Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ 
 

Βιογραφικό Σημείωμα
Ο Θανάσης Κωσταβάρας γεννήθηκε στην Ανακασιά του Βόλου το
1927  όπου πέρασε τα παιδικά και μαθητικά χρόνια. Αποφοίτησε
από την Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1954
και εργάστηκε ως οδοντίατρος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής
κατοχής εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση. Για την αγωνιστική
του δράση, την οποία συνέχισε και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου
διώχτηκε και φυλακίστηκε. Στο χώρο της λογοτεχνίας παρουσιάστηκε
το 1956 με την έκδοση της ποιητικής συλλογής Αναζήτηση.
Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία και το θέατρο.
Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, πολωνικά και γερμανικά. Πέθανε το 2007.
Εργογραφία
Ι.Ποίηση
Αναζήτηση. 1956.
Αναβίωση. 1957.
Έξοδος. Αθήνα, 1957.
Κοντσέρτο για κυκλάμινα και ορχήστρα ωρών. Αθήνα, 1958.
Ρωμαίικη σουίτα. 1959.
Ο γυρισμός. 1963.
Κατάθεση. 1965.
Συμπληρώματα. 1970.
Κήποι στον Παράδεισο. Αθήνα, Καστανιώτης, 1990.
Το ημερολόγιο της αυριανής εξορίας. Αθήνα, Νεφέλη, 1995.
ΙΙ.Πεζογραφία
Το ρήγμα (διηγήματα). 1966.
Ο λάκκος (διηγήματα). 1972.
 ΙΙΙ.Θέατρο
Το Φαγκότο ή Το τραγικό τέλος του Νικηφόρου Φωκά
 και η ηρωική ζωή του Π.Ν.Πάστη. 1971


Ενδεικτική Βιβλιογραφία


• Αργυρίου Αλεξ., «Θανάσης Κωσταβάρας», Η πρώτη μεταπολεμική γενιά. Αθήνα, Σοκόλης, 1982 (στη σειρά Η Ελληνική ποίηση. Ανθολογία – Γραμματολογία).
• Κοτσέτσου Λούλα, «Κωσταβάρας Θανάσης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
• Κουλουφάκος Κώστας, «Θανάση Κωσταβάρα: Έξοδος», Επιθεώρηση ΤέχνηςΣτ΄, ετ.Γ΄, 8/1957, αρ.32, σ.142-143.
• Κώτσιου Ν., «Ξορκίζοντας το μέλλον», Διαβάζω363, 5/1996, σ.145.
Αφιερώματα περιοδικών
• Ελί-τροχος3, Φθινόπωρο 1994, σ.5-85.

ΘΑ ’ΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
Θα ’ρθει μια μέρα που δε θα ξέρω ποιος είμαι.
Δε θα μπορώ να χτίσω ένα λόγο
να ψελλίσω ένα πρόσωπο.
Θα ’ρθει μια μέρα που δε θα ’μαι μόνο πολύ λυπημένος.
Θα ’μαι χαμένος σ’ έναν κόσμο ξένο για μένα
θα ’χω κιόλας απ’ αυτόν ξεχαστεί.
Θα ’ρθει μια μέρα που δε θα ’χω τίποτε ωραίο να σου χαρίσω.
Θα κλείσω μόνο τα μάτια
Και θα προσπαθήσω να σε δω μ’ έναν τρόπο αλλιώτικο.
Μα ούτε τα ριγηλά σκιρτήματα του κορμιού σου
θα μπορέσω να θυμηθώ
ούτε τα φλογερά μας οράματα
θα είμαι σε θέση να τραγουδήσω.
Κι έτσι όπως ήρθα, ξένος κι απελπισμένος
θα κινήσω να φύγω.
Θα γυρίσω πάλι σε κείνο το σκοτεινό τίποτα
χωρίς να κρατώ τίποτα πάνω μου.
έξω μόνο απ’ τα βαθιά σημάδια που θα ’χουν αφήσει στο σώμα μου
τα εγκαυστικά φιλιά σου.
Κι απ’ της φωνής σου τα χάδια που είναι χαραγμένα στους στίχους μου.
Μ’ αυτά, μόνο απ’ αυτά
εκεί που θα πάω, ίσως
μπορέσω να με γνωρίσουν.

 

Η ΜΟΙΡΑ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΑΣ
Η φωνή μας
σαν τα τσαλακωμένα χαρτιά που τα παίρνει ο άνεμος.
Σαν πουλιά σκοτωμένα, φιμωμένοι οι στίχοι μας.
Κι όμως, κάτι κατορθώσαμε κάποτε.
Κάτι πιστέψαμε πως χρωστάμε ακόμα.
Γι’ αυτό, έστω και με κομμένη τη γλώσσα
δίχως μιλιά
δεν σταματάμε
να τραγουδάμε.
Έξω από το τραγούδι, ο άνθρωπος
δεν είναι παρά ένα φοβισμένο αγρίμι.
Μέσα στο τραγούδι η καρδιά του χτυπάει πιο ανθρώπινα.
Ανάβει μυστικά φεγγάρια στα σκοτεινά, στα έρημα βράδια
κρατάει συντροφιά στους ξένους, στους κυνηγημένους
δίνει στους απελπισμένους κουράγιο.
Ας το πούμε μια φορά ακόμα: δίχως Ποίηση
δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα στον κόσμο.
Πάντως δίχως τραγούδι
δεν υπάρχει Ομορφιά.

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ ΜΕ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΥΠΑΙΘΡΟ
Στρωμένα τραπέζια στη σειρά, με τη λιακάδα στον κήπο.
Άσπρα τραπεζομάντιλα, φαγητά και κρασιά
και φρέσκα λουλούδια στα βάζα.
Και το γραμμόφωνο παίζοντας αποσπάσματα από όπερες.
Ξαφνικά περνάει γρήγορα ένα κοπάδι πουλιά.
Κι ένα μαύρο σάλεμα στον αέρα, σαν προμήνυμα μπόρας.
Κι απ’ το βάθος
φαίνεται να προβαίνει αργά
ο απρόσκλητος επισκέπτης.
Παράξενος άντρας, φορώντας άσπρο κοστούμι ξεχειλωμένο
και το πρόσωπο αθέατο.
Κρυμμένο πίσω απ’ τα φύλλα.
Μοιάζει πάντως κανένας να μην τον γνωρίζει.
Ίσως μόνο ο πατέρας, που τον κοιτάζει μ’ ένα φόβο αόριστο.
Εκείνος τον πλησιάζει και του απλώνει το χέρι.
Σαν να του λέει κιόλα κάτι, σαν να τον καλεί για έναν περίπατο.
Κι όπως, τελείως απρόθυμος, ο πατέρας σηκώνεται
αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες.
Όχι δυνατή όμως βροχή, μια σιγανή ψιχάλα, περίπου αθόρυβη.
Παγερή σιωπή σφραγίζει τώρα τα χείλη.
Από το γραμμόφωνο δεν ακούγεται παρά το ξύσιμο της βελόνας.
Όλος ο κήπος μυρίζει βρεγμένο χώμα, όλοι έχουν πια σηκωθεί.
Μερικοί ανοίγουν ομπρέλες.
Μια λύπη απλώνεται λίγο λίγο πάνω σ’ όλα τα πρόσωπα.

