Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΚΟΥΡΛΗΣ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Θόδωρος Σκουρλής γεννήθηκε στο Κερασοχώρι (Κεράσοβο) το 1906 και πέθανε στην Αθήνα το 1969. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, το Παρίσι και τη Βόννη, καθώς και Ισπανική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια (ΗΠΑ) και στο Μεξικό, όπου το 1949 έκαμε έρευνες πάνω σε θέματα Εθνολογίας των Ινδιάνων της Ν. Αμερικής. Μελέτησε ακόμα τον πολιτισμό των Μάγια και των Αζτέκων. Ταξίδεψε πολύ, έμαθε πολλές ξένες γλώσσες (ακόμα και τη γλώσσα των Κέτσουα). Εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη τελικά, όπου ίδρυσε το περιοδικό "Ατλαντίς" με τον Σόλωνα Βλαστό και τον Βλαδίμηρο Κωνσταντινίδη. Με την ποίηση ασχολήθηκε απ' τα μαθητικά του χρόνια. Δημοσίευσε στο "Νουμά", στα "Νεοελληνικά Γράμματα", τη "Νέα Επιθεώρηση", τον "Κύκλο" κλπ. Ο Θόδωρος Σκουρλής αν και κοσμοπολίτης, δεν ξέχασε ποτέ την Ευρυτανία κι απ' αυτήν είναι εμπνευσμένο ένα μεγάλο μέρος της ποίησης του. Το ποίημα του "Χέρι", γραμμένο το 1923, στάθηκε ένα προσωπικό ορόσημο και χαρακτηρίστηκε σαν "μια ευτυχισμένη στιγμή της νεοελληνικής αγωνιστικής προοδευτικής ποίησης". Σ' όλο το έργο του Σκουρλή οι κοινωνικοί προβληματισμοί είναι εμφανείς.


ΠΗΓΗ: Πρόσωπα των γραμμάτων στην Ευρυτανία


                                                  

                                                      Το χέρι


                                                 Το χέρι ετούτο που άξια μου χαρίζει
μόνο μου βιός και κέρδος, το ψωμί,
Το χέρι ετούτο, εμπόρευμα που αξίζει
κι έχει ξεπέσει τόσο στην τιμή…
Το χέρι ετούτο, χρήσιμο εργαλείο
που σπάει κι ιδρώνει πάντα στη δουλειά,
Είτε κασμά βαράει στο μεταλλείο
είτε σκαλίζει πρόστυχα λιλιά…
Το χέρι ετούτο, που κρατάει δρεπάνι,
πένα, τιμόνι, σίδερο, σφυρί,
Στο δρόμο, στο εργοστάσιο, στο λιμάνι,
που σφίγγει και ματώνει και βαρεί…
Το χέρι ετούτο, που βωμούς υψώνει,
μέγαρα, θρόνους, μπάγκες, εκκλησίες,
Που ανοίγει τον Παράδεισο και στρώνει
πούπουλα και μετάξια κι ομορφιές…
Το χέρι ετούτο, που άνεργο όταν μείνει
και το ψωμί του απλώνει και ζητά,
Βάρβαρος νόμος άδικα το κλείνει
κι η φυλακή στ΄ αλύσια το κρατά…
Το χέρι ετούτο, αλί, κι όταν ορμήσει
κι άγρια υψωθεί με μίσος σε γροθιά,
Ξέρει γερά μαχαίρι να κρατήσει
ξέρει ν΄ ανάψει ακέρια τη φωτιά…
Ξέρει να ρίξει , ως ήξερε να χτίζει
να πλερωθεί το απλέρωτο ψωμί,
Το χέρι ετούτο, εμπόρευμα που αξίζει
κι έχει ξεπέσει τόσο στην τιμή.
Το παιδί 
Μεσ' στην καρδιά μου κλείνω ένα παιδί 
παιδί ζωηρό, παιδί χαριτωμένο 
μα το παιδεύει τόσο η φυλακή 
κι είναι θλιμμένο. 
Κάποτε ορμάει τα σίδερα να σπάσει 
να βγει στους δρόμους που η ζωή κυλά 
θέλει να παίξει, θέλει να γελάσει 
με τα καλά!... 
Μα δεν μπορεί και πέφτει πληγωμένο 
κάθε προσπάθειά του περιττή 
και το παιδί μαραίνεται θλιμμένο 
στη φυλακή.
      




ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΚΟΥΡΛΗΣ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Θόδωρος Σκουρλής γεννήθηκε στο Κερασοχώρι (Κεράσοβο) το 1906 και πέθανε στην Αθήνα το 1969. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, το Παρίσι και τη Βόννη, καθώς και Ισπανική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια (ΗΠΑ) και στο Μεξικό, όπου το 1949 έκαμε έρευνες πάνω σε θέματα Εθνολογίας των Ινδιάνων της Ν. Αμερικής. Μελέτησε ακόμα τον πολιτισμό των Μάγια και των Αζτέκων. Ταξίδεψε πολύ, έμαθε πολλές ξένες γλώσσες (ακόμα και τη γλώσσα των Κέτσουα). Εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη τελικά, όπου ίδρυσε το περιοδικό "Ατλαντίς" με τον Σόλωνα Βλαστό και τον Βλαδίμηρο Κωνσταντινίδη. Με την ποίηση ασχολήθηκε απ' τα μαθητικά του χρόνια. Δημοσίευσε στο "Νουμά", στα "Νεοελληνικά Γράμματα", τη "Νέα Επιθεώρηση", τον "Κύκλο" κλπ. Ο Θόδωρος Σκουρλής αν και κοσμοπολίτης, δεν ξέχασε ποτέ την Ευρυτανία κι απ' αυτήν είναι εμπνευσμένο ένα μεγάλο μέρος της ποίησης του. Το ποίημα του "Χέρι", γραμμένο το 1923, στάθηκε ένα προσωπικό ορόσημο και χαρακτηρίστηκε σαν "μια ευτυχισμένη στιγμή της νεοελληνικής αγωνιστικής προοδευτικής ποίησης". Σ' όλο το έργο του Σκουρλή οι κοινωνικοί προβληματισμοί είναι εμφανείς.


