα
εκείνα τ' ανορθόγραφα θαυμάσια γράμματα
που παίρνει κανείς απ' την πατρίδα του
μα εγώ ποτέ δε θα τα πάρω ποτέ
για να μάθω αν η μοδίστρα η Ελένη
αρραβωνιάστηκε ή με περιμένει ακόμα.
,

 Πρωινή εκτέλεση 

Δε ξέρω, δε διακρίνονταν καλά 
αν ήταν αίμα ή παπαρούνες ή γαρύφαλα 
μα ή αίμα ή παπαρούνες ή γαρύφαλα 
περίλυπη έπλεε πάνω τους η αυγή, περίλυπη 
κι ύστερα οι ίσκιοι χάθηκαν 
οι φυλακισμένοι λευτερώθηκαν. 

Τίποτε πιο πικρό, ένας σπίνος! 

Στο λαό να πείτε, αυτούς 
αυτούς τους στρατιώτες του αποσπάσματος να κλάψει 
γιατί οι στρατιώτες οι φτωχοί 
τους εαυτούς των σκότωσαν. 

Ένα γέλιο άνθιζε 

Ένα γέλιο άνθιζε σ' ένα βλαστάρι από φως 
ήταν κι ένα κρεμεζί γαρύφαλο. 

Βιαστικά τον έπιασαν με γέλιο και γαρύφαλο 
βιαστικά τον δίκασαν με γέλιο και γαρύφαλο 
βιαστικά τον σκότωσαν με γέλιο και γαρύφαλο. 

Το γέλιο έδεσε καρπός στα χείλια των φτωχών 
τα στήθια γέμισαν γαρύφαλα.