 
 ΣΑΝ ΤΑ ΕΡΗΜΙΚΑ ΔΕΝΤΡΑ
Έπρεπε να περάσουν τόσα και τόσα χρόνια
τόσοι μαύροι χειμώνες, τόση αφόρητη μοναξιά
για να φτάσει κάποτε σε κείνη τη γενναία πραότητα
που έχουν τα δέντρα.
Όχι όλα τα δέντρα.
Εκείνα που μέσα στην ερημιά μεγαλώνουν αφρόντιστα μόνα τους.
Και γεμίζουν φύλλα και κλώνους και δίνουν καρπούς που, αλίμονο
δεν έρχεται να τους μαζέψει κανένας.
Ώσπου αρκούνται να περιμένουν κάποιον οδοιπόρο τουλάχιστον
να του προσφέρουν τον ίσκιο τους.
Έτσι και κείνος.
Τόσο πολύ τον είχε πλουτίσει η βασανισμένη ζωή του
που τον έκανε ποιητή.
Και περίμενε χρόνια κάποιον να του μιλήσει η ποίησή του.
Να του χαρίσει έστω τον ίσκιο της.
Κι έτσι να ξοφλήσει κάτι απ’ το χρέος του.
Γιατί είχε τόσον πλούτο αθησαύριστον μέσα του
που μια ζωή ονειρευόταν
να του δοθεί κάποτε η χάρη με τη ζεστή του φωνή να ντύσει
όλη τη γυμνή ανθρωπότητα.

ΜΟΝΟ ΜΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ
 
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να επιζήσω.
Να μη χαθώ μέσα στο μαύρο δάσος.
Ν’ αψηφήσω τον άγριο σκύλο
που μ’ ακολουθεί σα’ να ‘ναι ο ίσκιος μου.
Μόνο με την Αγάπη σου.
Να χτίσω ένα άλλο πρόσωπο.
Να γίνω πάλι ένα μικρό αγόρι.
Αθώο σαν το τρεχούμενο νερό.
Και να γνωρίζω τον κόσμο
μ’ ένα καινούργιο θάμπωμα.
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να λέω τραγούδια από άλλους, άγνωστους
τόπους.
Να γίνομαι ένας γρύλος άγρυπνος
και να κεντώ τ’ όνομα σου, με στίχους αέρινους.
Να μιλώ μόνο για σένα.
Να σε καλημερίζω μ’ έναν φοβισμένο κορυδαλλό
κρυμμένον στο στήθος μου
και να μου αποκρίνεσαι μ’ ένα ξεχασμένο μου ποίημα.
Μόνο για την Αγάπη σου.
Μπορώ να περνάω την κάθε μου μέρα
απαγγέλλοντας τους πικρούς στεναγμούς
και αγιογραφώντας τους αίνους
απ’ το μέγα θαύμα του Έρωτα.
Να σου λέω τέλος καληνύχτα
και να με παίρνεις μαζί σου, στον ύπνο σου.
Για να με σεργιανίσεις μεθυσμένον
στα μαγεμένα σου όνειρα.
Μόνο με και για την Αγάπη σου
μπορώ να γίνομαι όλο και πιο ανθρώπινος.
Να φαίνομαι όλο και λιγότερο λυπημένος.








Η αγάπη δεν είναι ζάλη.
Δεν είναι άνθος που μεθάει απ' το φιλί της άνοιξης.
Μυρωμένο τραγούδι που απλώνεται πάνω στη σάρκα γλυκά.
Η αγάπη είναι φόβος.
Δεν είναι σώμα που ζητάει να βρει παρηγοριά.
Τρυφερή αύρα που λικνίζει τα νοσταλγικά απογεύματα.
Είναι ποτάμι που περνάει μέσα από τα μαύρα λιβάδια.
Άγριος αγέρας που σπάζει τα κλαδιά στους κήπους και στα όνειρα.
Δεν είναι ζάλη η αγάπη. Δεν είναι σιγανή φωτιά.
Ούτε χωράει στα κλειστά, στα σίγουρα βράδια.
Βγαίνει έξω και χτυπιέται με το δαίμονα.
Παλεύει όλη νύχτα στ' αναμμένα αλώνια.
Βαδίζει στα τυφλά πάνω στο τεντωμένο σύρμα.
Όταν κάτω απ' τα πόδια ανοίγονται τα κοφτερά φαράγγια.
Όμως δεν είναι ζάλη η αγάπη.
Αγάπη είναι ο τρόμος που η ζωή μετράει το ανάστημά της.
Μετριέται με το άδειο πρόσωπο που βγαίνει απ' το σκοτάδι.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ 
 

Βιογραφικό Σημείωμα
Ο Θανάσης Κωσταβάρας γεννήθηκε στην Ανακασιά του Βόλου το
1927  όπου πέρασε τα παιδικά και μαθητικά χρόνια. Αποφοίτησε
από την Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1954
και εργάστηκε ως οδοντίατρος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής
κατοχής εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση. Για την αγωνιστική
του δράση, την οποία συνέχισε και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου
διώχτηκε και φυλακίστηκε. Στο χώρο της λογοτεχνίας παρουσιάστηκε
το 1956 με την έκδοση της ποιητικής συλλογής Αναζήτηση.
Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία και το θέατρο.
Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, πολωνικά και γερμανικά. Πέθανε το 2007.
Εργογραφία
Ι.Ποίηση
Αναζήτηση. 1956.
Αναβίωση. 1957.
Έξοδος. Αθήνα, 1957.
Κοντσέρτο για κυκλάμινα και ορχήστρα ωρών. Αθήνα, 1958.
Ρωμαίικη σουίτα. 1959.
Ο γυρισμός. 1963.
Κατάθεση. 1965.
Συμπληρώματα. 1970.
Κήποι στον Παράδεισο. Αθήνα, Καστανιώτης, 1990.
Το ημερολόγιο της αυριανής εξορίας. Αθήνα, Νεφέλη, 1995.
ΙΙ.Πεζογραφία
Το ρήγμα (διηγήματα). 1966.
Ο λάκκος (διηγήματα). 1972.
 ΙΙΙ.Θέατρο
Το Φαγκότο ή Το τραγικό τέλος του Νικηφόρου Φωκά
 και η ηρωική ζωή του Π.Ν.Πάστη. 1971


Ενδεικτική Βιβλιογραφία


• Αργυρίου Αλεξ., «Θανάσης Κωσταβάρας», Η πρώτη μεταπολεμική γενιά. Αθήνα, Σοκόλης, 1982 (στη σειρά Η Ελληνική ποίηση. Ανθολογία – Γραμματολογία).
• Κοτσέτσου Λούλα, «Κωσταβάρας Θανάσης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
• Κουλουφάκος Κώστας, «Θανάση Κωσταβάρα: Έξοδος», Επιθεώρηση ΤέχνηςΣτ΄, ετ.Γ΄, 8/1957, αρ.32, σ.142-143.
• Κώτσιου Ν., «Ξορκίζοντας το μέλλον», Διαβάζω363, 5/1996, σ.145.
Αφιερώματα περιοδικών
• Ελί-τροχος3, Φθινόπωρο 1994, σ.5-85.