ΠΗΓΗ: Πρόσωπα των γραμμάτων στην Ευρυτανία


                                                  

                                                      Το χέρι


                                                 Το χέρι ετούτο που άξια μου χαρίζει
μόνο μου βιός και κέρδος, το ψωμί,
Το χέρι ετούτο, εμπόρευμα που αξίζει
κι έχει ξεπέσει τόσο στην τιμή…
Το χέρι ετούτο, χρήσιμο εργαλείο
που σπάει κι ιδρώνει πάντα στη δουλειά,
Είτε κασμά βαράει στο μεταλλείο
είτε σκαλίζει πρόστυχα λιλιά…
Το χέρι ετούτο, που κρατάει δρεπάνι,
πένα, τιμόνι, σίδερο, σφυρί,
Στο δρόμο, στο εργοστάσιο, στο λιμάνι,
που σφίγγει και ματώνει και βαρεί…
Το χέρι ετούτο, που βωμούς υψώνει,
μέγαρα, θρόνους, μπάγκες, εκκλησίες,
Που ανοίγει τον Παράδεισο και στρώνει
πούπουλα και μετάξια κι ομορφιές…
Το χέρι ετούτο, που άνεργο όταν μείνει
και το ψωμί του απλώνει και ζητά,
Βάρβαρος νόμος άδικα το κλείνει
κι η φυλακή στ΄ αλύσια το κρατά…
Το χέρι ετούτο, αλί, κι όταν ορμήσει
κι άγρια υψωθεί με μίσος σε γροθιά,
Ξέρει γερά μαχαίρι να κρατήσει
ξέρει ν΄ ανάψει ακέρια τη φωτιά…
Ξέρει να ρίξει , ως ήξερε να χτίζει
να πλερωθεί το απλέρωτο ψωμί,
Το χέρι ετούτο, εμπόρευμα που αξίζει
κι έχει ξεπέσει τόσο στην τιμή.
Το παιδί 
Μεσ' στην καρδιά μου κλείνω ένα παιδί 
παιδί ζωηρό, παιδί χαριτωμένο 
μα το παιδεύει τόσο η φυλακή 
κι είναι θλιμμένο. 
Κάποτε ορμάει τα σίδερα να σπάσει 
να βγει στους δρόμους που η ζωή κυλά 
θέλει να παίξει, θέλει να γελάσει 
με τα καλά!... 
Μα δεν μπορεί και πέφτει πληγωμένο 
κάθε προσπάθειά του περιττή 
και το παιδί μαραίνεται θλιμμένο 
στη φυλακή.
      




Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ


Κατερίνα Γώγου.jpg
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 1 Ιουνίου 1940 και αυτοκτόνησε με χάπια και αλκοόλ στις 3 Οκτωβρίου 1993. Ξεκίνησε από μικρή καριέρα στην ηθοποιία αλλά αργότερα στράφηκε στην ποίηση. Τα ποιήματα της είναι γνωστά για τον αντισυμβατικό και συνειρμικό χαρακτήρα τους καθώς και τις αναρχικές ιδέες που πρόβαλε. Είχε μια κόρη, την Μυρτώ.
Εργάστηκε από μικρή ηλικία σε παιδικούς θεατρικούς θιάσους και στον κινηματογράφο, κυρίως σε ταινίες της Φίνος Φιλμς. Σπούδασε στην δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη και στην σχολή χορού Πράτσικα, Ζουρούδη και Βαρούτη. Πρωτοεμφανίστηκε με το θίασο Ντίνου Ηλιόπουλου, το 1961, στο έργο των Ευαγγελίδη - Μαρή «Ο Κύριος πέντε τοις εκατό». Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ασχολήθηκε με την ποίηση, εγκαταλείποντας τον κινηματογράφο. Το πρώτο της βιβλίο εκδόθηκε με τίτλο "Τρια κλικ αριστερά".

Φιλμογραφία

Πρωταγωνίστρια

Υπόλοιπη φιλμογραφία

Βιβλία της Κατερίνας Γώγου

Εν ζωή

  • Τρία κλικ αριστερά, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1978
Μεταφράστηκε στα Αγγλικά ("Three clicks left") από τον Jack Hirschman και κυκλοφόρησε στην Αμερική to 1983, από τις εκδόσεις "Night Horn Books" του San Francisco. (Night Horn Books, 495 Ellis Str., Box 1156, San Francisco, CA 94102)
  • Ιδιώνυμο, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1980
  • Το ξύλινο παλτό, Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN 960-03-0292-8, 1η έκδοση 1982
  • Απόντες, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1986
  • Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1988
  • Νόστος, Εκδόσεις Λιβάνη, 1η έκδοση 1990 - Εκδόσεις Καστανιώτη, 2η έκδοση 2004

Μεταθανάτιες κυκλοφορίες

Βιβλία για την Κατερίνα Γώγου

Βιργινία Σπυράτου: Κατερίνα Γώγου: Έρωτας Θανάτου, Εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, 1η έκδοση 2007

Δισκογραφία

Ποιήματα από ήδη εκδοθέντα βιβλία της χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία του (πρώην συζύγου της) Παύλου Τάσσιου "Παραγγελιά" (με υπόθεση βασισμένη στην ιστορία του Νίκου Κοεμτζή). Η μουσική της ταινίας, που έγραψε ο (μετέπειτα διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος) Κυριάκος Σφέτσας και επένδυσε τα εν λόγω ποιήματα, κυκλοφόρησε σε δίσκο (ΕΜΙ-1981) με τίτλο "ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ". Λίγο μετά το θάνατό της η EMI-Minos κυκλοφόρησε το δίσκο "ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ" σε CD (remastered ADD) το 1995. Κυκλοφόρησε σε CD και το 2006 (σε περιορισμένα αντίτυπα) στη σειρά "Αποκλειστικές Επανεκδόσεις" των "Metropolis".
 
                        1
 Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν έρημους
Διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια
και οινόπνευμα για να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλοι μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτόρια Κουκάκι Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
Τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων
δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ότι λάχει.
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δικιά σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.


                2
 Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι
μες τους ανθρώπους...
τα περίπτερα πως κρυώνουνε
απ΄τις βρεγμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πως τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιό πρίν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και τη ντροπή σου
ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά
πως να τα ζητήσεις
πως τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά
μας αλλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στύλ της καρέκλας...

        3
Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σου ‘χα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που δεν θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
κι ούτε που θα σε ξαναδώ.
           4

Είναι επειδή είμαστε παρέα με το παιδί
κι αμέτρητες φορές- αγκαλιά απ’τη μέση
μετρήσαμε τ’άμέτρητα τ’άστρα
και κείνα που λέγανε για καλύτερα χρόνια
τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό
για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
τα πλοία που δεν άραξαν
κι είναι επειδή μια και κάτω
κατεβάσαμε όλα τα ξινισμένα κρασιά
και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
γεμάτα παράπονο-παιδιακίσα πράγματα-
τον Ιούλιο κάποτε
Γι’αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γι’αυτό αν τύχει και μ’αγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
πώς θα μ’αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ .
Κι εκεί.»

             5
Θα 'ρθει καιρός
που θ' αλλάξουν τα πράγματα
να το θυμάσαι Μαρία
θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα
εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε
κρατώντας τη σκυτάλη
Μη βλέπεις εμένα μην κλαις
εσύ είσαι η ελπίδα
Άκου, θα 'ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
δεν θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απ' έξω
και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε
δε θα 'μαστε άλογα
να μας κοιτάνε στα δόντια
Οι άνθρωποι, σκέψου,
θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές :
απροσάρμοστοι, καταπίεση,
μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός
για το μάθημα της Ιστορίας
Είναι Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα,
δύσκολοι καιροί και θα' ρθουνε κι άλλοι
δε ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ' όσα διάβασα ένα κράτησα καλά
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
...παρ' όλα αυτά Μαρία 
               6

Καμμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά και μπαίνεις. 
Φοράς κάτασπρο κουστούμι και λινά παπούτσια. 
Σκύβεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου 72 φράγκα και φεύγεις. 
Έχω μείνει στη θέση που με άφησες για να με ξαναβρείς. 
Όμως πρέπει να έχει περάσει πολύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύνανε και 
οι φίλοι μου με φοβούνται. Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες 
 έχω χάσει την φαντασία μου και κάθε 
φορά που ακούω "Κατερίνα" τρομάζω. Νομίζω ότι πρέπει να καταδώσω κάποιον. 
Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον που λέγανε 
πως είσαι εσύ. Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες, 
γιατί γράψανε ότι σου ρίξανε στα πόδια. 
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. 
Στο μυαλό είναι ο Στόχος 
το νου σου ε;



                       7
Η ελευθερία μου είναι στις σόλες 
των αλήτικων παπουτσιών μου. 
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω. 
Μπορώ να σεργιανίσω ότι ώρα μου γουστάρει. 
Π.χ. την ώρα που βάζετε τις μασέλες σας 
Στο ποτηράκι με το νερό πριν κοιμηθείτε 
την ώρα που απαυτωνόσαστε 
την ώρα που κάνετε το χρέος σας 
στα παιδιά σας, στο σωματείο σας 
την ώρα που σας έχουν χώσει την ιδέα 
πως τρώτε αυγολέμονο 
και τρώτε σκατά 
μπορώ και περπατάω, 
με τα αλήτικα παπούτσια μου 
πάνω από τις στέγες σας 
-όχι ρε παιδάκι μου σαν εκείνη 
την ηλίθια με τη σκούπα, τη Μαίρη Πόπινς- 
δεν πιάνετε το κανάλι μου 
μόνο όσοι έχουμε το ίδιο μήκος κύματος 
ανθρωπάκια χέστες, κατά βάθος σας λυπάμαι 
αλλά τώρα δε χάνω το χρόνο μου μαζί σας 
δεν θέλω παρτίδες με κανέναν σας 
η ελευθερία σας 
είναι στις σόλες των τρύπιων παπουτσιών μου 
θάρθει η ώρα που θα τις γλύφετε 
και θα ουρλιάζετε κλαίγοντας "θαύμα, θαύμα" 
αυτά τα παπούτσια 
ποτέ δεν ξεκουράζονται και ούτε βιάζονται 
όταν εγώ καθαρίσω από εδώ 
θα τα φορέσει ο Παύλος, η Μυρτώ, φοράμε το ίδιο νούμερο, δεν λειώνουν, 
όσες πρόκες και αν ρίχνετε στο δρόμο. 
Σας βαράνε στο δόξα πατρί σας 
θα έρθει η ώρα 
 που θα τρέχετε απεγνωσμένα στο στιλβωτήριο 
"συνοδοιπόροι" και "αποστάτες" 
να βάψετε τα δικά σας 
μα η μπογιά 
δεν θα πιάνει 
ότι και αν κάνετε, όσα και αν δίνετε 
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το δικό μας.  
                8
 Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ 
είναι μη γίνω "ποιητής" 
Μην κλειστό στο δωμάτιο 
ν' αγναντεύω τη θάλασσα 
κι απολησμονήσω. 
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου 
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ 
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις. 
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε 
για να με χρησιμοποιήσει. 
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα 
για να κοιμίζω τους δικούς μου. 
Μη μάθω μέτρο και τεχνική 
και κλειστώ μέσα σε αυτά 
για να με τραγουδήσουν. 
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά 
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος 
μη με πιάσουν στην κούραση 
παπάδες και ακαδημαϊκοί 
και πουστέψω 
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί 
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις 
σκυλιά μας έχουν κάνει 
να ντρεπόμαστε για την αργία 
περήφανοι για την ανεργία 
Έτσι είναι. 
Μας περιμένουν στη γωνία 
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι. 
Ο Μάρξ... 
τον φοβάμαι 
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν 
αυτοί οι αλήτες φταίνε 
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό 
μπορεί...ε;...μίαν άλλη μέρα... 







ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ


Κατερίνα Γώγου.jpg
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 1 Ιουνίου 1940 και αυτοκτόνησε με χάπια και αλκοόλ στις 3 Οκτωβρίου 1993. Ξεκίνησε από μικρή καριέρα στην ηθοποιία αλλά αργότερα στράφηκε στην ποίηση. Τα ποιήματα της είναι γνωστά για τον αντισυμβατικό και συνειρμικό χαρακτήρα τους καθώς και τις αναρχικές ιδέες που πρόβαλε. Είχε μια κόρη, την Μυρτώ.
Εργάστηκε από μικρή ηλικία σε παιδικούς θεατρικούς θιάσους και στον κινηματογράφο, κυρίως σε ταινίες της Φίνος Φιλμς. Σπούδασε στην δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη και στην σχολή χορού Πράτσικα, Ζουρούδη και Βαρούτη. Πρωτοεμφανίστηκε με το θίασο Ντίνου Ηλιόπουλου, το 1961, στο έργο των Ευαγγελίδη - Μαρή «Ο Κύριος πέντε τοις εκατό». Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ασχολήθηκε με την ποίηση, εγκαταλείποντας τον κινηματογράφο. Το πρώτο της βιβλίο εκδόθηκε με τίτλο "Τρια κλικ αριστερά".