ΘΑ ’ΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
Θα ’ρθει μια μέρα που δε θα ξέρω ποιος είμαι.
Δε θα μπορώ να χτίσω ένα λόγο
να ψελλίσω ένα πρόσωπο.
Θα ’ρθει μια μέρα που δε θα ’μαι μόνο πολύ λυπημένος.
Θα ’μαι χαμένος σ’ έναν κόσμο ξένο για μένα
θα ’χω κιόλας απ’ αυτόν ξεχαστεί.
Θα ’ρθει μια μέρα που δε θα ’χω τίποτε ωραίο να σου χαρίσω.
Θα κλείσω μόνο τα μάτια
Και θα προσπαθήσω να σε δω μ’ έναν τρόπο αλλιώτικο.
Μα ούτε τα ριγηλά σκιρτήματα του κορμιού σου
θα μπορέσω να θυμηθώ
ούτε τα φλογερά μας οράματα
θα είμαι σε θέση να τραγουδήσω.
Κι έτσι όπως ήρθα, ξένος κι απελπισμένος
θα κινήσω να φύγω.
Θα γυρίσω πάλι σε κείνο το σκοτεινό τίποτα
χωρίς να κρατώ τίποτα πάνω μου.
έξω μόνο απ’ τα βαθιά σημάδια που θα ’χουν αφήσει στο σώμα μου
τα εγκαυστικά φιλιά σου.
Κι απ’ της φωνής σου τα χάδια που είναι χαραγμένα στους στίχους μου.
Μ’ αυτά, μόνο απ’ αυτά
εκεί που θα πάω, ίσως
μπορέσω να με γνωρίσουν.

 

Η ΜΟΙΡΑ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΑΣ
Η φωνή μας
σαν τα τσαλακωμένα χαρτιά που τα παίρνει ο άνεμος.
Σαν πουλιά σκοτωμένα, φιμωμένοι οι στίχοι μας.
Κι όμως, κάτι κατορθώσαμε κάποτε.
Κάτι πιστέψαμε πως χρωστάμε ακόμα.
Γι’ αυτό, έστω και με κομμένη τη γλώσσα
δίχως μιλιά
δεν σταματάμε
να τραγουδάμε.
Έξω από το τραγούδι, ο άνθρωπος
δεν είναι παρά ένα φοβισμένο αγρίμι.
Μέσα στο τραγούδι η καρδιά του χτυπάει πιο ανθρώπινα.
Ανάβει μυστικά φεγγάρια στα σκοτεινά, στα έρημα βράδια
κρατάει συντροφιά στους ξένους, στους κυνηγημένους
δίνει στους απελπισμένους κουράγιο.
Ας το πούμε μια φορά ακόμα: δίχως Ποίηση
δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα στον κόσμο.
Πάντως δίχως τραγούδι
δεν υπάρχει Ομορφιά.

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ ΜΕ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΥΠΑΙΘΡΟ
Στρωμένα τραπέζια στη σειρά, με τη λιακάδα στον κήπο.
Άσπρα τραπεζομάντιλα, φαγητά και κρασιά
και φρέσκα λουλούδια στα βάζα.
Και το γραμμόφωνο παίζοντας αποσπάσματα από όπερες.
Ξαφνικά περνάει γρήγορα ένα κοπάδι πουλιά.
Κι ένα μαύρο σάλεμα στον αέρα, σαν προμήνυμα μπόρας.
Κι απ’ το βάθος
φαίνεται να προβαίνει αργά
ο απρόσκλητος επισκέπτης.
Παράξενος άντρας, φορώντας άσπρο κοστούμι ξεχειλωμένο
και το πρόσωπο αθέατο.
Κρυμμένο πίσω απ’ τα φύλλα.
Μοιάζει πάντως κανένας να μην τον γνωρίζει.
Ίσως μόνο ο πατέρας, που τον κοιτάζει μ’ ένα φόβο αόριστο.
Εκείνος τον πλησιάζει και του απλώνει το χέρι.
Σαν να του λέει κιόλα κάτι, σαν να τον καλεί για έναν περίπατο.
Κι όπως, τελείως απρόθυμος, ο πατέρας σηκώνεται
αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες.
Όχι δυνατή όμως βροχή, μια σιγανή ψιχάλα, περίπου αθόρυβη.
Παγερή σιωπή σφραγίζει τώρα τα χείλη.
Από το γραμμόφωνο δεν ακούγεται παρά το ξύσιμο της βελόνας.
Όλος ο κήπος μυρίζει βρεγμένο χώμα, όλοι έχουν πια σηκωθεί.
Μερικοί ανοίγουν ομπρέλες.
Μια λύπη απλώνεται λίγο λίγο πάνω σ’ όλα τα πρόσωπα.

 
 ΣΑΝ ΤΑ ΕΡΗΜΙΚΑ ΔΕΝΤΡΑ
Έπρεπε να περάσουν τόσα και τόσα χρόνια
τόσοι μαύροι χειμώνες, τόση αφόρητη μοναξιά
για να φτάσει κάποτε σε κείνη τη γενναία πραότητα
που έχουν τα δέντρα.
Όχι όλα τα δέντρα.
Εκείνα που μέσα στην ερημιά μεγαλώνουν αφρόντιστα μόνα τους.
Και γεμίζουν φύλλα και κλώνους και δίνουν καρπούς που, αλίμονο
δεν έρχεται να τους μαζέψει κανένας.
Ώσπου αρκούνται να περιμένουν κάποιον οδοιπόρο τουλάχιστον
να του προσφέρουν τον ίσκιο τους.
Έτσι και κείνος.
Τόσο πολύ τον είχε πλουτίσει η βασανισμένη ζωή του
που τον έκανε ποιητή.
Και περίμενε χρόνια κάποιον να του μιλήσει η ποίησή του.
Να του χαρίσει έστω τον ίσκιο της.
Κι έτσι να ξοφλήσει κάτι απ’ το χρέος του.
Γιατί είχε τόσον πλούτο αθησαύριστον μέσα του
που μια ζωή ονειρευόταν
να του δοθεί κάποτε η χάρη με τη ζεστή του φωνή να ντύσει
όλη τη γυμνή ανθρωπότητα.

ΜΟΝΟ ΜΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ
 
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να επιζήσω.
Να μη χαθώ μέσα στο μαύρο δάσος.
Ν’ αψηφήσω τον άγριο σκύλο
που μ’ ακολουθεί σα’ να ‘ναι ο ίσκιος μου.
Μόνο με την Αγάπη σου.
Να χτίσω ένα άλλο πρόσωπο.
Να γίνω πάλι ένα μικρό αγόρι.
Αθώο σαν το τρεχούμενο νερό.
Και να γνωρίζω τον κόσμο
μ’ ένα καινούργιο θάμπωμα.
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να λέω τραγούδια από άλλους, άγνωστους
τόπους.
Να γίνομαι ένας γρύλος άγρυπνος
και να κεντώ τ’ όνομα σου, με στίχους αέρινους.
Να μιλώ μόνο για σένα.
Να σε καλημερίζω μ’ έναν φοβισμένο κορυδαλλό
κρυμμένον στο στήθος μου
και να μου αποκρίνεσαι μ’ ένα ξεχασμένο μου ποίημα.
Μόνο για την Αγάπη σου.
Μπορώ να περνάω την κάθε μου μέρα
απαγγέλλοντας τους πικρούς στεναγμούς
και αγιογραφώντας τους αίνους
απ’ το μέγα θαύμα του Έρωτα.
Να σου λέω τέλος καληνύχτα
και να με παίρνεις μαζί σου, στον ύπνο σου.
Για να με σεργιανίσεις μεθυσμένον
στα μαγεμένα σου όνειρα.
Μόνο με και για την Αγάπη σου
μπορώ να γίνομαι όλο και πιο ανθρώπινος.
Να φαίνομαι όλο και λιγότερο λυπημένος.