Φιλμογραφία

Πρωταγωνίστρια

Υπόλοιπη φιλμογραφία

Βιβλία της Κατερίνας Γώγου

Εν ζωή

  • Τρία κλικ αριστερά, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1978
Μεταφράστηκε στα Αγγλικά ("Three clicks left") από τον Jack Hirschman και κυκλοφόρησε στην Αμερική to 1983, από τις εκδόσεις "Night Horn Books" του San Francisco. (Night Horn Books, 495 Ellis Str., Box 1156, San Francisco, CA 94102)
  • Ιδιώνυμο, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1980
  • Το ξύλινο παλτό, Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN 960-03-0292-8, 1η έκδοση 1982
  • Απόντες, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1986
  • Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1988
  • Νόστος, Εκδόσεις Λιβάνη, 1η έκδοση 1990 - Εκδόσεις Καστανιώτη, 2η έκδοση 2004

Μεταθανάτιες κυκλοφορίες

Βιβλία για την Κατερίνα Γώγου

Βιργινία Σπυράτου: Κατερίνα Γώγου: Έρωτας Θανάτου, Εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, 1η έκδοση 2007

Δισκογραφία

Ποιήματα από ήδη εκδοθέντα βιβλία της χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία του (πρώην συζύγου της) Παύλου Τάσσιου "Παραγγελιά" (με υπόθεση βασισμένη στην ιστορία του Νίκου Κοεμτζή). Η μουσική της ταινίας, που έγραψε ο (μετέπειτα διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος) Κυριάκος Σφέτσας και επένδυσε τα εν λόγω ποιήματα, κυκλοφόρησε σε δίσκο (ΕΜΙ-1981) με τίτλο "ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ". Λίγο μετά το θάνατό της η EMI-Minos κυκλοφόρησε το δίσκο "ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ" σε CD (remastered ADD) το 1995. Κυκλοφόρησε σε CD και το 2006 (σε περιορισμένα αντίτυπα) στη σειρά "Αποκλειστικές Επανεκδόσεις" των "Metropolis".
 
                        1
 Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν έρημους
Διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια
και οινόπνευμα για να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλοι μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτόρια Κουκάκι Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
Τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων
δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ότι λάχει.
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δικιά σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.


                2
 Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι
μες τους ανθρώπους...
τα περίπτερα πως κρυώνουνε
απ΄τις βρεγμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πως τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιό πρίν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και τη ντροπή σου
ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά
πως να τα ζητήσεις
πως τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά
μας αλλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στύλ της καρέκλας...

        3
Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σου ‘χα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που δεν θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
κι ούτε που θα σε ξαναδώ.
           4

Είναι επειδή είμαστε παρέα με το παιδί
κι αμέτρητες φορές- αγκαλιά απ’τη μέση
μετρήσαμε τ’άμέτρητα τ’άστρα
και κείνα που λέγανε για καλύτερα χρόνια
τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό
για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
τα πλοία που δεν άραξαν
κι είναι επειδή μια και κάτω
κατεβάσαμε όλα τα ξινισμένα κρασιά
και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
γεμάτα παράπονο-παιδιακίσα πράγματα- 
τον Ιούλιο κάποτε
Γι’αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γι’αυτό αν τύχει και μ’αγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ 
πώς θα μ’αγκαλιάσεις.  Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ .
Κι εκεί.»

             5
Θα 'ρθει καιρός
που θ' αλλάξουν τα πράγματα
να το θυμάσαι Μαρία
θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα
εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε
κρατώντας τη σκυτάλη
Μη βλέπεις εμένα μην κλαις
εσύ είσαι η ελπίδα
Άκου, θα 'ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
δεν θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απ' έξω
και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε
δε θα 'μαστε άλογα
να μας κοιτάνε στα δόντια
Οι άνθρωποι, σκέψου,
θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές :
απροσάρμοστοι, καταπίεση,
μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός
για το μάθημα της Ιστορίας
Είναι Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα,
δύσκολοι καιροί και θα' ρθουνε κι άλλοι
δε ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ' όσα διάβασα ένα κράτησα καλά
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
...παρ' όλα αυτά Μαρία 
               6

Καμμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά και μπαίνεις. 
Φοράς κάτασπρο κουστούμι και λινά παπούτσια. 
Σκύβεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου 72 φράγκα και φεύγεις. 
Έχω μείνει στη θέση που με άφησες για να με ξαναβρείς. 
Όμως πρέπει να έχει περάσει πολύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύνανε και 
οι φίλοι μου με φοβούνται. Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες 
 έχω χάσει την φαντασία μου και κάθε 
φορά που ακούω "Κατερίνα" τρομάζω. Νομίζω ότι πρέπει να καταδώσω κάποιον. 
Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον που λέγανε 
πως είσαι εσύ. Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες, 
γιατί γράψανε ότι σου ρίξανε στα πόδια. 
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. 
Στο μυαλό είναι ο Στόχος 
το νου σου ε;