Η αγάπη δεν είναι ζάλη.
Δεν είναι άνθος που μεθάει απ' το φιλί της άνοιξης.
Μυρωμένο τραγούδι που απλώνεται πάνω στη σάρκα γλυκά.
Η αγάπη είναι φόβος.
Δεν είναι σώμα που ζητάει να βρει παρηγοριά.
Τρυφερή αύρα που λικνίζει τα νοσταλγικά απογεύματα.
Είναι ποτάμι που περνάει μέσα από τα μαύρα λιβάδια.
Άγριος αγέρας που σπάζει τα κλαδιά στους κήπους και στα όνειρα.
Δεν είναι ζάλη η αγάπη. Δεν είναι σιγανή φωτιά.
Ούτε χωράει στα κλειστά, στα σίγουρα βράδια.
Βγαίνει έξω και χτυπιέται με το δαίμονα.
Παλεύει όλη νύχτα στ' αναμμένα αλώνια.
Βαδίζει στα τυφλά πάνω στο τεντωμένο σύρμα.
Όταν κάτω απ' τα πόδια ανοίγονται τα κοφτερά φαράγγια.
Όμως δεν είναι ζάλη η αγάπη.
Αγάπη είναι ο τρόμος που η ζωή μετράει το ανάστημά της.
Μετριέται με το άδειο πρόσωπο που βγαίνει απ' το σκοτάδι.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012


ΠΑΝΟΣ ΘΑΣΙΤΗΣ (1923-2008)

Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Πάνος Θασίτης γεννήθηκε στο Μόλυβο της Μυτιλήνης το 1923. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Από το 1930 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και εργάστηκε ως δικηγόρος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, φοιτητής τότε, υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας του φοιτητικού περιοδικού Ξεκίνημα. Στο ίδιο περιοδικό πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1944 με τη δημοσίευση του ποιήματος Έτσι είναι πάντα. Την ίδια περίοδο πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και υπήρξε αρχισυντάκτης του περιοδικού της ΕΠΟΝ Μακεδονίας-Θράκης Λεύτερα Νιάτα. Διώχτηκε και εξορίστηκε στον Άη Στράτη και τη Μακρόνησο για τα πολιτικά του φρονήματα (1947-1950). Μετά την ολοκλήρωση και της στρατιωτικής του θητείας εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Δίχως Κιβωτό (1951). Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Καινούρια Εποχή, Νέα Πορεία, Κριτική, Συνέχεια, Φοίνικας, Νέα Εστία, Κριτική, Αντί, Ο πολίτης, Ο παρατηρητής και την εφημερίδα Καθημερινή, όπου δημοσίευσε μελέτες, δοκίμια και κριτικά άρθρα για τη λογοτεχνία. Τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Δήμου Θεσσαλονίκης το 1951 και είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Πήρε μέρος στο διεθνές φεστιβάλ ποίησης στη Struga της πρώην Γιουγκοσλαβίας (1982) και τον επόμενο χρόνο στο Διεθνές Συνέδριο Ποίησης του Βελιγραδίου ως τακτικός σύνεδρος και εισηγητής. Υπήρξε μέλος των επιτροπών του ποιητικού διαγωνισμού του Δήμου Θεσσαλονίκης (1960) και του θεατρικού διαγωνισμού του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1964), μέλος του Δ.Σ. της Τέχνης (1962-1964) και του Κ.Θ.Β.Ε. (1974-1977), μέλος της οργανωτικής επιτροπής του θεσμού Βαλκανικό Θέατρο (1980) και της επιτροπής μελέτης και αναθεώρησης των ελληνικών κρατικών σκηνών. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά, πολωνικά και άλλες γλώσσες. Ο Πάνος Θασίτης τοποθετείται στην πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά. Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονο πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό. Ασχολήθηκε επίσης με τη θεωρία και την κριτική της λογοτεχνίας. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Πάνου Θασίτη βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Πάνος Θασίτης», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.164-165. Αθήνα, Σοκόλης, 1982 και σελίδες 15-16 του περιοδικού Ο Παρατηρητής13, αφιερωμένου στον Πάνο Θασίτη. Πέθανε το 2008.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία


• Αναγνωστάκης Μανώλης, «Πάνου Θασίτη: Πράγματα 2 - Αριθμοί», Διάλογος1 (Θεσσαλονίκη), ετ.Α΄, 4-6/1962, 1962, σ.46-50.
• Αργυρίου Αλεξ., «Πάνος Θασίτης», Η ελληνική ποίηση · Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.164-165. Αθήνα, Σοκόλης, 1982 (όπου επιλογή κριτικογραφίας).
• Θασίτης Πάνος, «Τα ιερά όρια της λογοτεχνίας · Η “ποίηση της ήττας” δεν ενδίδει στην ήττα», Ο παρατηρητής13, 7-10/1989, σ.17-22 (συνέντευξη του ποιητή).
• Θέμελης Γιώργος, «Πάνος Θασίτης», Η νεώτερη ποίησή μας, σ.285-287. Αθήνα, Φέξης, 1963.
• Κοκόλης Ξ.Α., Δώδεκα ποιητές, Θεσσαλονίκη 1930 -1960. Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1979.
• Κοκόλης Ξ.Α., «Ερμηνευτικές περιπλανήσεις στην ποίηση του Πάνου Θασίτη (δοκιμή)», Ο παρατηρητής13 (Θεσσαλονίκη), 7-10/1989, σ.23-41.
• Κοκόλης Ξ.Α. (επιλογή), «Τρεις κριτικές (και μια κάρτα) για την ποίηση του Π.Θασίτη», Ο παρατηρητής13 (Θεσσαλονίκη), 7-10/1989, σ.78-89.
• Κουλουφάκος Κώστας, «Πάνου Θασίτη: Πράγματα», Επιθεώρηση ΤέχνηςΕ΄ [Στ΄], ετ.Γ΄, 7/1957, αρ.31, σ.66.
• Μέντη Δώρα, «Κοινωνικοί προσδιορισμοί και ιδεολογικός στόχος της μεταπολεμικής κριτικής · Ο “ποιητής-κριτικός” Πάνος Θασίτης», Ο παρατηρητής13 (Θεσσαλονίκη), 7-10/1989, σ.42-52.
• Μοσκώφ Κωστής, Η κοινωνική συνείδηση στην ποίηση της Θεσσαλονίκης. 1978.
• Σπανδωνίδης Πέτρος, Η σύγχρονη λογοτεχνική Θεσσαλονίκη. Θεσσαλονίκη, 1960.
• Τσιάμης Μήτσος Ν., «Πάνος Κ. Θασίτης, Εκατόνησος», Αιολικά Γράμματα7, 1-2/1972 (τώρα και στον τόμο Αναφορές σε λέσβιους συγγραφείς (1979-1989), σ.42-43. Αθήνα, Παπαδήμας, 1990).
• Χουζούρη Έλενα, «Αναζήτηση του χαμένου όλου», Διαβάζω93, 2/5/1984, σ.51-52.
• Ψαράκης Τάσος, «Ο Θασίτης του 1965», Ο παρατηρητής13 (Θεσσαλονίκη), 7-10/1989, σ.71-72.
Αφιερώματα περιοδικών
• Ο παρατηρητής13 (Θεσσαλονίκη), 7-10/1989.

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Δίχως Κιβωτό. 1951.
• Πράγματα. 1957.
• Πράγματα2 - Αριθμοί. 1962.
• Εκατόνησος. Αθήνα, Κείμενα, 1971.
• Ελεεινόν θέατρον… 1980.
• Σχιστολιθικά. Αθήνα, Κέδρος, 1983.
• Τα ποιήματα 1946-1979. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1990.
ΙΙ.Δοκίμιο
• Γύρος στην ποίηση. 1966.
• 7 δοκίμια για την ποίηση. 1979.
• Τα Δοκίμια (1959-1983). Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1990.