                       7
Η ελευθερία μου είναι στις σόλες 
των αλήτικων παπουτσιών μου. 
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω. 
Μπορώ να σεργιανίσω ότι ώρα μου γουστάρει. 
Π.χ. την ώρα που βάζετε τις μασέλες σας 
Στο ποτηράκι με το νερό πριν κοιμηθείτε 
την ώρα που απαυτωνόσαστε 
την ώρα που κάνετε το χρέος σας 
στα παιδιά σας, στο σωματείο σας 
την ώρα που σας έχουν χώσει την ιδέα 
πως τρώτε αυγολέμονο 
και τρώτε σκατά 
μπορώ και περπατάω, 
με τα αλήτικα παπούτσια μου 
πάνω από τις στέγες σας 
-όχι ρε παιδάκι μου σαν εκείνη 
την ηλίθια με τη σκούπα, τη Μαίρη Πόπινς- 
δεν πιάνετε το κανάλι μου 
μόνο όσοι έχουμε το ίδιο μήκος κύματος 
ανθρωπάκια χέστες, κατά βάθος σας λυπάμαι 
αλλά τώρα δε χάνω το χρόνο μου μαζί σας 
δεν θέλω παρτίδες με κανέναν σας 
η ελευθερία σας 
είναι στις σόλες των τρύπιων παπουτσιών μου 
θάρθει η ώρα που θα τις γλύφετε 
και θα ουρλιάζετε κλαίγοντας "θαύμα, θαύμα" 
αυτά τα παπούτσια 
ποτέ δεν ξεκουράζονται και ούτε βιάζονται 
όταν εγώ καθαρίσω από εδώ 
θα τα φορέσει ο Παύλος, η Μυρτώ, φοράμε το ίδιο νούμερο, δεν λειώνουν, 
όσες πρόκες και αν ρίχνετε στο δρόμο. 
Σας βαράνε στο δόξα πατρί σας 
θα έρθει η ώρα 
 που θα τρέχετε απεγνωσμένα στο στιλβωτήριο 
"συνοδοιπόροι" και "αποστάτες" 
να βάψετε τα δικά σας 
μα η μπογιά 
δεν θα πιάνει 
ότι και αν κάνετε, όσα και αν δίνετε 
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το δικό μας.  
                8
 Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ 
είναι μη γίνω "ποιητής" 
Μην κλειστό στο δωμάτιο 
ν' αγναντεύω τη θάλασσα 
κι απολησμονήσω. 
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου 
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ 
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις. 
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε 
για να με χρησιμοποιήσει. 
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα 
για να κοιμίζω τους δικούς μου. 
Μη μάθω μέτρο και τεχνική 
και κλειστώ μέσα σε αυτά 
για να με τραγουδήσουν. 
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά 
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος 
μη με πιάσουν στην κούραση 
παπάδες και ακαδημαϊκοί 
και πουστέψω 
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί 
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις 
σκυλιά μας έχουν κάνει 
να ντρεπόμαστε για την αργία 
περήφανοι για την ανεργία 
Έτσι είναι. 
Μας περιμένουν στη γωνία 
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι. 
Ο Μάρξ... 
τον φοβάμαι 
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν 
αυτοί οι αλήτες φταίνε 
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό 
μπορεί...ε;...μίαν άλλη μέρα... 







Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

ΚΑΤΣΑΡΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣΟ Μιχάλης Κατσαρός (1919-1998) γεννήθηκε στην Κυπαρισσία. Σε νεαρή ηλικία πήρε μέρος σε αριστερές πολιτικές οργανώσεις και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έζησε για πολλά χρόνια σε δύσκολες συνθήκες, ασκώντας διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα, όπως ταμίας σε εμπορικό κατάστημα, δημοσιογράφος στον παράνομο Τύπο και υπάλληλος στη ραδιοφωνία. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Θεμέλιο" (1947), "Ποιητική Τέχνη", "Τα Νέα Ελληνικά", "Αθηναϊκά Γράμματα" και "Στόχος" (1950) και το 1975 εξέδωσε το περιοδικό "Σύστημα", όπου δημοσίευε κυρίως δικά του κείμενα. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1946, με τη δημοσίευση του ποιήματος "Το Μπαρμπερίνικο καράβι" στο περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα". Tον ίδιο χρόνο δημοσίευσε σε ελεύθερο στίχο το ποίημα "Βγενιώ" στο ίδιο περιοδικό. Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Μεσολόγγι". Παντρεύτηκε τη ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπούλου. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές "Μεσολόγγι", 1949, "Κατά Σαδδουκαίων", 1953, "Οροπέδιο", 1956, "Σύγγραμμα", 1975, "Πρόβα και ωδές", 1975, "Ενδύματα", 1977, "Αλφαβητάριο - ποιήματα Α-Ω", 1978, "Ονόματα", 1980, "3Μ+3Μ=6Μ", 1981, "4 μαζινό", 1982, "Μείον ωά", 1985, "Ο πατέρας του ποιητή", 1987, "Κορέκτ, φόβος του ποιητή", 1996, "Εννέα το επτά", 1997, τα δοκίμια "Πας-Λακίς Michelet", 1973, "Σύγχρονες μπροσούρες", 1977-78, "Αυτοκρατορική πραγματικότητα", 1995, "Το κράτος εργοδότης", 1996, και το μυθιστόρημα "Οι συλλέκται της Μονόχρα", 1980. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και μελοποιήθηκαν από τους Μ. Θεοδωράκη, Γ. Μαρκόπουλο και Α. Κουνάδη. Το "Κατά Σαδδουκαίων" παρουσιάστηκε μελοποιημένο από γερμανό συνθέτη στο "Κουήν Ελίζαμπεθ Χωλ", στο Σάουθ Μπανκ του Λονδίνου (ο αγγλικός τύπος τον παρέβαλε με τους ποιητές Μπρεχτ, Χο Τσι Μινχ και Παντίλα). Πέθανε στην Αθήνα.