ΠΗΓΗ: ΕΚΕΒΙ


In memoriam
Ν.Δ.

IV
Αυτά τα δάση φυλάγουνται κάτω απ’ τις αμασκάλες της
Δίχως ύπνο πουλιού δίχως ειδύλλια στα χαμομήλια
Μόν’ ο αγέρας της αυγής σκαλίζει στο ξύλο τους τη λευτεριά του.
Έχω ένα μάτι από παλιό βουνό κι ένα κορμί αμάλαγη νύχτα
Όταν        Εκείνη απλώνει το χέρι της
Οι θάμνοι του κεραυνού χιονισμένοι γαλάζιο μάνα
Προχωρούν στην καρδιά μου.

V
Δε θα γυρίσουμε πια, σ’ αυτούς τους σπασμένους διάδρομους
Με το πρόσωπο στα χέρια νικημένοι
Δίχως ελπίδα.
Σώματα αποκαθηλωμένα
Όρθια νεύρα πια κάτω από κάθε καμπάνα
Σημαίνουμε όρθρους σ’ έρημους πλανήτες
Όπου γαλάζιο χιόνι κάτω απ’ το νίκελ μιας τέλειας χαραυγής
Όπου τόποι δίχως ορίζοντα – αντηχεία των αιώνων
Όπου ψυχρά τοπία του νερού, κόψη της πέτρας
Αειπάρθενοι κύκλοι δίχως γεύση
Τα βήματά μας, τα βήματά μας από κιμωλία.


Ναι

Θεός να μας φυλάει - και τα παιδιά μας και τ' αγγόνια μας -
Θεός να δίνει γνώση και στους άλλους. Είμαστε καλά, καλούτσικα,
πολλά δε γυρεύουμε - το φαγί μας, το σπιτάκι μας,
και κάτι στην άκρη, για την κακιά την ώρα.

Σα μας χτυπούν την πόρτα, δε ρωτούμε «δίκαιος ή άνομος»
δίνουμε σ' όλους αυτό που μπορούμε
Τα παιδιά μας στο έθνος, τα κορίτσια στους όμοιούς μας.
Πουλάμε στο συνηθισμένο κέρδος, πάμε πάντα με το νόμο.

- Έτσι η γαλήνη στέκεται στο σπιτικό μας.

Λέμε πάντα ναι - και στη φωτιά και στο νερό
στο μυλωνά και στον ξωμάχο.
Ναι στον άγιο, ναι στο διάβολο.

Ναι κι όταν ναι δεν υπάρχει,
είν' η φωτιά που πέφτει πια
και μας εξολοθρεύει.



Μόνο τα μάτια σου

Τούτη τη νύχτα της σιγής και της απελπισίας
μέσα στους κύκλους τους σφιχτούς της φυλακής,
μόνο τα μάτια σου είναι δρόμος,
μόνο τα μάτια σου,
μόνο τα μάτια σου όπου γνώρισα το χάος της ελευθερίας.


Ο νεκρός ποιητής

Δεν είμ' εδώ που ψάχνεις.

Τι γυρεύω εγώ μες στα λουλούδια
στ' αβάσταχτο φως του φεγγαριού.

Στις αίθουσες που οι ρήτορες
εκπολιτίζουν το κοινό
με τα φαντάσματά μας.

Τι γυρεύω.

 Χωρισμός

Ήρθες και τίποτα δεν άντεξε πλάι σου
Έφυγες και τίποτα δε χάθηκε μαζί σου
Στα χέρια μου κρατώ και την ελπίδα και τη μνήμη σου
Το αίμα μου περνάει μέσ' από σένα
Μοίρασα τον ίσκιο μου με σένα
Τίποτα δε μου λείπει∙ γιατί τίποτα δε χάθηκε μαζί σου.



ΠΑΝΟΣ ΘΑΣΙΤΗΣ (1923-2008)

Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Πάνος Θασίτης γεννήθηκε στο Μόλυβο της Μυτιλήνης το 1923. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Από το 1930 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και εργάστηκε ως δικηγόρος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, φοιτητής τότε, υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας του φοιτητικού περιοδικού Ξεκίνημα. Στο ίδιο περιοδικό πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1944 με τη δημοσίευση του ποιήματος Έτσι είναι πάντα. Την ίδια περίοδο πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και υπήρξε αρχισυντάκτης του περιοδικού της ΕΠΟΝ Μακεδονίας-Θράκης Λεύτερα Νιάτα. Διώχτηκε και εξορίστηκε στον Άη Στράτη και τη Μακρόνησο για τα πολιτικά του φρονήματα (1947-1950). Μετά την ολοκλήρωση και της στρατιωτικής του θητείας εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Δίχως Κιβωτό (1951). Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Καινούρια Εποχή, Νέα Πορεία, Κριτική, Συνέχεια, Φοίνικας, Νέα Εστία, Κριτική, Αντί, Ο πολίτης, Ο παρατηρητής και την εφημερίδα Καθημερινή, όπου δημοσίευσε μελέτες, δοκίμια και κριτικά άρθρα για τη λογοτεχνία. Τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Δήμου Θεσσαλονίκης το 1951 και είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Πήρε μέρος στο διεθνές φεστιβάλ ποίησης στη Struga της πρώην Γιουγκοσλαβίας (1982) και τον επόμενο χρόνο στο Διεθνές Συνέδριο Ποίησης του Βελιγραδίου ως τακτικός σύνεδρος και εισηγητής. Υπήρξε μέλος των επιτροπών του ποιητικού διαγωνισμού του Δήμου Θεσσαλονίκης (1960) και του θεατρικού διαγωνισμού του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1964), μέλος του Δ.Σ. της Τέχνης (1962-1964) και του Κ.Θ.Β.Ε. (1974-1977), μέλος της οργανωτικής επιτροπής του θεσμού Βαλκανικό Θέατρο (1980) και της επιτροπής μελέτης και αναθεώρησης των ελληνικών κρατικών σκηνών. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά, πολωνικά και άλλες γλώσσες. Ο Πάνος Θασίτης τοποθετείται στην πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά. Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονο πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό. Ασχολήθηκε επίσης με τη θεωρία και την κριτική της λογοτεχνίας. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Πάνου Θασίτη βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Πάνος Θασίτης», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.164-165. Αθήνα, Σοκόλης, 1982 και σελίδες 15-16 του περιοδικού Ο Παρατηρητής13, αφιερωμένου στον Πάνο Θασίτη. Πέθανε το 2008.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία


• Αναγνωστάκης Μανώλης, «Πάνου Θασίτη: Πράγματα 2 - Αριθμοί», Διάλογος1 (Θεσσαλονίκη), ετ.Α΄, 4-6/1962, 1962, σ.46-50.
• Αργυρίου Αλεξ., «Πάνος Θασίτης», Η ελληνική ποίηση · Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.164-165. Αθήνα, Σοκόλης, 1982 (όπου επιλογή κριτικογραφίας).
• Θασίτης Πάνος, «Τα ιερά όρια της λογοτεχνίας · Η “ποίηση της ήττας” δεν ενδίδει στην ήττα», Ο παρατηρητής13, 7-10/1989, σ.17-22 (συνέντευξη του ποιητή).
• Θέμελης Γιώργος, «Πάνος Θασίτης», Η νεώτερη ποίησή μας, σ.285-287. Αθήνα, Φέξης, 1963.
• Κοκόλης Ξ.Α., Δώδεκα ποιητές, Θεσσαλονίκη 1930 -1960. Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1979.
• Κοκόλης Ξ.Α., «Ερμηνευτικές περιπλανήσεις στην ποίηση του Πάνου Θασίτη (δοκιμή)», Ο παρατηρητής13 (Θεσσαλονίκη), 7-10/1989, σ.23-41.
• Κοκόλης Ξ.Α. (επιλογή), «Τρεις κριτικές (και μια κάρτα) για την ποίηση του Π.Θασίτη», Ο παρατηρητής13 (Θεσσαλονίκη), 7-10/1989, σ.78-89.
• Κουλουφάκος Κώστας, «Πάνου Θασίτη: Πράγματα», Επιθεώρηση ΤέχνηςΕ΄ [Στ΄], ετ.Γ΄, 7/1957, αρ.31, σ.66.
• Μέντη Δώρα, «Κοινωνικοί προσδιορισμοί και ιδεολογικός στόχος της μεταπολεμικής κριτικής · Ο “ποιητής-κριτικός” Πάνος Θασίτης», Ο παρατηρητής13 (Θεσσαλονίκη), 7-10/1989, σ.42-52.
• Μοσκώφ Κωστής, Η κοινωνική συνείδηση στην ποίηση της Θεσσαλονίκης. 1978.
• Σπανδωνίδης Πέτρος, Η σύγχρονη λογοτεχνική Θεσσαλονίκη. Θεσσαλονίκη, 1960.
• Τσιάμης Μήτσος Ν., «Πάνος Κ. Θασίτης, Εκατόνησος», Αιολικά Γράμματα7, 1-2/1972 (τώρα και στον τόμο Αναφορές σε λέσβιους συγγραφείς (1979-1989), σ.42-43. Αθήνα, Παπαδήμας, 1990).
• Χουζούρη Έλενα, «Αναζήτηση του χαμένου όλου», Διαβάζω93, 2/5/1984, σ.51-52.
• Ψαράκης Τάσος, «Ο Θασίτης του 1965», Ο παρατηρητής13 (Θεσσαλονίκη), 7-10/1989, σ.71-72.
Αφιερώματα περιοδικών
• Ο παρατηρητής13 (Θεσσαλονίκη), 7-10/1989.

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Δίχως Κιβωτό. 1951.
• Πράγματα. 1957.
• Πράγματα2 - Αριθμοί. 1962.
• Εκατόνησος. Αθήνα, Κείμενα, 1971.
• Ελεεινόν θέατρον… 1980.
• Σχιστολιθικά. Αθήνα, Κέδρος, 1983.
• Τα ποιήματα 1946-1979. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1990.
ΙΙ.Δοκίμιο
• Γύρος στην ποίηση. 1966.
• 7 δοκίμια για την ποίηση. 1979.
• Τα Δοκίμια (1959-1983). Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1990.

ΠΗΓΗ: ΕΚΕΒΙ


In memoriam
Ν.Δ.

IV
Αυτά τα δάση φυλάγουνται κάτω απ’ τις αμασκάλες της
Δίχως ύπνο πουλιού δίχως ειδύλλια στα χαμομήλια
Μόν’ ο αγέρας της αυγής σκαλίζει στο ξύλο τους τη λευτεριά του.
Έχω ένα μάτι από παλιό βουνό κι ένα κορμί αμάλαγη νύχτα
Όταν        Εκείνη απλώνει το χέρι της
Οι θάμνοι του κεραυνού χιονισμένοι γαλάζιο μάνα
Προχωρούν στην καρδιά μου.

V
Δε θα γυρίσουμε πια, σ’ αυτούς τους σπασμένους διάδρομους
Με το πρόσωπο στα χέρια νικημένοι
Δίχως ελπίδα.
Σώματα αποκαθηλωμένα
Όρθια νεύρα πια κάτω από κάθε καμπάνα
Σημαίνουμε όρθρους σ’ έρημους πλανήτες
Όπου γαλάζιο χιόνι κάτω απ’ το νίκελ μιας τέλειας χαραυγής
Όπου τόποι δίχως ορίζοντα – αντηχεία των αιώνων
Όπου ψυχρά τοπία του νερού, κόψη της πέτρας
Αειπάρθενοι κύκλοι δίχως γεύση
Τα βήματά μας, τα βήματά μας από κιμωλία.


Ναι

Θεός να μας φυλάει - και τα παιδιά μας και τ' αγγόνια μας -
Θεός να δίνει γνώση και στους άλλους. Είμαστε καλά, καλούτσικα,
πολλά δε γυρεύουμε - το φαγί μας, το σπιτάκι μας,
και κάτι στην άκρη, για την κακιά την ώρα.

Σα μας χτυπούν την πόρτα, δε ρωτούμε «δίκαιος ή άνομος»
δίνουμε σ' όλους αυτό που μπορούμε
Τα παιδιά μας στο έθνος, τα κορίτσια στους όμοιούς μας.
Πουλάμε στο συνηθισμένο κέρδος, πάμε πάντα με το νόμο.

- Έτσι η γαλήνη στέκεται στο σπιτικό μας.

Λέμε πάντα ναι - και στη φωτιά και στο νερό
στο μυλωνά και στον ξωμάχο.
Ναι στον άγιο, ναι στο διάβολο.

Ναι κι όταν ναι δεν υπάρχει,
είν' η φωτιά που πέφτει πια
και μας εξολοθρεύει.



Μόνο τα μάτια σου

Τούτη τη νύχτα της σιγής και της απελπισίας
μέσα στους κύκλους τους σφιχτούς της φυλακής,
μόνο τα μάτια σου είναι δρόμος,
μόνο τα μάτια σου,
μόνο τα μάτια σου όπου γνώρισα το χάος της ελευθερίας.


Ο νεκρός ποιητής

Δεν είμ' εδώ που ψάχνεις.

Τι γυρεύω εγώ μες στα λουλούδια
στ' αβάσταχτο φως του φεγγαριού.

Στις αίθουσες που οι ρήτορες
εκπολιτίζουν το κοινό
με τα φαντάσματά μας.

Τι γυρεύω.

 Χωρισμός

Ήρθες και τίποτα δεν άντεξε πλάι σου
Έφυγες και τίποτα δε χάθηκε μαζί σου
Στα χέρια μου κρατώ και την ελπίδα και τη μνήμη σου
Το αίμα μου περνάει μέσ' από σένα
Μοίρασα τον ίσκιο μου με σένα
Τίποτα δε μου λείπει∙ γιατί τίποτα δε χάθηκε μαζί σου.


Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΓΓΕΛΗΣ 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:



Ο Βασίλης Αγγελής γεννήθηκε το 1937 στην Κορωνίδα της Νάξου. Από τριώ χρονών δούλευε στα χωράφια και από 12 σε νταμάρι, κάνοντας κάθε είδους δουλειά για να ζήσει τίμια. Τα βράδυα μπόρεσε να ασχοληθεί με τις Καλές Τέχνες. Είχε παρακολουθήσει μαθήματα ζωγραφικής και μουσικής (Σολφέζ και Θεωρητικά). Συμμετείχε στη Χορωδία του Δήμου Αθηναίων για τέσσερα χρόνια, αλλά απολύθηκε για πολιτικούς λόγους. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά και ποιήματά του στα ισπανικά. Πέθανε το 1998.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: 
 Κραυγές μιας προδομένης γενιάς, ποιήματα, Αθήνα 1981  
Ένα κόκκινο περιστέρι, ποιήματα, Αθήνα 1985 
Ποίηση Ι, Αθήνα 1986 
Αιχμάλωτη πολιτεία, Ποίηση της Λευτεριάς και της Αγάπης και ζωγραφική, Αθήνα 1979-1987
Ποίηση 1979-1987 και ζωγραφική, Αθήνα 1987 
Οι σταλαχτίτες, ποιήματα και πίνακες ζωγραφικής, Αθήνα 1988 
Δεν υπάρχει άλλη δόξα ( ποιητικό ), Αθήνα 1989 
Ποίηση ΙΙ και πίνακες ζωγραφικής, Αθήνα 1990 
Η πολιτεία των ποιητών, ποιήματα, Αθήνα 1991 
Πύρινες αστραπές, ποιήματα, Αθήνα 1992 
Επιλογή ποιημάτων 1989-1992, Αθήνα 1992 
Μενεξεδένιες πολιτείες, ποιήματα, Αθήνα 1992 
Ο τζόγος, Αθήνα 1994. 
Αρκετά ποιήματα του Βασίλη Αγγελή έχουν περιληφθεί και στους ετήσιους συλλογικούς τόμους "Πολύπτυχο", που εκδίδονταν τη δεκαετία  Ι990-2000 με επιμέλεια του λογοτέχνη Ευάγγελου Ρόζου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 
Α.Π., Βασίλη Αγγελή,, Ποίηση και Ζωγραφική,Αθάνα, 1987, περ. "Μαρξιστική Συσπείρωση", τευχ. 16,, Δεκέμβρης-Γενάρης 1988, σελ. 33.
Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου, Βασίλης Αγγελής: Το μεθύσι της Ποίησης με το κρασί της Επανάστασης, περ. "Μοριάς", τευχ. 53, Γενάρης-Μάρτης  2000, σελ. 32 επ.
Κώστα Βαλέτα, Βασίλη Αγγελή, Επιλογή Ποιημάτων 1980-1992, περ. Ραδιοτηλεόραση, 
Κώστα Βαλέτα, Βασίλη Αγγελή , Μενεξεδένιες Πολιτείες, οίηση,, εκδ. "Διογένης", περ. Ραδιοτηλεόραση.
(Τα δύο τελευταία λήμματα αναδημοσιεύονται στο τελευταίο βιβλίο του ποιητή "Ο Τζόγος", Αθήνα 1994.
 
ΟΝΕΙΡΟ 
Ω, μάνα γιατί μου το 
έκανες αυτό; Γιατί με 
ξύπναγες; Δεν ξέρεις 
μάνα πως μόνο στα όνειρά 
μου Ζω; 
Έβλεπα φωτεινούς φάρους, 
φωτεινούς δρόμου, ουρανό 
χωρίς το μαύρο σύννεφο. 
Έβλεπα πρόσωπα χαμογελαστά 
χωρίς αρχόντους, χωρίς 
Ζητιάνους, χωρίς χωροφυλάκους, 
χωρίς χαφιέδες. 
Έβλεπα κορίτσια και αγόρια 
που έμοιαζαν με ελάφια και... 
...πετούσαν... και φιλιούνταν 
και φιλιούνταν. 
Μάνα ν' αργείς να με ξυπνάς 
γιατί το ξέρεις πως μόνο στα 
όνειρά μου Ζω. 
 
ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕΝΗΝΤΑ 
 Μόνος κι έρημος, μη έχοντας 
που να γείρω το κεφάλι μου, 
ξενύχταγα στους δρόμους της 
Αθήνας, μα δεν υποτάχτηκα! 
 
Πολλές φορές έκανα και δέκα 
μέρες νηστικός, μες τους 
παγωμένους δρόμους της Αθήνας, 
μα δεν υποτάχτηκα! 
 
Μήνες και μήνες έδινα παρών 
στο δέκατο έκτο και όγδοο 
παράρτημα ασφάλειας, μα δεν 
υποτάχτηκα! 
 
Πέρασαν μήνες, πέρασαν χρόνια 
και 'γω περπατάω ακόμα στους 
παγωμένους δρόμους της Αθήνας 
και προσμένω από σένα, σύντροφε, 
 
ένα μήνυμα μια σου λέξη, λίγο 
φως. Τα μαλλιά μου και τα γένια 
μου, έγιναν ανθισμένες αμυγδαλιές, 
και 'γω εξακολουθώ να περπατάω, 
 
μόνος κι έρημος στους δρόμους της 
Αθήνας μα δεν υποτάχτηκα. 
 
ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΕΣ ΜΙΚΡΟΤΗΤΕΣ 
Εκείνος 69 ετών 
( στο κρεβάτι κάποιου Νοσοκομείου ) 
έχει μετρητά και καταθέσεις. 
Έχει δύο εργοστάσια πήρε 
γυναίκα νέα - μόλις 30 ετών 
έχουν ένα αγόρι πέντε ετών και 
ένα κορίτσι τριών ετών. 
 
Στα νειάτα του πούλησε 
την ψυχή του και στο 
διάβολο προκειμένου 
να πετύχει και "πέτυχε" 
όταν ήθελε χαμομηλάκι. 
Και πριν το τέλος λέει 
στη γυναίκα του: 
"Υπόφερα στη ζωή 
αλλά ευτυχώς πεθαίνω 
ικανοποιημένος, γιατί 
έκανα απογόνους να με 
κληρονομήσουν"!!.. 
.. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. 
 
ΟΤΑΝ... 
Αν είναι όπως λεν "Οι 
νεκροί με τους νεκρούς 
και οι ζωντανοί με τους 
ζωντανούς" εγώ βάζω 
τον εαυτό μου με τους 
νεκρούς - όταν βρίσκεσαι 
μακριά μου. 
 
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΛΕΗΛΑΣΙΑ 
Καθημερινά και απαραίτητα 
λεηλατείσαι, και οι καθημερινές 
ίδιες κινήσεις που σε 
αλλοτρίωσαν, 
αλλοτρίωσαν την  άλλοτε περήφανη 
και ρωμαλέα ψυχή σου. 
 
Το πρωί στο μεροκάματο, 
το βράδυ στο καφενείο, 
άθλιο πορνείο της ψυχής σου. 
Και τι να πεις στο καφενείο; 
Άθλιες και τιποτένιες 
κουβέντες και κοινοτοπίες! 
 
Εξάρτημα μια μηχανής, 
χωρίς να σκέπτεσαι! 
Σου πήραν και σκότωσαν 
την όαση της παιδικής ψυχής! 
Και σκότωσαν τα παιδικά 
όνειρά σου! 
 
Και η ζωή, πάει έφυγε, 
χωρίς να νιώσεις και να 
καταλάβεις, τι είναι ζωή!! 
 
ΤΗΣ ΣΟΥΛΑΣ 
 Καιρός η μάχη να δοθεί 
σ' όλα τα μέτωπα τώρα πια, 
η φρίκη είναι εδώ 
έχω το στυλό. 
Το μελάνι και το άσπρο 
χαρτί απέναντι στων 
όπλων την βοή. 
Οι αντίπαλοι έχουν 
τις σφαίρες εμείς έχουμε 
το χαρτί. 
 