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

• Μεσολόγγι. Αθήνα, έκδοση του περιοδικού Ποιητική Τέχνη, 1949.
• Κατά Σαδδουκαίων. Αθήνα, 1953.
• Οροπέδιο. Αθήνα, 1956.
• Πας - Λακίς - Michelet · Φιλοσοφική μπροσούρα. Αθήνα, Παγκόσμιος Φιλοσοφία, τ.18, 1973.
• Χρονικόν Μορέως μετά Τσοτερπίου χωρίου Λιβεριανού. Αθήνα, Μνήμη, 1973.
• Μπαλάντα στους ποιητές που πέθαναν νέοι. Αθήνα, περ.Επιθεώρηση Τέχνης, 1/1959.
• Οι συλλέκτες της Μονόχρα. Αθήνα, Γνώση, 1974.
• Σύγγραμμα. Αθήνα, Κέδρος,1975.
• Σύχγρονες μπροσούρες. Αθήνα, Καρανάσης, 1977.
• Το κράτος εργοδότης και 10 άρθρα Ελευθέρων Κομμουναρίων. Αθήνα, 1978.
• Πρόβα και ωδές · ποιήματα · επίμετρο Μάνου Ελευθερίου. Αθήνα, έκδοση του περ. Αντί, 1975.
• Ενδύματα. Αθήνα, Ανδρομέδα, 1977.
• Αλφαβητάριον · Ποιήματα Α-Ω. Αθήνα, Μνήμη, 1978.
• Ανθολογία ποιημάτων. Αθήνα, Κάκτος, 1979.
• Ονόματα. Αθήνα, Νεφέλη,1980.
• 3Μ-3Μ=6Μ. Αθήνα, Νεφέλη, 1980.
• 4 Μαζινό. Αθήνα, Θεμέλιο, 1982.
• Μείον ωά. Αθήνα, Δωδώνη, 1984.
• Ο πατέρας του ποιητή. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1987.
• Μία έκτη· Έκτακτη έκδοση εφημερίδος βιβλίων, φύλλα 1-4, 1-12/1992.
• Αυτοκρατορική πραγματικότητα· 3η σύγχρονη μπροσούρα· Δίγλωσση έκδοση. Μετάφραση στα αγγλικά Μιχάλης Σταματιάδης. Αθήνα, Ίδμων, 1995.
• Καζαμία Ελλήνων. Αθήνα, Μανδραγόρας, 1996.
• Κορέκτ - Φόβος ποιητή. Αθήνα, Μανδραγόρας, 1996.
• Σύγγραμμα. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1997.
• Εννέα το επτά. Αθήνα, Ίδμων, 1998.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


• Αρανίτσης Ευγένιος, Κριτική για το Οι συλλέκται της Μονόχρα, Πρωινή, 21/9/1979.
• Αργυρίου Αλεξ., «Μιχάλης Κατσαρός», Η ελληνική ποίηση · Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.374-389. Αθήνα, Σοκόλης, 1982.
• Ζωγράφου Ευγενία, Κριτική για τα Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία και Δε θα πεθάνουμε, Ριζοσπάστης, 9/8/1978.
• Κακλαμανάκη Ρούλα, «Μια σύντομη περιπλάνηση στον κόσμο του Μιχάλη Κατσαρού», Η λέξη13, 3-4/1982, σ.157-161.
• Κατσίμης Σπ., Κριτική για τα Ενδύματα, Η Καθημερινή, 9/2/1978.
• Μ[αγκλίνης] Η[λίας], «Μιχάλης Κατσαρός (1919-1998)», Διαβάζω392, 1/1999, σ.32.
• Μαρκόπουλος Γιώργος, «Η μοναχική περιπέτεια από τον εμφύλιο ως την ερημιά των περιβολιών του Μοσχάτου» (για την Ανθολογία ποιημάτων), Διαβάζω32, 6/1980, σ.74-76.
• Μαρκόπουλος Γιώργος, «Κριτής και χλευαστής», Διαβάζω69, 18/5/1983.
• Παπαγεωργίου Χ., «Έφηβος ποιητής», Διαβάζω369, 12/1996, σ.151.
• «Σε β΄ πρόσωπο: Μια συνομιλία του Μιχάλη Κατσαρού με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο», Η λέξη13, 3-4/1982, σ.225-230.
• Σταματίου Κώστας, Κριτική για την Ανθολογία ποιημάτων, Τα Νέα, 17/5/1980.
• Σταματίου Κώστας, Κριτική για τα 4 Μαζινό, Τα Νέα, 12/11/1983.
• Φάις Μισέλ, Συνέντευξη με τίτλο «Ο μακρύς μονόλογος του Μιχάλη Κατσαρού», Διαβάζω370, 1/1997, σ.104-119.
• Χατζίνης Γιάννης, «Θεμ. Κορνάρου: Καλοί και κακοί», Νέα Εστία32, ετ.ΙΣΤ’, 15/8/1942, αρ.365, σ.828-829.
• Χ[ουρμούζιος] Αιμ[ίλιος], «Μιχάλη Κατσαρού: Μεσολόγγι», Νέα Εστία46, ετ.ΚΓ΄, 15/9/1949, αρ.533, σ.1219.
• χ.σ., «Κατσαρός Μιχάλης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985.
Αφιερώματα περιοδικών
• Τομές49, ετ.Ε΄, 6/1979.          


Παρακάτω παραθέτουμε μια κριτική από τον Αντώνη Θ. Παπαδόπουλο, που δημοσιεύτηκε στη δύσκολη περίοδο της Χούντας:

ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟΥ: ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ ( β΄έκδ. Δεκ. 1971, Κείμενα ).

      Για το σημερινό κριτικό της β΄έκδοσης της "κατά Σαδδουκαίων" ποιητικής συλλογής του Μιχάλη Κατσαρού τα πράγματα είναι απλούστερα. Η θέση κατανοητή, δικαιολογημένη. Η πρωτοτυπία δεν αιφνιδιάζει, γιατί στις μέρες μας επικρατεί μια καθολική τάση απομυθοποίησης, που ξεσκεπάζει τα κάθε λογής "ιερατεία". Όμως για να εκτιμήσει κανείς την ποιητική πρόθεση και το ιδεολογικό υπόβαθρο των στίχων του Μιχάλη Κατσαρού θα πρέπει να μεταφερθεί νοερά πίσω από τον ιδεολογικό πέπλο της προς του 1956 εποχής, όταν, πάνω στην έξαψη ενός απεγνωσμένου αγώνα, κάθε παρέκκλιση, κάθε διαφορετική άποψη στιγματιζότανε δίκαια ή άδικα σαν προδοσία. Δεν αρμόζει βέβαια σε μας, από τη στήλη μάλιστα αυτή, να επιχειρήσουμε μια τέτοια χρονική μετάθεση. Αρκούμαστε να την επισημάνουμε, γιατί μας βοηθά σε μια βαθύτερη και ουσιαστικώτερη προσέγγιση με την ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού. Αλλά μια και μιλήσαμε για β΄έκδοση ( η πρώτη έγινε το 1953 ) θα θέλαμε να εξετάσουμε ένα άλλο ζήτημα εξίσου σοβαρό. Γιατί έπρεπε να υπάρξει β΄έκδοση αυτής της ποιητικής συλλογής; Μήπως μέσα από το χωνευτήρι μιας ολόκληρης εικοσαετίας ( και ξέρουμε πόσο εύκολα στην εποχή μας παλιώνουν τα πράγματα ) η "Κατά Σαδδουκαίων" ποιητική συλλογή έδειξε μιαν ιδιαίτερη αντοχή; Κι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο η αντοχή αυτή οφείλεται αποκλειστικά στην αισθητική της αξία ή και κάπου αλλού;
      Είναι γεγονός ότι, όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά η "Κατά Σαδδουκαίων" ποιητική συλλογή του Μιχάλη Κατσαρού δεν προσέχτηκε όσο έπρεπε. Η απομόνωση του αποσυνάγωγου ήρθε φυσιολογικά, σαν αποτέλεσμα πάγιας μέχρι τότε ταχτικής. Το ίδιο συνέβη σε πολλές γνήσιες ποιητικές φωνές - ανάμεσά τους κορυφαίος ο Αναγνωστάκης. Να όμως, που ο Μιχάλης Κατσαρός, αναλύοντας τις "συγκεκριμένες καταστάσεις μέσα από τις συγκεκριμένες συνθήκες" διαπιστώνει κάποια αναλογία ανάμεσα στο σήμερα και στο τότε, πράγμα που τον αναγκάζει να αυτοεπαναληφθεί. Πέρα όμως από την επισήμανση αυτής της αναλογίας, που η σύνθεσή της είναι εύλογη, υπάρχει και ένας άλλος λόγος, που επέβαλε την επανέκδοση. Ο ποιητής έπρπε να μας αναγκάσει να μιλήσουμε για τους στίχους του με το ζόρι. Γιατί αν τότε ύψωσε προδρομικά το φλάμπουρο της Αμφισβήτησης, χωρίς να βρει ανταπόκριση ( και αναγνώριση ), σήμερα, που ξεπήδησαν τόσοι και τόσοι επίδοξοι αμφισβητησίες, αυτοκατατασσόμενοι σε "μεταλουμίδιες περιόδους", ασφαλώς η άγνοια ή η εσκεμμένη αποσιώπηση των πρωτοπόρων καταντά ανόσιος σφετερισμός.
       Η ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού έρχεται κοντά μας, μετά είκοσι περίπου χρόνια, αγέραστη (γιατί μοιάζει να γράφτηκε τώρα), αχνιστή, ζυμωμένη με το σήμερα, επιτήδεια πλασμένη για να γίνει κραυγή μιας προδωμένης κι ανεπιτήδευτης νεολαίας, οργή στα ακατάβλητα στήθη ενός κουρασμένου λαού:
       Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι - η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος - μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου - για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση μαζεύω.-
       Αυτή η αισιόδοξη προοπτική δεν γεννιέται σαν από παρθενογένεση μέσα από τον πυρακτωμένο νου κάποιου ιδεολήπτη. Είναι το ψύχραιμο απόσταγμα που ακολουθεί μιαν αδιάκοπη σειρά τραγικών διαψεύσεων και οδυνηρά τραυματικών εμπειριών. Γιατί κι αν "ο ξανθός όμορφος εχθρός του βασίλειου" εκφυλίστηκε μετά σε "αγοραίο ρήτορα", προδίδοντας εκείνους, που "σε προφητείες έλεγαν τον ερχομό του", ο ποιητής θα πλησιάσει το δαυλό στη μπαρουταποθήκη της καρδιάς μας βροντολαλώντας: Πάλι σας δίνω όραμα.
      Ο Μανώλης Αναγνωστάκης έχει πει: "Να ξέρεις το πότε και το πως". Κι ο Μιχάλης Κατσαρός ήξερε να σωπαίνει και να μιλά μονάχα όταν πρέπει, γι' αυτό ο λόγος του διατηρεί μιαν εξαιρετική βαρύτητα:
       Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό... - όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση να πλημμυρίζει τα σαλόνια - όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου - να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα... - εγώ πάντα σωπαίνω. - Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη - κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες - κι όλοι τους θα προσμένουμε σίγουρα τη φωνή - θα ανοίξω το στόμα μου. -
       Κι αυτό έγινε στις μέρες μας. Τώρα που η "εγκατάλειψη θέσεων" παίρνει την όψη μαινόμενης Ηρωδιάδος η ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού ηχεί σαν δραματική υπόμνηση και σαν ανανεωμένη υπόσχεση. Μέσα στην παγερότητα του παρόντος, αναζητώντας εναγώνια μια γνήσια, απροσχημάτιστη φωνή, εμείς οι νεώτεροι ανακαλύπτουμε στην ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού τη συγκινητική προσπάθεια να διατηρηθεί αλέκιαστο ό,τι οι άλλοι - οι πολλοί - μέσα στην παραφορά ενός σφοδρού πολιτικού αγώνα δε θέλησαν ( η δεν μπόρεσαν ) να σεβαστούν.

                         ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

( Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ", τευχ. 4, Μάιος 1972, σελ. 139. )



Η διαθήκη μου

Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει : καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ΄αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει : Δόξα σοι ο Θεός.
Αντισταθείτε
στο περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρία εισαγωγαί-εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις
πίνουν καφέδες σύνεδροι, συμβουλατόροι
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε πάλι σ' όλους αυτούς που λέγονται
μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ' όλα τ' ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για τον σοφό
αρχηγό τους.
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη
διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ' όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.

Υστερόγραφο
Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί
- καθώς διαβάστηκε -
ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.
Πριν διαβαστεί
όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.
Η διαθήκη μου για σένα και για σε
χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους
Αλλάξανε φράσεις σημαντικές
ώρες σκυμένοι πάνω της με τρόμο
εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν -
τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα
ποιος είναι αυτός που πνίγει.
Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος :
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.



Όταν ...

Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς
εγώ πάντα σωπαίνω.
Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν
εγώ πάντα σωπαίνω.
Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
θ' ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ' ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.
Πάλι σας δίνω όραμα.
                                              

                             Άτιτλο                                                   
«Φίλε, που σε συνάντησα σε μιαν οδοιπορία
-του θανάτου που ζήσαμε ή της ζωής που θα’ ρθει-
είχες στα μάτια τη φωτιά σμιχτή με μια απορία
από τα νιόβγαλτα φτερά, γιατί ο αέρας πάρθει.