  

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΓΓΕΛΗΣ 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:



Ο Βασίλης Αγγελής γεννήθηκε το 1937 στην Κορωνίδα της Νάξου. Από τριώ χρονών δούλευε στα χωράφια και από 12 σε νταμάρι, κάνοντας κάθε είδους δουλειά για να ζήσει τίμια. Τα βράδυα μπόρεσε να ασχοληθεί με τις Καλές Τέχνες. Είχε παρακολουθήσει μαθήματα ζωγραφικής και μουσικής (Σολφέζ και Θεωρητικά). Συμμετείχε στη Χορωδία του Δήμου Αθηναίων για τέσσερα χρόνια, αλλά απολύθηκε για πολιτικούς λόγους. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά και ποιήματά του στα ισπανικά. Πέθανε το 1998.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: 
 Κραυγές μιας προδομένης γενιάς, ποιήματα, Αθήνα 1981  
Ένα κόκκινο περιστέρι, ποιήματα, Αθήνα 1985 
Ποίηση Ι, Αθήνα 1986 
Αιχμάλωτη πολιτεία, Ποίηση της Λευτεριάς και της Αγάπης και ζωγραφική, Αθήνα 1979-1987
Ποίηση 1979-1987 και ζωγραφική, Αθήνα 1987 
Οι σταλαχτίτες, ποιήματα και πίνακες ζωγραφικής, Αθήνα 1988 
Δεν υπάρχει άλλη δόξα ( ποιητικό ), Αθήνα 1989 
Ποίηση ΙΙ και πίνακες ζωγραφικής, Αθήνα 1990 
Η πολιτεία των ποιητών, ποιήματα, Αθήνα 1991 
Πύρινες αστραπές, ποιήματα, Αθήνα 1992 
Επιλογή ποιημάτων 1989-1992, Αθήνα 1992 
Μενεξεδένιες πολιτείες, ποιήματα, Αθήνα 1992 
Ο τζόγος, Αθήνα 1994. 
Αρκετά ποιήματα του Βασίλη Αγγελή έχουν περιληφθεί και στους ετήσιους συλλογικούς τόμους "Πολύπτυχο", που εκδίδονταν τη δεκαετία  Ι990-2000 με επιμέλεια του λογοτέχνη Ευάγγελου Ρόζου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 
Α.Π., Βασίλη Αγγελή,, Ποίηση και Ζωγραφική,Αθάνα, 1987, περ. "Μαρξιστική Συσπείρωση", τευχ. 16,, Δεκέμβρης-Γενάρης 1988, σελ. 33.
Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου, Βασίλης Αγγελής: Το μεθύσι της Ποίησης με το κρασί της Επανάστασης, περ. "Μοριάς", τευχ. 53, Γενάρης-Μάρτης  2000, σελ. 32 επ.
Κώστα Βαλέτα, Βασίλη Αγγελή, Επιλογή Ποιημάτων 1980-1992, περ. Ραδιοτηλεόραση, 
Κώστα Βαλέτα, Βασίλη Αγγελή , Μενεξεδένιες Πολιτείες, οίηση,, εκδ. "Διογένης", περ. Ραδιοτηλεόραση.
(Τα δύο τελευταία λήμματα αναδημοσιεύονται στο τελευταίο βιβλίο του ποιητή "Ο Τζόγος", Αθήνα 1994.
 
ΟΝΕΙΡΟ 
Ω, μάνα γιατί μου το 
έκανες αυτό; Γιατί με 
ξύπναγες; Δεν ξέρεις 
μάνα πως μόνο στα όνειρά 
μου Ζω; 
Έβλεπα φωτεινούς φάρους, 
φωτεινούς δρόμου, ουρανό 
χωρίς το μαύρο σύννεφο. 
Έβλεπα πρόσωπα χαμογελαστά 
χωρίς αρχόντους, χωρίς 
Ζητιάνους, χωρίς χωροφυλάκους, 
χωρίς χαφιέδες. 
Έβλεπα κορίτσια και αγόρια 
που έμοιαζαν με ελάφια και... 
...πετούσαν... και φιλιούνταν 
και φιλιούνταν. 
Μάνα ν' αργείς να με ξυπνάς 
γιατί το ξέρεις πως μόνο στα 
όνειρά μου Ζω. 
 
ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕΝΗΝΤΑ 
 Μόνος κι έρημος, μη έχοντας 
που να γείρω το κεφάλι μου, 
ξενύχταγα στους δρόμους της 
Αθήνας, μα δεν υποτάχτηκα! 
 
Πολλές φορές έκανα και δέκα 
μέρες νηστικός, μες τους 
παγωμένους δρόμους της Αθήνας, 
μα δεν υποτάχτηκα! 
 
Μήνες και μήνες έδινα παρών 
στο δέκατο έκτο και όγδοο 
παράρτημα ασφάλειας, μα δεν 
υποτάχτηκα! 
 
Πέρασαν μήνες, πέρασαν χρόνια 
και 'γω περπατάω ακόμα στους 
παγωμένους δρόμους της Αθήνας 
και προσμένω από σένα, σύντροφε, 
 
ένα μήνυμα μια σου λέξη, λίγο 
φως. Τα μαλλιά μου και τα γένια 
μου, έγιναν ανθισμένες αμυγδαλιές, 
και 'γω εξακολουθώ να περπατάω, 
 
μόνος κι έρημος στους δρόμους της 
Αθήνας μα δεν υποτάχτηκα. 
 
ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΕΣ ΜΙΚΡΟΤΗΤΕΣ 
Εκείνος 69 ετών 
( στο κρεβάτι κάποιου Νοσοκομείου ) 
έχει μετρητά και καταθέσεις. 
Έχει δύο εργοστάσια πήρε 
γυναίκα νέα - μόλις 30 ετών 
έχουν ένα αγόρι πέντε ετών και 
ένα κορίτσι τριών ετών. 
 
Στα νειάτα του πούλησε 
την ψυχή του και στο 
διάβολο προκειμένου 
να πετύχει και "πέτυχε" 
όταν ήθελε χαμομηλάκι. 
Και πριν το τέλος λέει 
στη γυναίκα του: 
"Υπόφερα στη ζωή 
αλλά ευτυχώς πεθαίνω 
ικανοποιημένος, γιατί 
έκανα απογόνους να με 
κληρονομήσουν"!!.. 
.. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. 
 
ΟΤΑΝ... 
Αν είναι όπως λεν "Οι 
νεκροί με τους νεκρούς 
και οι ζωντανοί με τους 
ζωντανούς" εγώ βάζω 
τον εαυτό μου με τους 
νεκρούς - όταν βρίσκεσαι 
μακριά μου. 
 
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΛΕΗΛΑΣΙΑ 
Καθημερινά και απαραίτητα 
λεηλατείσαι, και οι καθημερινές 
ίδιες κινήσεις που σε 
αλλοτρίωσαν, 
αλλοτρίωσαν την  άλλοτε περήφανη 
και ρωμαλέα ψυχή σου. 
 
Το πρωί στο μεροκάματο, 
το βράδυ στο καφενείο, 
άθλιο πορνείο της ψυχής σου. 
Και τι να πεις στο καφενείο; 
Άθλιες και τιποτένιες 
κουβέντες και κοινοτοπίες! 
 
Εξάρτημα μια μηχανής, 
χωρίς να σκέπτεσαι! 
Σου πήραν και σκότωσαν 
την όαση της παιδικής ψυχής! 
Και σκότωσαν τα παιδικά 
όνειρά σου! 
 
Και η ζωή, πάει έφυγε, 
χωρίς να νιώσεις και να 
καταλάβεις, τι είναι ζωή!! 
 
ΤΗΣ ΣΟΥΛΑΣ 
 Καιρός η μάχη να δοθεί 
σ' όλα τα μέτωπα τώρα πια, 
η φρίκη είναι εδώ 
έχω το στυλό. 
Το μελάνι και το άσπρο 
χαρτί απέναντι στων 
όπλων την βοή. 
Οι αντίπαλοι έχουν 
τις σφαίρες εμείς έχουμε 
το χαρτί.