Μας ένωσε σφιχτά σφιχτά του ανθρώπου ο μέγας πόνος
και της ιδέας ο άνεμος μας φούσκωσε τα στήθη.
Κάποιου καινούργιου, που έρχεται, μας συνεπήρε ο τόνος.
Ορίζοντες Μαγιάπριλου μας φέρνουνε τα πλήθη.

Κι εμείς, δεσμώτες της ζωής, προς τις κορφές τραβάμε
-του Ολύμπου ή του Γολγοθά- στη μέθη ενός ονείρου
το θάνατο και τη ζωή αλέγκρα χαιρετάμε
με τ’ άξια νιάτα, πορφυρά, στο δρόμο του απείρου».]

  Η δική μου μέρα

Κατσαρός λέγομαι επίθετον παραληφθέν
από ετών
ποιητής το επάγγελμα στίχων
κι' ακόμα ποιητής
ωδών και τραγουδιών.
Ας πω και για μένα
όπως ρήτωρ για την Μαρία
από άμβωνα κρητικόν.
Όχι ποιος είμαι και τι ζητώ
αλλά τι κάνω μία μέρα.

Πιστέψατέ με ξυπνώ
σε σεντόνια όπου τα υφαίναν
ειδικώς για ηδονή
και πλένω το πρόσωπό μου.

Μετά περπατώ σε αλλέες
πάρκα δρόμους καφετηρίες
μετά μπαίνω σε τρόλεϋ
λεωφορεία τραίνα και
εστιατόρια
θαυμάζω κότες ψητές
ίστερ λαμ
πομ ντε τερ
βόδια
αρνιά
αρακά
κατάλογοι μαγειρείων ρεστωράν
και γράφω:
0 + 0 = 0.
Πιστέψατέ με γράφω ποιήματα
όπως αυτό το βιβλίο και το άλλο
και πάω στο σινεμά
βλέπω το έργο
βλέπω το γήπεδο
βλέπω τη σκηνή θεάτρου.

Το βράδυ πάντα γράφω επιστολές
σε φίλους εραστές και γυναίκες
με χρυσά φύλλα συκής ντροπής
και αργά τα μεσάνυκτα κοιμάμαι
τέλειωσε η ημέρα έζησα και
διηγούμαι
σαν ποιητής και γω για μένα.

Τι να προσθέσω, ότι όλη η μέρα
είχε από μένα κατέβει
ότι ο ήλιος έλαμπε και ότι
έζησα σαν Ντενίσοβιτς μια μέρα;

Αν είναι περίεργη τότε
φορέστε μια κάπα
και όλοι, ας κατεβείτε επιτέλους
να ζήσετε πάλι
αυτή τη δική μου μέρα

Κατσαρός λέγομαι
Πιστέψτέ με, δεν θα με συναντήσετε.



Φόβος ποιητή

9. 

Καθώς σπίρτα άναβε ο ποιητής 
όλοι νομίζαν ότι θ’ άναβε 
τις πόλεις και προβάνς. 
Μα οι φλόγες κράταγαν λίγο 
και στις ψυχές έμενε 
ξύλο και μαύρο κάρβουνο 
και θέλανε να τρίψει 
εκ νέου 
την κεφαλήν πυρείων μονοπωλίων 
και έτσι 
τα σπίρτα του τελείωσαν 
καθώς διαδέχτηκαν 
οι αναπτήρες βενζινών 
και δεν εμέθαγε ο ίδιος 
από την πρώτη σπίθα 
τσακμακόπετρας. 

Τόσο παλιός σπινθήρας 
ήτο αδύνατο μέσα του 
να υπάρχει εμπνευστής 
κι έγινε πλέον ο ποιητής 
ένας κοινότατος 
αναγνώστης 
των φλογερών παλαιών ποιητών 
κι όλο τον βλέπαμε 
να ζει 
έξω από τα πράγματα 
σε ένα φανταστικό 
δικό του πνεύμα 

Να ’ταν τουλάχιστον 
ένας μίμος 
κάτι θα έγραφε. 




Κατά Σαδδουκαίων

Πλήθος Σαδδουκαίων
Ρωμαίων υπαλλήλων
μάντεις και αστρονόμοι
(κάποιος Βαλβίλος εξ Εφέσου)
περιστοιχίζουν τον Αυτοκράτορα.
Κραυγές απ΄τον προνάρθηκα του Ναού
Απ΄την φατρία των Εβιονιτών κραυγές:
Ο ψευδο-Μάρκελος να παριστάνει το Χριστό
Διδάσκετε την επανάστασιν κατά του πρίγκηπος
Οι Χριστιανοί νάχουνε δούλους Χριστιανούς.

Η αριστοκρατία του Ναού να εκλείψει.
Εγώ απέναντί σας ένας μάρτυρας
η θέλησή μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες.
Τους ύπατους εγώ ανάδειξα στις συνελεύσεις
κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα
φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα
σανδάλια μεταξωτά ή πανοπλία
εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου-
η θέλησή μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες.
Τους άλλους απ΄την πέτρα και το τείχος μου
καθώς νερό πηγής τους είχα φέρει
η θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία
τ΄άλογά τους απ΄τον κάμπο μου
δεν μου επέτρεψαν να δω τον Αυτοκράτορα
τους ύπατους δεν άφιναν να πλησιάσω
σε μυστικά συμπόσια και ένδοξα
την θέλησή μου την καταπατήσανε
τόσους αιώνες.
Τώρα κ΄εγώ υποψιάζομαι
όλο το πλήθος των αυλοκολάκων
όλους τους ταπεινούς γραμματικούς
τους βραβευμένους με χρυσά παράσημα
λεγεωνάριους και στρατηλάτες
υποψιάζομαι τις αυλητρίδες τη γιορτή
όλους τους λόγους και προπόσεις
αυτούς που παριστάνουνε τους εθνικούς
τον πορφυρούν χιτώνα του πρίγκηπος
τους συμβουλάτορες και τους αιρετικούς
υποψιάζομαι συνωμοσία
νύχτα θα ρεύσει πολύ αίμα
νύχτα θα εγκαταστήσουν την βασιλεία τους
νέοι πρίγκηπες με νέους στεφάνους
οι πονηροί ρωμαίοι υπάλληλοι του αυτοκράτορος
ετοιμάζουνε κρυφά να παραδόσουν
να παραδόσουν τα κλειδιά και την
υπόκλισή τους.
Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση
μαζεύω.